Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

Insomnia...but not quite

Η περασμένη βδομάδα ήταν μες τον πανικό. Νομίζω ότι έχω να περάσω τέτοια βδομάδα πανικού από την τελευταία φορά που είχαμε παραστάσεις.

Βλέπω απαίσια όνειρα τελευταία. Ξυπνάω μούσκεμα στον ιδρώτα και οι μυς μου πονάνε λες και έκανα προπόνηση ώρες ολόκληρες. Πετάω το πάπλωμα από πάνω μου και προσπαθώ να σκουπίσω τον ιδρώτα που τρέχει στο λαιμό, την πλάτη και τα βλέφαρά μου. Περιμένω να ηρεμήσει η καρδιά μου που χτυπάει σαν τρελλή και παλεύω να με πάρει ξανά ο ύπνος. Κάποια στιγμή τα καταφέρνω και κοιμάμαι. Δεν κοιμάμαι δηλαδή ακριβώς, βουλιάζω σ’ έναν ανήσυχο λήθαργο.

Τον βλέπω στα όνειρά μου. Είναι πολύ διαφορετικός. Έχει ξυρισμένα μαλλιά και τρύπες στα αυτιά αλλά όχι σκουλαρίκια. Και στα όνειρά μου δε φοράει μαύρα, αλλά λευκά και γκρι. Κάποιες φορές τον κυνηγάω κι άλλες τρέχω πανικόβλητη να του ξεφύγω. Κάποιες φορές τρέχουμε κι οι δύο μαζί προς κάποια έξοδο που ποτέ δε μπορούμε να βρούμε και παγιδευόμαστε σ’ έναν ατέλειωτο λαβύρινθο από σκαλιστούς ξύλινους τοίχους. Με κοιτάει στα μάτια.

Αναρωτιέμαι αν είναι καλά. Θέλω να πιστεύω ότι είναι καλά.

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Θα το βρω...πού θα πάει...

Δεν ξέρω τι κάνω. Σε καμμία περίπτωση. Δεν υπάρχει κανένα σχήμα, κανένα σχέδιο, καμμία προοπτική. Υπάρχουν δηλαδή, αλλά δεν ξέρω αν με αφορούν .
Επίσης δεν ξέρω ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημά μου. Δηλαδή, ξέρω ότι υπάρχει πρόβλημα, δε μπορεί να μην υπάρχει, αλλά δεν ξέρω ποιο είναι.
Δουλεύω πολύ. Μ’ αρέσει, κατά κανόνα το διασκεδάζω, προφανώς δεν αντιλαμβάνομαι τη σοβαρότητα της κατάστασης, το βλέπω ακόμα σαν παιχνίδι. Όπως και όλες τις προηγούμενες δουλειές μου δηλαδή. Είναι ντροπή και αίσχος αυτό; Δε νομίζω. Νομίζω ότι είναι ασπίδα προστασίας. Αμέ.

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

Μετακόμιση και τσιγάρα

Αντιλαμβάνομαι φυσικά ότι αυτά τα δύο εκ πρώτης όψεως δεν έχουν τίποτα κοινό. Αλλά η αλήθεια είναι ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Βεβαίως. Τα τσιγάρα είναι κόλλημα. Μεγάλο. Η μετακόμιση δεν είναι ακριβώς κόλλημα, είναι αποτελεί ωστόσο ένα Χ πρόβλημα. Όταν η μετακόμιση δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα ενώ θέλεις απεγνωσμένα να διαφανεί, τα τσιγάρα αυξάνονται. Όταν η μετακόμιση διαφαίνεται επιτέλους στον ορίζοντα και μαζί της όλο το αγγούρι της υπόθεσης, τα τσιγάρα αυξάνονται περισσότερο. Όταν τελειώνει η μετακόμιση και θες να πάρεις μιαν ανάσα σαν άνθρωπος, θα κάνεις κι ένα τσιγαράκι παραπάνω. Όταν τελειώσει η ανάσα και σκεφτείς με το ακατοίκητο κεφάλι σου ότι είναι πολύ πιθανό η διαδικασία να επαναληφθεί, εκεί να δεις τσιγάρα. Γενικώς το όλο θέμα της μετακόμισης συνοδεύεται από τσιγάρα.

Πάλι γκρινιάζω βέβαια. Δε μπορώ να πω ότι ψάχναμε χρόνια ολόκληρα και δε βρίσκαμε σπίτι, ούτε ότι δεν τα βρίσκουμε μεταξύ μας. Αντιθέτως. Το θέμα δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι ότι από τον περασμένο Σεπτέμβριο έχω μετακομίσει τόσες φορές που πλέον δεν την παλεύω.
Αθήνα – Γαλλία. Γαλλία – Αγγλία σπίτι 1. Αγγλία σπίτι 1 – Αγγλία σπίτι 2. Αγγλία σπίτι 2 – Αγγλία σπίτι 3. Αγγλία σπίτι 3 – Αγγλία εδώ που είμαι τώρα. Και όλο αυτό μέσα σε διάστημα 14 μηνών. Ήμαρτον!

Ναι. Βαλίτσες και κούτες παντού σε μόνιμη βάση. Ελπίζω τουλάχιστον τώρα οι βαλίτσες να κάτσουν στ’ αυγά τους για λίγο καιρό μπας και συνέλθω.

Το πρώτο βράδυ στο καινούριο σπίτι λίγο έλειψε να τη βγάλουμε στον καναπέ (και οι τρεις) γιατί τα κρεβάτια έκαναν 150 ώρες να έρθουν. Εξαιρετικά διασκεδαστικό. Επίσης το πρώτο Σαββατοκύριακο χάλασα περίπου 10 συρμάτινα σφουγγάρια στην προσπάθειά μου να το κάνω όχι αστραφτερό, απλώς ανθρώπινο και κατοικήσιμο. Οι συγκάτοικοι μάλλον πιστεύουν ότι έχω κάποιου είδους εγγενή ανωμαλία και υποχονδρισμό. Πράγμα που βεβαίως δεν είναι αλήθεια. Απλά έχω μεγαλώσει με τη μάνα μου. Επομένως τίποτα ποτέ δεν είναι τόσο καθαρό όσο θα έπρεπε. Και δεν είναι διαπραγματεύσιμο το θέμα. Οπότε τους τρομοκρατώ συστηματικά. Χοχοχο. Όχι ότι σκοπεύω να τους κάνω σαν τα μούτρα μου – αυτό είναι αδύνατο ούτως ή άλλως.

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

Pump it up

Κρατάει μια αντλία και ένα σωλήνα και έρχεται κουτσαίνοντας. Ακουμπάει με κόπο την αντλία στο χώμα. Παίρνει ένα νυστέρι και κάνει μια τομή ανάμεσα στους ώμους μου. Ο πόνος με τρελλαίνει αλλά δεν αντιδρώ ούτε γυρίζω να κοιτάξω. Σφίγγω τα δόντια και κοιτάω μπροστά μου τον ήλιο που βασιλεύει. Βάζει το σωλήνα στην τομή και ενεργοποιεί την αντλία. Τα μάτια μου δακρύζουν απ’ τον πόνο και σφίγγω τις γροθιές μου μέχρι να ματώσουν, αλλά δεν κουνιέμαι. Ο σωλήνας ρουφάει όλη μου την ψυχή, όλες τις εικόνες από το κεφάλι μου, όλα όσα με κρατάνε ζωντανή, όλα όσα με κάνουν να πονάω και να γελάω και να θυμάμαι. Όλα εγκαταλείπουν το σώμα μου και διαλύονται στον αέρα σε μια βροχή από βιολετί σταγόνες. Νιώθω το σώμα μου να τραντάζεται, κάθε κύτταρο να σπαράζει. Και μετά βγάζει το σωλήνα και τα βλέφαρά μου βαραίνουν και μουδιάζω. Δε νιώθω τίποτα πια. Οι σταγόνες διαλύονται σιγά σιγά. Γυρίζω να κοιτάξω. Βγάζει το σωλήνα, τον τυλίγει γύρω από την αντλία και φεύγει αργά και με δυσκολία, όπως ήρθε. Μάλλον καταλαβαίνει και γυρίζει να με κοιτάξει. Τα ρούχα του είναι τριμμένα και βρώμικα. Ρυτιδιασμένο πρόσωπο και χέρια και δυο τεράστια υγρά μάτια. «Ανόητο παιδί…» ψιθυρίζει και ξαναπαίρνει το δρόμο. Τι εννοεί; Δεν καταλαβαίνω. Δε νιώθω τίποτα. Κοιτάω τις παλάμες μου και διαπιστώνω ότι είναι ματωμένες αλλά δε θυμάμαι πώς συνέβη αυτό. Λέξεις περνάνε από το κεφάλι μου. Πόνος, ζήλια, αγάπη, θυμός, απόγνωση, απόλαυση, εκδίκηση. Περνάνε από το κεφάλι μου αλλά δε μπορώ να τις συνδέσω με κανένα νόημα.. Δε νιώθω τίποτα. Είμαι άδεια. Και ξεκινάω το ταξίδι προς το ηλιοβασίλεμα.

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Johnny

Μετά από απαίτηση του λαού, η Helena εξοστρακίστηκε από το desktop μου. Damn!

Το σλόγκαν των Gogol Bordello 'Start Wearing Purple' πήρε τη θέση της για 30 περίπου δευτερόλεπτα.

Τρεις ψιλοφριχτές κακιασμένες Halloween κολοκύθες πήραν τη θέση του για περίπου 20 λεπτά.

Και μετά ήρθε ο Jack Sparrow. Μπίχλας, με ράστα, μπιχλιμπίδια στη ράστα, δίκοχο πειρατικό, μούσι πλεγμένο κοτσιδάκια, μάτια βαμμένα μαύρα και ένα φανταστικό, ξεκαρδιστικό απορημένο-καχύποπτο βλέμμα. Το ίδιο δηλαδή μ’ αυτό που περιφέρω κι εγώ στη φάτσα μου όλη μέρα. Μόνο που εγώ δεν είμαι Johnny.

Αγαπάμε Johnny. Σαφώς!

Davy Jones: Do you feel dead?
Jack Sparrow: You have no idea.

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

Όταν το μπαμπού συναντά το management

Βρέχει. Έχω ένα σωρό δουλειές. Και τα δύο αφεντικά λείπουν στην Ελβετία, οπότε έχω λίγο περισσότερη δουλειά απ’ ότι συνήθως.
Θα έπρεπε να χαίρομαι. (και τώρα που το διαβάζω και το ξανασκέφτομαι: γιατί θα έπρεπε να χαίρομαι; Γιατί να μην έπρεπε να χαλιέμαι, ας πούμε;)

Κατά ένα μεγάλο μέρος, η δουλειά μου είναι να μιλάω όλη μέρα στο τηλέφωνο ή με mail με διάφορους απίστευτους τύπους που πιστεύουν ότι μπορούν να κάνουν τη δουλειά μου καλύτερα από μένα.

Όλο αυτό το θέμα με το μάνατζμεντ (το Word δεν υπογραμμίζει το «μάνατζμεντ». Υπογραμμίζει το καμμία και το τρελλός, αλλά όχι το μάνατζμεντ) έχει αρχίσει να εμποτίζει την όλη μου ύπαρξη, διότι βιώνω συμπτώματα του στυλ: εκεί που έχω ξυπνήσει, ψιλοπιεί καφέ, ψιλοντυθεί, ψιλοετοιμαστεί και πιάνω στα χέρια μου το eyeliner, ας πούμε, αρχίζει και εμφανίζεται σιγά σιγά στο κεφάλι μου μια λίστα με ό,τι έχω να κάνω σήμερα. Μέχρι να ξεμπερδέψω και με τα δύο μάτια η λίστα περιλαμβάνει ονόματα, αρίθμηση και ώρα (τοπική και προορισμού) αναφορικά με το κάθε task. Ανησυχώ γιατρέ μου. Πού και πού κάνω και αηδίες του στυλ στέλνω κατεπείγον mail με διορθώσεις στο γραφείο στο Πεκίνο, όπου φυσικά είναι μαύρα μεσάνυχτα. Δε με έχουν βρίσει ακόμα. Ευτυχώς.

Τώρα έχει ήλιο. Αλλά είμαι πλέον παλαίουρας και δε μασάω, ξέρω ότι σε κανά πεντάλεπτο θα ρίξει πάλι κατακλυσμό.

Πρέπει να πω ότι με όλο το θέμα με το σπίτι έχω εκτροχιαστεί και πρέπει κάποιος να με ανακαλέσει στην τάξη.

Έχω ένα κατάλογο με περίπου ένα απειρικομμύριο σελίδες – σαν ΙΚΕΑ, αλλά όχι ΙΚΕΑ.
Κάθε βράδυ τον ανοίγω, τον ξεφυλλίζω, σημειώνω τι θέλω να αγοράσω και μετά τα σβήνω και γράφω τι μπορώ να αγοράσω, κάνω τη σούμα και με πιάνει ίλιγγος. Μάλλον θα πρέπει να τη βγάλω με στρώμα αέρα και noodles in a bowl για τον επόμενο μήνα. Αλλά το πλεκτό παραβάν με τα ανάγλυφα αστέρια θα το πάρω ο κόσμος να χαλάσει (το τι θα το κάνω και το εάν πραγματικά το χρειάζομαι είναι άλλη υπόθεση).

Λοιπόν ε.
Τα έχω πάρει.
Ξεκινάω να γράφω ένα γαμωκείμενο.
Το αφήνω φυσικά στη μέση είτε γιατί στερεύω είτε γιατί πρέπει να ασχοληθώ με κάτι επείγον – και συνήθως όλα είναι επείγοντα.
Και μετά που θέλω να συνεχίσω, δε μπορώ, διότι έχει μεσολαβήσει κάποιο ελεεινό γεγονός το οποίο εκ των πραγμάτων με εμποδίζει.

Επί του παρόντος, ας πούμε, από χτες μέχρι σήμερα έμαθα ότι τελικά δεν πήραμε το σπίτι.
Και γιατί αγαπητοί τηλεθεατές δεν πήραμε το σπίτι;
Διότι η σπιτονοικοκυρά λέει δε θέλει sharers, θέλει ζευγάρι ή ένα άτομο μόνο του.
Δηλαδή σοβαρά μιλάμε; Δε θέλει παιδιά, δε θέλει ζώα, δε θέλει καπνιστές, δε θέλει sharers…τι σκατά θέλει;

Αλλά βέβαια, έπρεπε να το είχα καταλάβει για τι ψαροκασέλα μιλάμε όταν πήγαμε να δούμε το σπίτι. Δηλαδή τι είδους άτομο θα είχε για κεφαλάρι ένα τέτοιο τεράστιο ροκοκοανεγαννησιακομπαροκΛουιΣκατορζ πράμα από μπαμπού; Από μπαμπού for fuck’s sake! Να το βλέπεις δηλαδή όταν ξυπνάς και να ανοίγει η καρδιά σου ρε παιδί μου.

Κοπελιά. Να σου σπικάρω δύο φωνήεντα. Το μπαμπού απαντάται κατά κανόνα στην Ασία. Το ‘χουμε; Και χρησιμοποιείται σε σκαλωσιές και πατώματα ή και σχολεία στην Ινδονησία. Αλλά εσύ το θες ντε και καλά για διακόσμηση. Λοιπόν. Η διακοσμητική φιλοσοφία της Ασίας ουδεμία σχέση έχει με το γνωστό σε όλους μας ροκοκοανεγαννησιακομπαροκΛουιΣκατορζ στυλ, το οποίο είναι αμιγώς Ευρωπαϊκή επινόηση. Το ‘χουμε; Αν λοιπόν ντε και καλά θες να χρησιμοποιήσεις μπαμπού γιατί την έχεις δει πολύ ζεν ξαφνικά, το στυλ του θα είναι είτε μίνιμαλ αλά Ιαπωνία, είτε τσαντήρι-χριστουγεννιάτικο-δέντρο-τσίρκο-μπλιαχ αλά Κίνα, είτε θα μετακομίσεις στην Ταϋλάνδη και θα πάρεις ένα Πάντα να το ταΐζεις (όχι εμένα – ένα κανονικό Πάντα), είτε το πολύ-πολύ να το ακονίσεις για να το χώνεις κάτω από τα νύχια του κόσμου όπως κάνανε οι Βιετκόνγκ. Το ‘χουμε;

Και στην τελική μη το νοικιάζεις το γαμώσπιτο. Τον άξονα της γης μου μέσα.

Αλλά έτσι και την πιάσω στα χέρια μου τη μπρατσέρα θα γίνει ένα ωραιότατο δαμασκηνί. Και δεν είμαι και βίαιος άνθρωπος εγώ.

Για να σοβαρευτούμε σιγά σιγά.

Αι σιχτιρ πρωινιάτικα.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

Διάλογος 5

- Τι γίνεται μετά;
- Μετά από τι;
- Από ‘δω.
- Πού να ξέρω ρε; Τι είμαι, μέντιουμ;
- Τι επιλογές υπάρχουν ρε παιδί μου;
- Διάφορες. Παράδεισος. Κόλαση. Ανυπαρξία. Μετεμψύχωση.
- Ε και τι; Διαλέγω και παίρνω;
- Γιατί όχι;
- Δεν πιστεύω στη μετά θάνατον ζωή.
- Ανυπαρξία λοιπόν. Συγχαρητήρια και μπράβο.
- Είναι παράλογο;
- Είναι σίγουρα επικίνδυνο. Αν δεν πιστεύεις ότι θα κριθείς, αν πιστεύεις ότι αυτή η ζωή είναι το μόνο που υπάρχει, διατρέχεις τον κίνδυνο να επιχειρήσεις κάθε είδους ακρότητες.
- Ωραία! Ξεκινάμε;

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Ατάκες γραφείου

Η δασκάλα μου των γαλλικών λέει ότι τη φρίκη δεν την τρως στα 30, στα 40, στα 50, αλλά στα 35, 45, 55. Δεν καταλάβαινα τι εννοεί, μέχρι που έφαγα τη φρίκη των 25. Μάλλον τα πράγματα ήταν πολύ ρευστά ή ήμουν πολύ απασχολημένη για να ασχοληθώ με τα εικοστά μου γενέθλια. Στα 25 όμως υπήρξε μία καμπή, μία καμπή λέγω, διότι συνειδητοποίησα ότι τελείωσα τις σπουδές, και τώρα τι κάνουμε; Δουλεύουμε; Κραιπαλιάζουμε; Παντρευόμαστε; Παραιτούμαστε από τη ζωή και τα πάντα γενικά;

Θέλησα ρε παιδί μου να κάνω έναν απολογισμό, πώς το λένε; Στα 20 τι απολογισμό να κάνεις; Αχ, τι καλά, δεν έχω πια ακμή αλλά έχω δίπλωμα, πάμε κέφι;

Τέλος πάντων, δε ξέρω τι σχέση έχει όλο αυτό με οτιδήποτε, και, απ’ όσο ξέρω, δεν βρίσκεσαι στην καμπή ούτε των 35, ούτε των 45.

Γι’ αυτό πρέπει να περνάμε τα γενέθλιά μας με κόσμο. Γιατί αλλιώς κάθεσαι και σκέφτεσαι όλες αυτές τις πίπες και χαλιέσαι. Πέρασε άλλος ένας χρόνος. Μάλιστα. Τι έκανα αυτούς τους 12 μήνες; Και είμαι ευχαριστημένη με ότι έκανα; Πλήγωσα κάποιον; Θύμωσα; Φώναξα; Έγινα κατίνα; Έκανα αισχρές κολάσιμες απρεπείς αχαλίνωτες ιδρωμένες σκέψεις για ακατάλληλους ανθρώπους; Ε; Και αν ναι, γιατί; Αν πάλι όχι, είμαι και γαμώ τα άτομα, πω ρε φίλε, πολύ με γουστάρω.
Βέβαια, το ‘αν πάλι όχι’ δε συμβαίνει και πολύ συχνά. Αλλά τι να κάνω; Έχω πολλά πάθη που λέει κι ο Κωνσταντίνος.

(να σημειώσω ότι αυτή η παρένθεση ξεκίνησε με τις ισχνές προοπτικές μιας συνηθισμένης παρένθεσης και κατέληξε μυθιστόρημα. Τι να κάνουμε κυρίες και κύριοι, αυτά συμβαίνουν στα ζωντανά προγράμματα)
Η B, που κάθεται στο γραφείο ακριβώς πίσω μου, παλεύει εδώ και μέρες μ’ ένα καινούριο λογισμικό. Συνήθως η B νικάει γιατί είναι μέγας μάγιστρος, αλλά πού και πού νικάει το λογισμικό. Σε αυτή την περίπτωση – όπως τώρα δηλαδή – τα παίρνει και αρχίζει να μιλάει στον εαυτό της “Shit! No! Undo! Undo!”
Επίσης κάποια στιγμή πρέπει να το ανοίξω το ρημάδι το στόμα μου και να μοιραστώ με κάποιον τις αμφιβολίες μου γι’ αυτό το άτομο. Η κοπελιά λοιπόν είναι η senior project manager. Και.
1. Μιλάει στον εαυτό της όταν εκνευρίζεται με κάτι, πράγμα που συμβαίνει σχετικά συχνά.
2. Έχει δημιουργήσει την παρακάτω στιχομυθία:
B: I am struggling!
Katherine: Is there something I can help you with?
B: No, I just want people to feel sorry for me!
3. Έχει δυσανεξία στο σιτάρι και στο άμυλο (ή αυτά τα δύο συγγενεύουν κατά κάποιο τρόπο, τέλος πάντων δεν έχω καταλάβει) Τώρα πού ακριβώς χρησιμοποιείται σιτάρι ή άμυλο στη σοκολάτα δε ξέρω. Πάντως κάθε φορά που παθαίνουμε λιγούρα για cadbury’s giant chocolate buttons πάω σουπερμάρκετ (ενώ άμα ήμασταν στην Αθήνα θα πήγαινα στο ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ) και αγοράζω τέσσερα σακουλάκια buttons (για τη Sarah, την Katherine, για μένα και για τον Αντ1) και δύο μπανάνες για τη Bethan.
4. Όταν θέλησε να ξεφορτωθεί τα μπαχαρικά από τα ράφια της και τη Nutella από το ψυγείο γιατί πιάνανε λέει χώρο και την εκνευρίζανε, άδειασε το περιεχόμενο των βαζακίων στη λεκάνη της τουαλέτας. Φυσικά, η Nutella σκάλωσε και δεν έφευγε και φυσικά σήμερα, τρεις βδομάδες μετά, η τουαλέτα μυρίζει ακόμα κάρυ ανακατεμένο με κανέλλα και-δε-ξέ-ρω-και-γω-τι άλλο αποφάσισε να στείλει πακέτο στον Ατλαντικό.

Πού είναι όμως το catch: το άτομο αυτό είναι μακράν η καλύτερη project manager του γραφείου, για να μη πω όλων των εποχών. Άμα η B μανατζάριζε τη Leehman Brothers, δε θα είχε γίνει η σφαγή του Δράμαλη. Αποκλείεται.


Γι’ αυτό όταν βλέπω κάτι τέτοια παθαίνω υδροστατική εμπλοκή και δε ξέρω τι να κάνω. Ο Αντ1 γελάει και μου λεει ότι ‘Η B έχει σφεντόνα ρε παιδί μου, μη το ψάχνεις’ – άλλος από ‘κει.

Προς το παρόν θυμήθηκα κι άλλες επικές ατάκες γραφείου.
Katherine: My brain has deserted me!
(Η Katherine μία μέρα πριν το deadline του περιοδικού.)

Katherine: I can’t think! I can’t even talk about not being able to think!
(Η Katherine ανήμερα του deadline.)

Αντ1: I’m wasting ink on the computer, and for what?
(Αντ1 προσπαθεί πείσει ότι δε χρειάζεται καινούρια σύνδεση, του αρέσει η ήδη υπάρχουσα.)

Εγώ: I’m sure yours are adorable!
(Εγώ μόλις έχω ξεφουρνίσει ότι αντιπαθώ τα παιδάκια στον Αντ1 που έχει δίδυμα 20 μηνών και στη Sarah που είναι έγκυος και προσπαθώ να μαζέψω τα ασυμμάζευτα.)

Αντ1: Panda, are you busy?
Εγώ: Yes…
Αντ1: You’re busy doing what?
Εγώ: Stripping for Sarah.
Αντ1: … At least I hope she pays you well!
(Νννννναι. Stripping είναι η διαδικασία που κάνουμε όταν ‘γδύνουμε’ τα PDF σε Word. Και κατά βάση αυτό που θα έπρεπε να είχα πει είναι ‘Stripping PDF documents’ ή οτιδήποτε τελοσπάντων.)

Αντ1: If I stop breathing in and breathing out, may I die?
(Αντ1 έχει βάλει σε αναμονή ηλίθια τύπισσα που δουλεύει σε τράπεζα και του κάνει βλακώδεις ερωτήσεις. Την έβαλε σε αναμονή, μας πέταξε την ατάκα, κλάσαμε στο γέλιο, την έβγαλε από την αναμονή και συνέχισε την κουβέντα σοβαρότατος διευθυντής.)

Katherine: Ant1, can I have your opinion for something please?
Αντ1: Will I get it back?
(Καλαμπουράκι να γίνεται.)

Αντ1: B, what happened with the B2C project?
B: Elizabeth is a boy!
Καλά, μιλάμε πέσαμε κάτω και κυλιόμασταν. Η Elizabeth είναι το ένα από τα δύο κουνέλια της αδελφής της B και φυσικά δεν έχει καμμιά δουλειά στο B2C project, που έχει να κάνει με τον ετήσιο απολογισμό.
Δε ξέρω αν με καταλαβαίνεις. Ετήσιος απολογισμός και κουνέλια. Καμμία επαφή.

ΜΟΥ ΤΗ ΣΠΑΝΕ ΤΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΣΤΥΛΟ!
ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΣΤΥΛΟ!
Δηλαδή έλεος! Δε μπορώ να σου πω τώρα για τα πράσινα στυλό γιατί θα τσαντιστώ πάλι. Απλά δέξου το παράπονό μου ρε παιδί μου!

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Δε θέλω να κάνω τίποτα ρε παιδί μου, πώς το λένε;
Δεν έχω όρεξη, μεγάλε. Τέλος.

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009

Banana splash

Το Σάββατο είχαμε πάει να βάψουμε το διάδρομο στο σπίτι του Αντ1. Ακούγεται σαν καταναγκαστική εργασία έτσι όπως το λέω, αλλά πραγματικά δεν είναι. Πριν μερικές βδομάδες ξαπόστειλε όλη την οικογένεια στα πεθερικά στη Γαλλία για να κάνει μερεμέτια στο σπίτι με την ησυχία του. Ένα από τα μερεμέτια αυτά συνίστατο στο να βάψει το διάδρομο του κάτω πατώματος που (συμπτωματικά, όχι επίτηδες) συνεχίζεται και στο πάνω πάτωμα. Όταν το ανέφερε λοιπόν κάποια στιγμή στο γραφείο (ότι σκοπεύει να τον βάψει) πάθαμε μια άνευ προηγουμένου κρίση ενθουσιασμού και προσφερθήκαμε και οι τέσσερις μαζί (δεν είχαν σκάσει οι καινούριοι ακόμα) να βοηθήσουμε. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν ξέρω ποιες ανεκδιήγητες χημικές ενώσεις είπαν στον εγκέφαλό μου ότι είναι καταπληκτική ιδέα να περάσω το Σάββατό μου βάφοντας το διάδρομο του διευθυντή. Αλλά δεν πρόλαβα εκείνη τη στιγμή να σκεφτώ τίποτα τέτοιο, καθώς αρχίσαμε σαν τρελλές να ψάχνουμε το καταλληλότερο χρώμα για το διάδρομο (στις αποχρώσεις του κίτρινου, φυσικά, όπως είχε υποδείξει η σύζυγος). Καταλήξαμε ότι λατρεύουμε το χρωματάκι ονόματι banana splash και αρχίσαμε να ανησυχούμε για το υλικό από το οποίο θα είναι κατασκευασμένα τα πινέλα και τα ρολλά που θα χρησιμοποιήσουμε, τι ταινία να πάρουμε για να καλύψουμε τα σοβατεπί (τα σοβατεπιά, ίσως; τι σκατά ρίζα έχει αυτή η λέξη;) και τους διακόπτες ώστε να μη φύγει και το χρώμα μαζί όταν την ξεκολλήσουμε, αν είναι καλύτερα τα πλαστικά ή τα υφασμάτινα καλύμματα για το πάτωμα και τις σκάλες, και άλλα τέτοια παρανοϊκά. Μετά από 45 λεπτά σύσκεψης παραδώσαμε στον Αντ1 τη λίστα με τα χρειαζούμενα. Είμαι σίγουρη ότι το είχε ήδη μετανιώσει και θα προτιμούσε ίσως να φέρει κανονικό συνεργείο ή ακόμα και να κατεδαφίσει το διάδρομο προκειμένου να μη χρειαστεί να τον βάψουμε εμείς.

Σε κάθε περίπτωση σκάσαμε χαρωπό παρεάκι με φόρμες εργασίας Σάββατο πρωί πρωί (10 η ώρα – δηλαδή εξωφρενικά πρωί). Καλύψαμε περίπου 47000 τετραγωνικά με χαρτοταινία για να μη πέσει μπογιά και 50000 τετραγωνικά με καραβόπανο για να μη πέσει μπογιά στη μοκέτα. Κάποια στιγμή πρέπει οπωσδήποτε να πω δυο λόγια για τη συνήθεια των Άγγλων να καλύπτουν κάθε εκατοστό των κατοικιών τους με μοκέτα. Όχι. Όχι να καλύπτουν. Τη μανία τους τελοσπάντων να κολλάνε μοκέτα σε κάθε νανόμετρο πατώματος με τόσο ισχυρή κόλλα που, άμα την βάζανε στο ταβάνι, θα μπορούσε κανείς να έχει 48 αφρικανικούς ελέφαντες και 32 αρκούδια Πάντα να κρέμονται ανάποδα από το ταβάνι του σπιτιού του. Ή και διαστημόπλοια ακόμα. Τέλοσπαντων.

Όσο λοιπόν εμείς κάναμε το σπίτι μούμια, ανοίγαμε εν μέσω χειροκροτημάτων ( for fuck’s sake) τον κουβά με τη μπογιά και παρακολουθούσα(με) την Katherine να ενθουσιάζεται με την επικείμενη δουλειά με γεωμετρική πρόοδο, ο Αντ1 ήταν στον κήπο και έστρωνε χώμα με σκοπό να στρώσει carpet loan πάνω από το χώμα. Και ναι το ξέρω. Το ξέρω ότι η λέξη δεν είναι carpet loan, είναι turf. Το ξέρω. Το έχουμε πει 100 φορές. Αλλά έχω αποφασίσει να το αγνοήσω κι όσο γρηγορότερα το πάρετε απόφαση τόσο το καλύτερο. Ε, και μετά βάψαμε το διάδρομο μπανανί. Και μετά έγινα σα σίγμα τελικό προκειμένου να χωθώ πίσω και κάτω από την εσωτερική σκάλα και να κάνω τις λεπτομέρειες. Κι εκεί που ήμουνα σίγμα τελικό και κοροϊδεύαμε ασύστολα τη Bethan που αποφάσισε να αγοράσει κουνέλια για κατοικίδια κι έχουμε λιώσει στο γέλιο, ήρθε ο Αντ1 να δει τι κάνουμε. Και είδε τα εξής: μία οκλαδόν στο πάτωμα να βάφει τα πορτάκια του ξύλινου ντουλαπακίου της εισόδου (αφού το ξεβίδωσε από τον τοίχο), μία με το ένα πόδι στη σκάλα την κανονική και το άλλο στη σκάλα τη μεταλλική να προσπαθεί να φτάσει τις ψηλές γωνίες, ένα σίγμα τελικό και άλλη μία οκλαδόν στο πάτωμα λόγω μεσημεριανής ναυτίας (και μετά σου λέει κάντε παιδιά – αμέ πώς!). Οπότε πατάει ένα pause, μας κοιτάει, κοιτάει και το διάδρομο που τον ξεπετάξαμε πρώτο χέρι σε μία ώρα και είκοσι λεπτά, λέει “You guys, it’s yellow!” (γιατί, είπαμε ποτέ εμείς ότι θα τον βάψουμε τυρκουάζ; Επίσης μάλλον θα έπρεπε να είχα πει εδώ και ώρα ότι πριν αριβάρουμε εμείς, ο διάδρομος είχε το ροζ του πεθαμένου – από καιρό – σολομού) και μετά γυρίζει σε μένα, με κοιτάει που έχω γίνει σαν ελατήριο και μου λέει στα ελληνικά – για πρώτη φορά στα χρονικά, όταν είναι μπροστά άλλοι δε μιλάμε ποτέ ελληνικά – καλά ρε, τι κάνεις εκεί κάτω; και του λέω καλά, εσείς; και κάνει μεταβολή και φεύγει γελώντας μόνος του. Μετά κάναμε διάλειμμα για φαΐ και μετά για καφέ και μετά ξεκινήσαμε να περάσουμε το δεύτερο χέρι και μετά τελείωσε η μπογιά και πήγε η Katherine να φέρει και έκανε 100 ώρες να γυρίσει και βαρέθηκα σε τέτοιο βαθμό που πήγα στον κήπο να ρωτήσω τον Αντ1 άμα θέλει βοήθεια με το carpet loan. Το θέαμα ήτο το εξής: τα κίτρινα μποτάκια του πυροσβέστη – κλασσικά – το T-shirt μου με το κογιότ να πέφτει από το γκρεμό κρατώντας το ταμπελάκι που γράφει “HELP!”, φόρμα και μαλλί πιασμένο αλογοουρά με ωραιότατες banana splash ανταύγειες. Δεν υπήρχε περίπτωση να μου εμπιστευτεί ούτε καρφίτσα – πόσο μάλλον το carpet loan. Και λόγω της περιβολής μου, αλλά κυρίως λόγω του ότι δεν έχει αποφασίσει ακόμα αν μπορεί να με εμπιστεύεται. Το βλέπω στο ύφος του όταν μου μιλάει, προσπαθεί να με ζυγίσει. Άμα μπορούσε να ανοίξει το κεφάλι μου να δει τι σκέφτομαι, θα το είχε κάνει αδιαμφισβήτητα. Ανησυχεί ότι κάποια στιγμή θα εξαφανιστώ δια παντός, ή θα κάνω καμμιά τρελλή πατάτα με κανένα πελάτη ή θα στείλω καμμιά άκυρη πληρωμή. Είναι το βυσσινομαυρομόβ μαλλί μάλλον. Και τα κίτρινα Dr Martins’ που λέγαμε. Σε κάθε περίπτωση, δεν έχει αποφασίσει αν μπορεί να με εμπιστεύεται. Παρ’ όλ’ αυτά με άφησε να τον βοηθήσω και σε δύο ώρες είχαμε γρασίδι σε όλο τον κήπο. Επίσης είχαμε γρασίδι στα χέρια, τις μύτες, τα παπούτσια, τα μαλλιά και τα ρούχα μας. Το βασικό είναι ότι είχε και ο κήπος. Επίσης εκτός από απατεώνα τώρα με αποκαλεί και Μαζεστίξ. Φοβάμαι λέει ότι θα μου πέσει ο ουρανός στο κεφάλι. Φοβάμαι εγώ ότι θα μου πέσει ο ουρανός στο κεφάλι; Ρωτάω. Όχι τον Αντ1, γενικώς. Οι Έλληνες του εξωτερικού έχουν προβλήματα. Οπωσδήποτε.

Και μετά κατασκηνώσαμε στους καναπέδες του σαλονιού να δούμε x-factor.
Και μετά πήγα σπίτι και ξεράθηκα στον ύπνο.
Και 10 η ώρα το πρωί της Κυριακής με παίρνει τηλέφωνο.
Και λέω ωχ αμάν κάναμε μαλακία διαγαλαξιακή, αρχίσανε να πέφτουνε οι τοίχοι.
Και μου λέει καλημέρα.
Και του λέω καλημέρα κι εγώ χεσμένη.
Και μου λέει ξύπνησες;
Και λέω ακόμα το παλεύω.
Και μου λέει καλά, να σου πω, δεν έρχεστε για μεσημεριανό;
Και λέω ε;
Και μου λέει μεσημεριανό ρε απατεώνα.
Και λέω αλήθεια;
Και μου λέει ναι, πάρε την Katherine και τη Bethan κι ελάτε.
Και λέω …
Και μου λέει κοιμάσαι ρε;
Και λέω όχι κύριε.
Και λέει χαχαχα καλά, έχω βάλει το kettle να βράζει και σας περιμένω.
Και πήγαμε.
Και είχε φτιάξει αρνάκι στο φούρνο το άτομο.
Και σπανακόπιτα.
Και μπακλαβά.
Κόλαση έγινε.

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Απραξίας μέρος πρώτο

Μερικές φορές όλα φαίνονται πάρα πολύ κοντινά και πάρα πολύ μακρινά. Μερικές φορές όλα είναι πολύ ξεκάθαρα κι άλλες φορές τόσο μπερδεμένα. Προσπαθώ να βάλω τα πάντα σε τάξη κι όταν νιώθω ότι τα καταφέρνω νιώθω ότι ανοίγουν ξαφνικά πόρτες και ορμάει μέσα η καταιγίδα και τα σαρώνει όλα. Και μένω μες τη μέση του δωματίου και τρέμω. Περιμένω να περάσει, κάποτε. Περιμένω να περάσει και να τα ξαναμαζέψω όλα. Και πάλι. Και ξανά. Και δε σταματάω. Και δεν παραιτούμαι. Και πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα κλειδώσω όλες τις πόρτες και θα κλείσω έξω την καταιγίδα. Αλλά αυτό είναι παράλογο. Δε μπορείς να αποστειρωθείς στο δωμάτιο και να ξεχάσεις την καταιγίδα. Τη χρειάζεσαι. Είναι κομμάτι αυτού του κόσμου. Έρχεται για να σου θυμίσει ότι είσαι εφήμερος και θραυστός, αλλά αυτό δεν είναι κακό. Δεν είναι καταστροφικό. Είναι φυσικό. Είναι απαραίτητο για να σε ξεκολλήσει από την αδράνεια. Νιώθεις το νερό και τον αέρα και το κρύο στο δέρμα σου και ξέρεις ότι είσαι ζωντανός. Δε γίνεται χωρίς την καταιγίδα. Τι θα ήταν μια συνεχόμενη άνοιξη, ή μια συνεχόμενη καταιγίδα; Μονοτονία. Απραγία.

Δεν ξέρω.

Το κενό είναι περίεργο πράγμα.
Όταν νιώθεις το κενό είναι ακόμα πιο περίεργο.
Το νιώθεις να μεγαλώνει και να στροβιλίζεται μέσα σου, και μετά το κενό γίνεται δίνη και αρχίζει να ρουφάει τα πάντα.
Στην αρχή ρουφάει μικροπράγματα που ξεχνάς μέσα στη μέρα και αναρωτιέσαι πώς συνέβη αυτό.
Κλειδιά, ομπρέλα, μεσημεριανό, χαρτιά που έπρεπε οπωσδήποτε να πάρεις μαζί σου και διάφορα άλλα τέτοια.
Μετά το κενό μεγαλώνει κι άλλο.
Και αρχίζεις να ξεχνάς προθεσμίες, γενέθλια, δουλειές που έπρεπε να κάνεις. Αναρωτιέσαι πώς διάολο συνέβη και αυτό και ξαφνικά αρχίζεις να καταγράφεις και να σημειώνεις τα πάντα για να μη ξαναξεχάσεις τίποτα.
Και μετά το κενό γίνεται στρόβιλος, δίνη.
Και αρχίζεις να ξεχνάς και ανθρώπους και καταστάσεις και γεγονότα.
Όχι με την έννοια ότι δε τους θυμάσαι πια, αλλά με την έννοια ότι όσα σου έχουν συμβεί νομίζεις ότι έχουν συμβεί αιώνες πριν, και οι άνθρωποι είναι έτη φωτός μακριά και ότι δεν υπάρχει πια τίποτα στον κόσμο παρά μια τελετουργία καθημερινή που την τηρείς με ευλάβεια γιατί νομίζεις ξαφνικά ότι από όλο τον κόσμο το μόνο πράγμα που έχει μείνει όρθιο είναι αυτή ακριβώς η τελετουργία.
Και το πιο περίεργο απ’ όλα.
Από ένα σημείο και μετά παύεις να προσπαθείς να ελέγξεις τα πάντα.
Παύεις να πανικοβάλλεσαι από την ύπαρξη του κενού και απλώς το κουβαλάς παντού μαζί σου αλλά δε σε βαραίνει πια.
Κάποια στιγμή όλα γίνονται εύκολα, γιατί πλέον έχεις αποστασιοποιηθεί από τα μεγάλα και σημαντικά και ασχολείσαι με μικρές αηδιούλες.
Ψαράκια στο ποτάμι.
Κόκκινα αυτοκίνητα το πρωί στην εθνική.
Χρώματα στο ηλιοβασίλεμα.
Στάλες που έχουν σταθεί πάνω στους ιστούς και λαμποκοπάνε στο πρωινό φως.

Σήμερα το πρωί ξύπνησα τέσσερα ολόκληρα λεπτά πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι γιατί το αναπληρωματικό μαξιλάρι νούμερο 2 που μοναδική του δουλειά είναι να υπάρχει ανάμεσα σε μένα και τον τοίχο (και το οποίο είχα πετάξει στον τοίχο λίγο ατσούμπαλα πριν κοιμηθώ) αποφάσισε να πέσει στη μούρη μου μετά από 6 ώρες και 45 λεπτά πλήρους ακινησίας.
Εξεπλάγην, η αλήθεια είναι.

Επίσης το πλύσιμο των πιάτων.
Το πλύσιμο των πιάτων είναι κι αυτό περίεργη διαδικασία.
Στριφογυρνάω στην κουζίνα, μαζεύω ύπουλα κρυμμένα πιάτα και κούπες από διάφορα κουλά μέρη του σπιτιού (γιατί η Μυρσίνη από μόνη της δημιουργεί ακαταστασία για πέντε).
Και μετά δεν ξέρω τι γίνεται, μάλλον το ζεστό νερό που τρέχει στα χέρια μου δημιουργεί κάποιου είδους χαύνωση στον εγκέφαλό μου και τα κατσαρολικά απλώς πλένονται.
Θα μπορούσα να ορκιστώ ότι δεν τα έπλυνα εγώ, απλούστατα γιατί δε θυμάμαι τίποτα από την όλη διαδικασία.
Αισθάνομαι ξαφνικά φοβερά ικανοποιημένη με το άτομό μου και απολύτως ικανή να κάνω όλες τις δουλειές του σπιτιού.
Και μάλιστα αδιαμαρτύρητα.
Το συναίσθημα αυτό διαρκεί περίπου τρία πικοσεκόντ και μετά εξαφανίζεται.
Μέχρι το επόμενο απόγευμα, όπου γυρνάω σπίτι και διαπιστώνω ότι η μαζεμένη κουζίνα που άφησα χτες έχει γίνει πάλι μπάχαλο.
Πώς γίνεται σε μια μέρα να χρησιμοποιεί ένα άτομο τουλάχιστον 3 κατσαρόλες, τρίφτη, τηγάνι, σουρωτήρι, χτυπητήρι για τα αυγά, τσαγιέρα, καφετιέρα, 5 κούπες, πιάτα βαθιά και ρηχά, μπολάκια και μαχαίρι του ψαριού πραγματικά δεν καταλαβαίνω.
Οπότε ξαναμαζεύω.
Και ξαναγίνεται μπάχαλο.
Και ξαναμαζεύω.

Ντάξει, δεν είμαι ο πιο τακτικός άνθρωπος του κόσμου, σε καμμία περίπτωση.
Ωστόσο θα μου άρεσε να μην ακροβατώ ανάμεσα σε χιλιάδες άχρηστα και χρήσιμα παραφερνάλια που απλώς πιάνουν χώρο.
Το καλώδιο ethernet που δε δουλεύει, ας πούμε.
Τι θα το κάνεις;
Γιατί το κρατάς;
Εκατοντάδες πλαστικά καπάκια μέσα σε μια κανάτα.
Πλαστικά λουλούδια.
148 πετσέτες κουζίνας.
Σκεπαστήρι για τα πιάτα με ανάγλυφα κίτρινα και γαλάζια και ροζ λουλούδια. Απαράδεκτο.
94 φλυτζάνια, όλα διαφορετικά μεταξύ τους.
Πλαστικά καλύμματα γιαουρτιού και λοιπών σαλτσοειδών.
Λαμπατέρ.
Και δεν εννοώ λάμπα, εννοώ μόνο το σκουφάκι της λάμπας.
Ταξιδιωτικοί οδηγοί για τα ελληνικά νησιά εκδοθείς το 1979.
Κασέτες.
Κασέτες;
Υπάρχει μια κουβέρτα κρεμασμένη στην κουπαστή της σκάλας από την 9η Αυγούστου 2009.
Εγώ δηλαδή μετακόμισα τότε και τη βρήκα εκεί.
Μπορεί απλώς να υπάρχει από πάντα. (ποια καλέ; αυτά τα γλυκούλικα αρκουδάκια;)

Επίσης η Μυρσίνη έχει τρεις γάτες. Μου αρέσουνε οι γάτες που είναι αυτόνομες και τα σχετικά, αλλά αποφάσισα ότι είμαι σαφώς φαν των σκυλιών. Σαφώς. Έχω μεγαλώσει με διαφόρων ειδών ζώα και πιστεύω ότι μου αρέσουν όλα – αλλά πιο πολύ τα σκυλιά. Εννοώ, δες τις γάτες της Μυρσίνης. Όλη μέρα μασουλάνε ή γκρινιάζουν επειδή θέλουν να μασουλήσουν, κάνουν κουτρουβάλες άνευ λόγου και αιτίας και κοιμούνται μέσα στο καλάθι με τα άπλυτα. Αυτό πάλι πώς σου φάνηκε;
Βέβαια. Δε μας αρέσουν οι γάτες. Είμαστε άνθρωποι των σκυλιών. Το αποφασίσαμε.

Οι καινούριοι του γραφείου που με ψήνουνε να συγκατοικήσουμε είναι φαν των γάτων. Η κοπελιά ειδικά φοβάται οποιοδήποτε σκυλί είναι μεγαλύτερο από γάτα. Ο τυπάς πάει κι έρχεται. Είμαι στο τσακ να αγοράσω ένα ογκώδες μαλλιαρό σκύλο, ώστε να το σκεφτούν πολύ περισσότερο. Απλά σκέφτομαι τι θα κάνει το ζωντανό μόνο του τις άπειρες ώρες που δουλεύω. Αλλά ένας μεγάλος σκύλος είναι πολύ ψηλά στη wishlist μου αυτό τον καιρό.

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

Ανώμαλη προσγείωση

Η ζωή παίζει τόσο περίεργα παιχνίδια. Αγωνίζεσαι να στήσεις κάτι όρθιο, οτιδήποτε, και μόλις το στήσεις όρθιο και γυρίσεις να το καμαρώσεις, αντιλαμβάνεσαι ότι κάτι άλλο έχει γίνει θρύψαλα. Δεν καταλαβαίνω. Δεν ξέρω ακόμα αν με πληγώνει. Μου ήρθε τόσο ξαφνικά…δεν ξέρω τι να σκεφτώ, δεν ξέρω ποια είναι η σωστή τακτική να αντιμετωπίσει κανείς κάτι τέτοιο.
Δε θέλω να το αντιμετωπίσω. Θέλω να ξεχάσω ό,τι άκουσα. Θέλω να μη συνέβη ποτέ. Δεν ξέρω αν σε θέλω ακόμα…δεν ξέρω γιατί από όλους τους ανθρώπους του κόσμου έπρεπε να είσαι εσύ. Δε θέλω να σκεφτώ τίποτα. Γύρισα πίσω για να σταματήσω να σκέφτομαι. Και να που έφαγα τη βόμβα στη μάπα πριν καλά καλά προσγειωθώ.

Νιώθω ότι δεν ανήκω πουθενά, σε κανένα σπίτι, σε καμμία χώρα, σε καμμία γη. Ποτέ δεν ξανάνιωσα τόσο πολύ την ανάγκη να μάθω τι θα συμβεί στο μέλλον. Ποτέ δε με φόβισε τόσο πολύ το μέλλον όσο τώρα.

Ξέρω τώρα ότι η πόρτα γι’ αυτό που κάποτε θέλησα τόσο έκλεισε για τα καλά. Δεν ήμουν ποτέ σίγουρη ότι θα πραγματοποιηθεί, αλλά ανακουφιζόμουν στη σκέψη ότι ίσως κάποια μέρα θα γινόταν αληθινό. Τώρα το βλέπω να φεύγει και να ξεθωριάζει στον ορίζοντα του νου. Φωνάζω, ουρλιάζω, τρέχω να το προλάβω, η καρδιά μου χτυπά δυνατά και η ανάσα μου κόβεται από το λαχάνιασμα. Αλλά δε το φτάνω. Δε μπορώ πια να το φτάσω. Δε μπορώ να το αγγίξω.

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

Lock me!

Σήμερα βαριέμαι ανελέητα. Στα εισερχόμενά μου επικρατεί αισχρός συνωστισμός. Οι πληρωμές ξεκουράζονται χαλαρά πάνω στο γραφείο μου – δε τις έχω αγγίξει. Ο φάκελος με τη δουλειά που πρέπει να ελέγξω και να παραδώσω στοιχειώνει το desktop μου εδώ και μέρες. Η Helena Bonham-Carter ως Queen of hearts στο καινούριο Alice’s Adventures in Wonderland με κοιτάει βλοσυρά και surround (και από τις 2 οθόνες μου δηλαδή). Προφανώς όλοι εδώ μέσα θεωρούν ότι είναι εξαιρετικά τρομακτική και είναι πολύ παράξενο που την έχω wallpaper. Αδαείς. Η τύπισσα είναι ένας από τους πιο γαμάτους χαρακτήρες στην ιστορία της βιβλιογραφίας. Ναι, ναι, μετά την Marquise de Merteuil, φυσικά.

Σε κάθε περίπτωση, έρχεται μια στιγμή που απλώς αποφασίζεις ότι δε θα κάνεις τίποτα παραγωγικό για το υπόλοιπο της ημέρας.

Έτσι κι εγώ αποφάσισα να μην κάνω τίποτα σήμερα. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι θα πνιγώ στη δουλειά αύριο. Αλλά αυτό ας μη το σκεφτούμε σήμερα. Σήμερα, που έχει 8 βαθμούς και ήλιο. Πράγμα που είναι σχετικά εξαιρετικό, αν σκεφτείς ότι την τελευταία βδομάδα κολλητάρι μου ήταν η τεράστια μπλε 789780623 τετραγωνικά (πώς λέμε τετραγωνικά για κάτι που είναι κυκλικό;) ομπρέλα μου.

Έχουμε τρεις καινούριους στο γραφείο. Οι δύο από τους τρεις καινούριους προσπαθούν να με ψήσουν να μετακομίσουμε σ’ ένα διαμέρισμα και οι τρεις μαζί. Αλλά εγώ βασικά περνάω περίοδο καραμπινάτου μισανθρωπισμού. Γυρνάω σπίτι και παίζω με τις γάτες και μαγειρεύω μανιωδώς με τις ώρες και διαβάζω και χαζεύω στο νετ και ανταλάσσω συγκεκριμένες κουβέντες με τη σπιτονοικοκυρά μου, η οποία έχει πάρει πρέφα ότι μπορεί κάποια στιγμή να σαλτάρω και να δέσω στην καμινάδα εκατό χιλιάδες μπαλόνια όπως ο παππούλης στο Up και να την κάνω, και με αφήνει στην ησυχία μου. Αλλά αυτοί οι δύο μιλάνε και μοιράζονται πράγματα και κάνουν πράγματα μαζί και είναι συμπαθέστατοι και χαμογελαστοί και αναπνέουν και με εκνευρίζουν σφόδρα. Προς το παρόν τους dodgάρω. Επειδή όμως ενδέχεται να ξυπνήσω αύριο το πρωί και να τους λατρέψω και να μετακομίσουμε όλοι μαζί ευτυχισμένη οικογένεια και να τους μαγειρεύω λαχανοντολμάδες, βρίσκομαι γενικώς σε σύγχυση.

Τα πρωινά πάω με τα πόδια στη δουλειά και περνάω την πεζογέφυρα πάνω από τον αυτοκινητόδρομο. Είναι φοβερό να περνάνε σφαίρα τα αυτοκίνητα προς αμφότερες τις κατευθύνσεις κι εσύ να είσαι από πάνω. Απλώς λέω.

Το σαββατοκύριακο είχα πάει Λονδίνο στον Ανδρέα. Όπως συνήθως. Το Λονδίνο το αγαπώ, όπως ενδεχομένως έχω ήδη πει. Το αγαπώ πρώτον γιατί είναι ένα φοβερό patchwork από ανθρώπους και μέρη και γενικώς έχει μια εκπληκτική ανομοιογένεια με την πολύ καλή έννοια, την οποία δεν έχω βρει σε καμμία άλλη πόλη. Κυκλοφορούν φρικιά και μεταλλάδες με μοϊκάνες και γιάπηδες και χίπηδες και οικολόγοι πράσινοι και νεράιδες και μελλοντικές νύφες με λαγουδένια αυτιά και τουρίστες και ξέκωλα και γκέι και παππούδες και πιτσιρικαρία και ασιάτες και όλοι γενικώς. Επίσης έχει φούξια λιμουζίνες και μαύρες λιμουζίνες με φλόγες στο καπώ.

Επιπλέον το αγαπώ γιατί μπορείς να βρεις ο,τι σου κατέβει στο κεφάλι οποιαδήποτε ώρα σου έρθει. Και έχει και διώροφα λεωφορεία. Πραγματικά. Εννοώ, τα βλέπεις στις ταινίες και στις καρτ-ποστάλ, αλλά δεν πιστεύεις ότι υπάρχουν στην πραγματικότητα. Εγώ δηλαδή. Δεν πίστευα ότι υπάρχουν στην πραγματικότητα. Επιπροσθέτως, το Λονδίνο έχει το Camden, που είναι από τις πιο γαμάτες γειτονιές του κόσμου και τα Ben’s Cookies στο Covent Garden, που απλώς θες να κάνεις παιδιά με όποιον τελοσπάντων τα φτιάχνει.

Αλλά το πιο εξαιρετικό πράγμα στο Λονδίνο είναι οι κλειδαριές. Κάθε είδους. Στις κανονικές πόρτες και στις μπαλκονόπορτες, στα παράθυρα, στους φεγγίτες, στις τουαλέτες των μαγαζιών. Είναι όλες διαφορετικές και, εκτός του ότι μπορεί να χρειαστείς πολλή ώρα μέχρι να βρεις το κόλπο, είναι εκπληκτικό το ότι κάποιος κάποτε έκατσε και σκέφτηκε και αποφάσισε ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να κλειδώσει κανείς μια πόρτα. Και αυτός ο κάποιος δεν ήταν ένας. Ήταν πολλοί. Γιατί, όπως είπα, όλες οι κλειδαριές είναι διαφορετικές. Μια ζωή εκνευρίζομαι με τις κλειδαριές, όπως και με όλα τα πράγματα που είναι φασιστικά φτιαγμένα για δεξιόχειρες – ψαλίδια, κουμπιά, φερμουάρ, ποντίκια υπολογιστών, λεβιέδες ταχυτήτων, σιδερώστρες – αλλά στο Λονδίνο είναι ξεκαρδιστικό. Πρέπει να βρούμε κάποιον να γράψει βιβλίο γι’ αυτό.

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

Nothingness

Πώς έφτασα σπίτι απόψε, δεν ξέρω. Κάποια στιγμή χάθηκα, βρέθηκα σ’ ένα δρόμο που δεν ήξερα, και κάτι σκυλιά κυνηγούσαν το αυτοκίνητο. Οδήγησα; Μάλλον…αλλά από πού; Και πού πήγαινα; Τι είχα σκοπό να κάνω; Έκανα βόλτες με το αυτοκίνητο μάλλον. Τίποτα. Δε συμβαίνει τίποτα που να με αφορά…δεν υπάρχει τίποτα. Κενό. Μόνο αυτό. Πώς να ζήσεις με αυτό; Τι θα γίνει; Δε θέλω τίποτα. Θέλω μόνο να ξαπλώσω και να ηρεμήσω. Και να μην κουνηθώ ξανά ποτέ. Για κανένα λόγο. Τίποτα δεν έχει νόημα. Βαράω τις γροθιές μου σ’ έναν τοίχο άθραυστο. Στο τίποτα. Χωρίς σκοπό. Νομίζω ότι παλεύω. Δεν παλεύω όμως. Δεν υπάρχει τίποτα για να παλέψω. Τίποτα. Κανείς δεν είναι εδώ. Τίποτα δεν υπάρχει. Τίποτα δεν αξίζει να παλέψω. Μάταια ματώνω τις γροθιές μου. Το αίμα ρέει άσκοπα. Όπως πάντα. Δε μπορούσα να δω. Δεν ήθελα να δω. Νόμιζα ότι όλα γίνονται για κάτι. Νόμιζα ότι κάτι υπάρχει εκεί έξω. Κάτι μεγαλύτερο από μένα, ένας απώτερος σκοπός, ένα νόημα. Δεν υπάρχει τίποτα. Τίποτα. Δεν ξέρω γιατί είμαι ακόμα ζωντανή. Αγγίζω το δέρμα μου και νιώθω ένα μούδιασμα μόνο. Τίποτε άλλο. Λες και δεν είναι τα δικά μου δάχτυλα. Λες και βλέπω όλο τον κόσμο πίσω από μία μεμβράνη. Όπως τότε… Κανείς δεν είναι όπως πιστεύουμε. Κανένα δεν ξέρουμε τόσο καλά όσο νομίζουμε. Τίποτα δε μπορεί να γίνει όπως πριν. Κι εγώ θέλω τόσο πολύ να γίνουν όλα όπως πριν…τότε που νόμιζα ότι όλα γίνονται για κάποιο λόγο…τότε που νόμιζα ότι κανείς δεν είναι πραγματικά κακός…κανείς δεν είναι στ’ αλήθεια σκληρός κι εκδικητικός…έτσι πίστευα…τι βλάκας…τι ανόητη…Πού να σου εξηγώ…δεν αντέχω άλλο…εγώ αγαπάω τόσο τη ζωή…πώς κατάντησα έτσι εγώ; Τίποτα. Ούτε εσύ, ούτε τίποτα. Θολούρα. Θολούρα και κόκκινα μάτια. Και πίκρα. Και φυγή. Και λησμονιά.

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009

Η απάντηση στην ερώτηση

Να πω κάτι εξαρχής. Δε λέω ποτέ αυτό που σκέφτομαι. Ποτέ. Το επιχείρησα κάποιες φορές στο παρελθόν και δε μπορώ να πω ότι μου βγήκε σε καλό. Προφανώς ό,τι σκέφτομαι είναι υπερβολικά σκληρό και ακατέργαστο ή υπερβολικά ροζ και ρομαντικό για να ειπωθεί και άρα κανείς δεν είναι διατεθειμένος να κάτσει να ακούσει. Επομένως τι κάνω; Δημιουργώ αμυντικό μηχανισμό. Ο μηχανισμός αυτός λειτουργεί ως εξής: σκέφτομαι κάτι, ακολουθώ το νήμα της σκέψης μου, περνάω από μία, δύο, πενήντα φάσεις και επιλογές και ενδεχόμενα, και εν τέλει καταλήγω σε μία φράση – ή μια απόφαση, ας πούμε. Η φράση αυτή είναι που ξεστομίζω τελικά και, πλέον, ο μηχανισμός έχει τελειοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, που ο συνομιλητής θα καταλάβει κάτι σχετικά μετριοπαθές και ανώδυνο και, σε κάθε περίπτωση, ένα θλιβερό ανδρείκελο εκείνου που έχω στο μυαλό μου. Σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις άνθρωποι που με ξέρουν καλά ή που ξέρουν ακριβώς το contexte στο οποίο αναφέρομαι αντιλαμβάνονται τι σκέφτομαι. Κι αυτοί οι άνθρωποι είναι ελάχιστοι.

Με σένα δεν πρόκειται να βγάλω άκρη όμως, γιατί δίνεις υπερβολική σημασία και σε ό,τι λέω, και στη διεργασία που έχει προηγηθεί αυτού που λέω. Οπότε λέω να σου πω τι σκέφτομαι, και μετά κάνε ό,τι καταλαβαίνεις.

Μπορώ άνετα να σου πω ότι θα γίνω η καλύτερη που έχεις δει ποτέ. Δεν είναι ψωνισμένη δήλωση, είναι απλώς ότι έχω αρκετή εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, ώστε ξέρω ότι μπορώ να γίνω η καλύτερη. Μπορώ να σου πω ότι αυτό που μου ζητάς να αλλάξω είναι σχετικά πανεύκολο. Μπορώ να σου πω ότι κατά το παρελθόν έχω αλλάξει διάφορα στοιχεία του χαρακτήρα μου για πολύ πιο ασήμαντους λόγους από αυτόν. Αλλά δε θα σου πω τίποτα τέτοιο. Θα καλύψω τη σκέψη μου και τα νώτα μου λέγοντας απλώς ότι θα προσπαθήσω.

Κι επίσης. Δεν έχω υποχρεώσεις, είναι γεγονός. Έχω όμως ανοιχτά μέτωπα που πρέπει να κλείσω. Θα ήθελα πάρα πολύ να σου πω ότι η οικογένεια και η πατρίδα είναι τα σημαντικότερα πράγματα στον κόσμο για μένα. Αλλά δε το πιστεύω και δε θα στο πω.

Κι ακόμα. Το ζητούμενο είναι η ελευθερία. Το ζητούμενο είναι να χτίσω μια ζωή με προτεραιότητες δικές μου και όχι προτεραιότητες που έθεσαν άλλοι.

Δεν ξέρω τι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Το λέω έτσι ωμά και ίσως να ακούγεται λίγο ανεύθυνο, αλλά είναι αλήθεια. Δεν ξέρω. Δε μπορώ να υποσχεθώ ότι θα μείνω εδώ για πάντα. Μπορώ να υποσχεθώ ότι για όσο καιρό μείνω εδώ, θα είμαι εδώ ψυχή τε και σώματι.

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009

Πώς να έλθετε εις γάμου κοινωνίαν στο Ηνωμένο Βασίλειο

Συνταγή:

Αλκοόλ! (η ποσότητα τείνει στο άπειρο)

Κήπος! (ανεξαρτήτως μεγέθους)

Ομπρέλες και στέγαστρα! (γιατί σ’ αυτή τη χώρα δε χρειάζεται να δεις δελτίο καιρού, ξέρεις ότι κάποια στιγμή θα ρίξει καρέκλες)

Καλεσμένοι! (αποφύγετε τους συγγενείς – προτιμήστε φίλους και γείτονες, κυρίως όσους είναι για δέσιμο)

SOS: κάντε ότι περνάει από το χέρι σας προκειμένου να μην έρθουν σε επαφή άτομα που έχουν πλακωθεί στις μπουνιές κατά το παρελθόν – εκτός αν είστε σταρχιδιστής οπότε βάλτε τους να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι και κόφτε και εισιτήρια για το θέαμα

F-o-o-d! Προσοχή-προσοχή, βρίσκεστε στη χώρα όπου ΟΛΟΙ ανεξαιρέτως έχουν αλλεργία σε κάτι, οπότε εφοδιάστε τις κατσαρόλες με ταμπελάκια: περιέχει καρύδια, σόγια, γάλα, άμυλο, γαρίδες, βανίλια Μαδαγασκάρης, τρίχες από τουκάν και μαύρες βούλες από πάντα (και δεν εννοώ εμένα το Πάντα, εννοώ γενικά τα πάντα).

Πυροτεχνήματα (δεν είναι υποχρεωτικά αλλά η ύπαρξή τους αποτελεί επιπρόσθετο bonus)

Μουσική! στην προκειμένη περίπτωση vintage Rolling Stones, Cranberries, Frank Sinatra έτσι για να γουστάρουμε....

Ένας τουλάχιστον σχιζοφρενής φωτογράφος με χρυσό σακάκι και σαρδόνιο γέλιο και σηψαιμική αίσθηση χιούμορ (he always comes in handy!)

Τρεις (τουλάχιστον) αντικειμενικά θεο^$*#%, για να έχουμε κάτι να ασχολούμαστε και να μην αναρωτιόμαστε τι σκατά ήρθαμε να κάνουμε σ’ αυτή τη χώρα.

Ένας (τουλάχιστον) καλεσμένος από το εξωτερικό και όχι μυημένος στα ντόπια έθιμα, έτσι ώστε να μπορέσει να παρατηρήσει το όλο γεγονός αντικειμενικά – και καλά – και μετά να το καταγράψει. Αν καταφέρει να σταθεί στα πόδια του μέχρι το τέλος. Εγώ φίλες και φίλοι, αγαπητοί τηλεθεατές από Ελλάδα και Κύπρο, δεν τα κατάφερα.

Ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που πιστεύουν ότι αν φύγουν από την Αθήνα με οποιοδήποτε προορισμό εκτός του εξωτερικού, θα πέσουν από την άκρη της Γης στο τίποτα. Το πιστεύω και δε ντρέπομαι να το δηλώσω. Γουστάρω Αθήνα και φασαρία και πανικό και γαμωσταυρίδια στις 7 το πρωί που έχεις πήξει στην Εθνική και μπόχα και κόρνες και Ιάπωνες τουρίστες με καλτσούλα και πεδιλάκι και ζέστη στο μετρό και σαρδέλα στα λεωφορεία (αν και οδηγώ πλέον και δε το εξασκώ το άθλημα) και πατείς με πατώ σε στους Διόσκουρους Πάνω και όλα τα θέατρα και το Αν και το Gagarin και το Louis Vuitton της Βουκουρεστίου. Γουστάρω καφέ στη Μεγάλη Βρετανία και Hoxton και Booze και Σερμπέτια και έκφραση αηδίας από τον περιπτερά επειδή πας να πληρώσεις τα Silk Cut με πενηντάευρο. Γουστάρω να ανεβοκατεβαίνω την Ιπποκράτους και τη Χαριλάου Τρικούπη μέχρι να ξοδέψω και το τελευταίο μου χαρτονόμισμα σε δεκάποντες γόβες και τα ρέστα Frappuccino. Γουστάρω κίτρινα ταξί. Γουστάρω να με παίρνει η Lion Queen να πάμε για καφέ στο Verde και να καταλήγουμε στο Χαλάνδρι γιατί έχουμε αγανακτήσει από την κίνηση. Δε σκέφτομαι ποτέ να αποσυρθώ στα εξήντα μου σ’ ένα σπιτάκι πάνω σ’ ένα βουνό και να παντρευτώ βοσκούς και να ακούω τη χλόη στα πτερύγια των μελισσοφάγων που κυνηγάνε βίσωνες στους Ωκεανούς. Όχι, δεν έχω πάει ποτέ στη Θεσσαλονίκη και δε σκοπεύω και όχι, δεν ξέρω τι χάνω. Δεν έχω πάει ούτε στο Πήλιο, ούτε στη Μονεμβασιά, ούτε σε καμμία ελληνική πόλη βορειότερα της Χαλκίδας, πλην της Ξάνθης, και δε μπορώ να πω ότι βρήκα το νόημα της ζωής στη Θράκη, σε καμμία περίπτωση.

Δε μπορώ να μη γελάσω όταν ακούω επαρχιώτικη προφορά στην Πανεπιστημίου και ιδίως όταν η εν λόγω προφορά τολμήσει να με ρωτήσει πού είναι η Σκουφά ή η Αγίων Ασωμάτων. Ναι, είμαι μια ψωνισμένη υπερφίαλη πρωτευουσιάνα και δε ντρέπομαι γι’ αυτό, επαναλαμβάνω. Ζήτησα εγώ ποτέ οδηγίες στην Ξάνθη ή στη Μυτιλήνη όταν η Μαρίνα ήταν στο εργαστήριο και καλλιεργούσε σαλμονέλλα; Όχι. Έβγαλα το σκασμό και χάθηκα όπως ήρμοζε. Βεβαίως.

Δεν έχω μείνει ποτέ στην επαρχία πάνω από 8 μέρες, κι αυτό επειδή κάποτε πίστεψα ότι το νόημα της ζωής κυκλοφορεί κάπου στη Σαντορίνη, συν το ότι γίνονταν οι Ολυμπιακοί εκείνη την περίοδο, αλλά φυσικά πλανήθηκα πλάνην οικτράν.

Οι μόνοι σοβαροί λόγοι λοιπόν για τους οποίους έχω εγκαταλείψει το αγαπημένο μου χάος – πλην του εξωτερικού – είναι 1. το Τέλος Του Κόσμου στην Εύβοια, και 2. προσκλήσεις από φίλους που σπούδαζαν στην επαρχία.

Γενικά δεν ξέρω πολύ κόσμο από επαρχία. Όλοι μου οι γνωστοί – από τη σχολή, από το θέατρο, από τα ισπανικά, από το φλαμένκο, από τη Γαλλία, από οπουδήποτε, γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Αθήνα.

Και βέβαια ο λόγος που τα λέω όλα αυτά είναι γιατί υπάρχουν κι εξαιρέσεις.

Ο φίλος μου ο Κωνσταντίνος Β’ λοιπόν, κατάγεται από τη λεβεντογέννα Κρήτη και σπούδαζε στο Ρέθυμνο. Υπό Κανονικάς Συνθήκας δε θα του είχα ρίξει ούτε κατά διάνοια δεύτερη ματιά, ιδίως γιατί παρ’ όλο που δεν έχει προφορά, είναι ακριβώς ο τύπος του ανθρώπου που θα με ρωτούσε πού είναι η Αγίων Ασωμάτων (με δυσκολία προσανατολίζεται στο ίδιο του το σπίτι) και θα προτιμούσε να πάει με τα πόδια προκειμένου να μη μπει στο μετρό. Ένα από τα σημαντικότερα πράγματα που έχω καταφέρει σ’ αυτή τη ζωή είναι που τον έπρηξα αρκετά ώστε πριν δυο χρόνια μετακόμισε από την Κρήτη στην Κυψέλη – που ακόμα κι εγώ ούτε να τη φτύσω. Είμαι και γαμώ τα παιδιά ώρες ώρες.

Σε κάθε περίπτωση, γνωριστήκαμε στο Erasmus – εξ ου και δεν ισχύουν οι Κανονικές Συνθήκες – και μοιραστήκαμε όλες τις ανελέητες καφρίλες που σου (μου) έρχονται στο κεφάλι την πρώτη φορά που βρίσκεσαι ασφαλής μακριά από το σπίτι σου. Οπότε ξέρω πράγματα που μπορεί να τον καταστρέψουν και ξέρει πράγματα που μπορεί να με καταστρέψουν. Επομένως κάνουμε τουμπεκί και περνάμε γαμάτα.

Ο ιδιαζόντως ψυχασθενής αυτός άνθρωπος λοιπόν είχε ένα σούπερ σπιτάκι στο Ρέθυμνο. Η σουπερότητα της εν λόγω κατοικίας συνίσταται στο ότι συνόρευε (μεσοτοιχία, όχι αστεία) με το νεκροταφείο. Φαντάζεται λοιπόν κανείς τι γέλιο έπεφτε όταν ο Κωνσταντίνος Β’ γύριζε φουριόζος σπίτι από τη σχολή – όταν αξιωνόταν να πάει that is – με προσπερνούσε σα να μη με έβλεπε, έτρεχε στο παράθυρο, μετρούσε τα μνήματα, «Για να δω, είμαστε όλοι εδώ, λείπει κανείς; Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, δέκα, τριανταδύο, σαράντατέσσερα. Θαύμα!» και μετά θυμόταν να με ρωτήσει τι μαγειρεύω και καθόταν να στρίψει τσιγάρο, εμφανώς ευχαριστημένος με τον εαυτό του.

Όλο αυτό το πράμα είναι βέβαια άσχετο με αυτό που ήθελα αρχικά να πω, που έχει σχέση με την Αγγλία και τους γάμους, και το ξέρω ότι είναι καφρίλα και αίσχος κι αυτό όντως είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπομαι, αλλά το Σάββατο στο γάμο, όταν το ζευγάρι αντάλλαζε όρκους και βέρες, δε μπόρεσα να μη σκεφτώ τον Κωνσταντίνο Β’ με τις μαύρες μπούκλες να πέφτουν στη μούρη του – γιατί ουδέποτε έδωσε σημασία στα μαλλιά του αυτό το παιδί – να σκύβει για να μετρήσει τα μνήματα. Καθόμουν δίπλα στο παράθυρο του registry office, τα φτερά του καπέλου μου κυμάτιζαν ανέμελα, και δαγκωνόμουν ο μαλάκας να μη γελάσω με τις αηδίες που σκεφτόμουνα.

Αλλά ας πάρουμε την εξαιρετική αυτή μέρα με τη σειρά. Ο γάμος ήταν το Σάββατο όπως είπα, και το ζευγάρι ήταν ο Dean και η Joyce, οι όχι-ακριβώς-δίπλα-αλλά-παρά-δίπλα γείτονες, πενήντα κάτι αμφότεροι, πρώην hippies και νυν hippies – εξ’ ου και ούτε να ακούσουν για εκκλησίες και παπάδες και άρα διάλεξαν το registry office. Στην αρχή ήμουν πολύ επιφυλακτική και κλειστή, αλλά κάτι που είναι γαμώ τα παιδιά, κάτι που η συγκάτοικός μου είναι απαίσια, καταλήξαμε να χαζογελάμε κάθε απόγευμα σα τους ηλίθιους και να παίζουμε το Κυνήγι Της Τέλειας Σαπουνόφουσκας. Συχνά όλοι πήγαιναν για ύπνο, μέναμε στον κήπο εγώ και ο Dean, και αφού είχε γίνει αλοιφή από το ποτό άρχιζε τις ιστορίες για το συγκρότημα – είναι drummer – και τις περιοδείες και το κάψιμο και τα σχετικά και από πάνω μας περνάγανε τα αεροπλάνα για το Gatwick και γούσταρα τρελλά. Και, παρ’ όλο που δε με ξέρουν κι από χτες, με κάλεσαν στο γάμο και στο πάρτυ. Σ’ αυτό το σημείο ένιωσα ιδιαιτέρως ευτυχής για δύο (ψέμματα, τρεις) λόγους: Πρώτον, συγκινήθηκα, είναι η αλήθεια. Δεύτερον, το Σαββατοκύριακο των γενεθλίων μου ήμουνα στο Λονδίνο με το ρακούν – που ήρθε από την Αθήνα να μου κάνει έκπληξη – και τον Ανδρέα. Σε κάποια φάση περνάμε από μια βιτρίνα και μένω κεραυνόπληκτη μπροστά σ’ ένα εκπληκτικό μικροσκοπικό μαύρο καπελάκι με ασπρόμαυρα φτερά και βέλο. Εξυμνώ την ομορφιά του εν λόγω αντικειμένου και το ρακούν κοιτάει ψηλά απεγνωσμένα και δηλώνει ότι με βαρέθηκε και ότι δεν είναι δυνατόν να ασχολούμαι με τέτοια πράγματα – Ταύρος με τα όλα της η φιλενάδα μου – και ότι είναι άχρηστο και τι θα το κάνεις και πού σκατά θα το φορέσεις; Είχε δίκιο ως συνήθως βέβαια, αλλά επειδή ακριβώς είχε δίκιο μπήκα στο μαγαζί, πήρα το καπέλο – ο Ανδρέας είχε πεθάνει στο γέλιο – και το φόρεσα από το μεσημέρι του Σαββάτου μέχρι που έφτασα στο γραφείο τη Δευτέρα το πρωί. Παντού. Είμαι και γαμώ τα παιδιά ώρες ώρες, ξαναλέω. Και τέλοσπάντων δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι δέχτηκα να πάω στο γάμο.

Σάββατο πρωί ξυπνητήρι ντριν-ντριν. Γαμώ την τύχη μου τη μπλε σαββατιάτικα. Σηκώνομαι και τρέχω να μαζέψω την κουζίνα που την έχω αφήσει μπάχαλο επειδή μαγείρευα για το γάμο μέχρι τις 3 το πρωί, πριν γυρίσει η συγκάτοικός μου και σκοτωθούμε πάλι. Χτυπάει η πόρτα και είναι η Cleo, η κόρη της Joyce (αλλά όχι του Dean) και καλημέρα και ότι τρέχα. Τρέχω. Το σαλόνι της Joyce είναι σα μπάχαλο σε μετακόμιση και η Joyce είναι στη μέση όλου αυτού με το νυφικό και τα σχετικά και η Diva η κόρη του Dean (αλλά όχι της Joyce) της φτιάχνει τα μαλλιά. Ο Dean βέβαια έχει εξοριστεί αποβραδίς στο σπίτι της Diva και της μαμάς της, Heidi (πρώην σύζυγος του Dean). Εδώ θα ήθελα να κάνω μια μικρή παύση και να πω ότι, ως γόνος κλασσικής πυρηνικής μικροαστικής οικογένειας, αν ήμουν εγώ, που να πάγωνε η κόλαση δε θα ‘στελνα το μελλοντικό μου σύζυγο να μείνει στο σπίτι της πρώην συζύγου του το βράδυ πριν το γάμο. Όχι για να εξηγούμαστε. Όλο αυτό το μπέρδεμα με τα παιδιά και τους πρώην και ποιος είναι ποιανού με έχει προβληματίσει βαθύτατα. Βεβαίως.

“Hey Athens! (εγώ είμαι αυτή) So, what do you think?” Η Joyce έχει σηκωθεί, μου δείχνει τα τριγωνικά αλά Galadriel μανίκια του νυφικού πανευτυχής σαν πεντάχρονο, έρχεται, με φιλάει – σωστά αυτή τη φορά, τρεις μήνες στην Αγγλία έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου «Δύο φιλιά, δύο, ένα σε κάθε μάγουλο, μη με αφήνετε να στέκομαι μετέωρη σαν ηλίθια με τα χείλη σουφρωμένα!!!» – και μου λέει αν έχω χρόνο και αν έχω την καλοσύνη και αν δε με πειράζει και αν έχω όρεξη και σε παρακαλώ και όλες τις κλασσικές Αγγλικούρες, να επιμεληθώ τις ανθοδέσμες και τα μπουκετάκια στα πέτα των ανδρών και το στόλισμα του αυτοκινήτου. Βεβαίως στρατηγέ μου.

Το θέαμα πρέπει να ήταν εξαιρετικά γελοίο. Δεν έχω ντυθεί ακόμα – εννοείται, φοράω τις πιτζάμες μου, αλλά έχω βάψει πολύ μαύρα και πολύ μωβ τα μάτια μου, και το μαλλί δεν έχει στρώσει ακόμα από την τελευταία φορά που το έβαψα και είναι μαυροβυσσινομώβ και πολύ μακρύ και κατσαρό και πρέπει να μοιάζω με τη μάγισσα Φράου Χέλγκα με πιτζάμες, καθώς κάθομαι κάτω από τα στολισμένα στέγαστρα του κήπου καπνίζοντας και φτιάχνοντας μπουκέτα και φιόγκους. Δεν αντιλαμβάνομαι τη γελοιότητα της κατάστασής μου μέχρι που έρχεται ο πάρα-παραδίπλα γείτονας – άλλος κάφρος κι αυτός – που τυγχάνει να είναι και ο φωτογράφος του όλου γεγονότος, κι αρχίζει να φωτογραφίζει τα πάντα γενικά κι εμένα συγκεκριμένα. “Vince, put down the damn camera” μουγκρίζω. “Geez, someone woke up in a good mood” χαζογελάει. Του βγάζω τη γλώσσα και το φωτογραφίζει και αυτό ο άθλιος. Μετά αρχίζει να μπαινοβγαίνει κόσμος από παντού, να τρέχει προς όλες τις κατευθύνσεις, να πίνει, να μαζεύει, να απλώνει και να ξαναμαζεύει και χαμός γενικά. Και επίσης, για πρώτη φορά μετά από δυο βδομάδες δε βρέχει και έχει σούπερ ήλιο – ευτυχώς γιατί όλο το τζέρτζελο θα γινόταν στον κήπο.

Μετά αρχίσαμε να γελάμε και να λέμε βλακείες και μετά όσοι δεν είχαμε αυτοκίνητο ψάχναμε να βρούμε αυτούς που είχαν αυτοκίνητο μπας και μας πάρουν και μας μαζί.

Όταν άκουσα για πρώτη φορά registry office, φαντάστηκα τον τρίτο όροφο ενός δημαρχείου και διάφορα ζευγάρια να περιμένουν τη σειρά τους, τίποτα το ιδιαίτερο. Αλλά η πραγματικότητα με εξέπληξε. Το κτίριο ήταν μια μεγάλη μονοκατοικία στη μέση ενός πανέμορφου κήπου με γλαδιόλες και κισσούς και πασχαλιές (ήμαρτον πασχαλιές αυγουστιάτικα!) και λεπτοδουλεμένους πολυέλαιους και βαριές βελούδινες κουρτίνες και μάρμαρα και σκαλιστά κάγκελα στις σκάλες και γενικώς έμεινα να χαζεύω σα βλάκας μέχρι που κάποιος έβαλε τις φωνές και διαπίστωσα ότι το αριστερό μου πόδι είχε σκιστεί κι έτρεχε αίμα στο αστραφτερό αριστερό μου Geiger’s. Ποτέ και κανείς δεν κατάλαβε πώς συνέβη αυτό. Στην προσπάθειά μου να βρω το μπάνιο βρήκα το Dean να καπνίζει, εμφανώς αγχωμένος κι εμφανέστατα συγκινημένος. Τα μαλλιά του είναι τόσο μακρυά που κάθεται πάνω τους, και είναι όλα ράστα. Σκέφτηκα ότι ίσως ξεφορτωνόταν τη ράστα για το γάμο κι αμέσως με οικτίρω για τη στενομυαλιά μου. Είναι πραγματικά πάρα πολύ ευτυχισμένος. Μετά τρέχουμε να τον χώσουμε στο δωμάτιο γιατί ακούμε κόρνες και έρχεται η Joyce. Λαμβάνουμε θέσεις, μουσικές ταρατατζούμ ταρατατζούμ, μπαίνει η Joyce, λέει κάτι η τύπισσα υπεύθυνη για το όλο θέμα και μετά ανταλλάσσουν όρκους. Η νύφη τα ‘χει παίξει και κλαίει τόσο που δε μπορεί να αρθρώσει λέξη. Ήταν πολύ συγκινητικό. Χωρίς πλάκα, πραγματικά ήταν. Ήταν πολύ ωραίο. Αλλά εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα τον Κωνσταντίνο B’ να μετράει τα μνήματα και προσπάθησα τόσο να πνίξω το γέλιο μου που πόνεσε το σαγόνι μου. Τι πρόβλημα έχω ακριβώς δεν έχω καταλάβει ακόμα. Τελοσπάντων μετά βγήκαμε έξω για φωτογραφίες και είχε φοβερό ήλιο και το σκάω με το Brett για τσιγάρο – γιατί ήταν κι η συγκάτοικός μου καλεσμένη και με έχει απειλήσει ότι έτσι και με δει να καπνίζω θα φάω μια έξωση όοοοοολη δική μου – και μου λέει ότι έχει κανονίσει πυροτεχνήματα για το βράδυ κι ενθουσιάζομαι πλήρως.

Μετά γυρίσαμε σπίτι, στον κήπο, που θα γινόταν το πάρτυ και το Sympathy for the devil ακουγόταν από χιλιόμετρα. Γενικώς το soundtrack ήταν ό,τι να ‘ναι μεν, εξαιρετικό δε. Iggy, Rolling Stones, Elvis, Aerosmith, Sabbath, Beatles, Depeche Mode, τρέλλα και κορδέλα. Και κουβεντούλα και μπύρες και κρασιά και φαγητό και η Joyce να χαιρετάει όλο τον κόσμο περιχαρής με ένα φλιτζάνι τσάι στο χέρι και σκέφτομαι «Ντάξ’ δε μπορεί παρά να είμαι στην Αγγλία, δε γίνονται αυτά». Και μετά ο Linden – ο ακριβώς δίπλα γείτονας – έφερε τον κουβά με το Pimm’s. Καταστροφή. Αυτό το πράγμα ήταν τόσο γλυκό και τόσο ωραίο και τόσο μπόμπα που στο δεύτερο ποτήρι η κατάσταση ήταν let me go wild, όπως τραγουδούσαν και οι Scissor Sisters : Τα γέλια και οι φωνές δυνάμωσαν και άρχισαν να χορεύουν. Και μετά νύχτωσε και άρχισαν να πυροτεχνήματα και έγινε πανδαιμόνιο γιατί κανείς δεν ήξερε τίποτα – ήταν έκπληξη για τους νεόνυμφους. Όλο αυτό το διάστημα κουβέντιαζα με όσους ήξερα και με πολλούς άλλους που δεν ήξερα και μιλούσα στο τηλέφωνο – γιατί ταυτόχρονα εξελισσόταν μια μίνι σύρραξη στην Αθήνα, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.

Και μετά ήρθαν οι μπάτσοι.

Οι μπάτσοι στην Αγγλία είναι εξίσου ανόητοι όπως και σε κάθε άλλη χώρα όπου έχω πάει (με εξαίρεση τη Γερμανία – το σωστό να λέγεται). Επιπροσθέτως και προκειμένου να πείσουν και τους πιο σκεπτικιστές ότι είναι αδιαβάθμητα βλαμμένοι, φοράνε αυτά τα εξαιρετικά καπελάκια του πυροσβέστη – σε μαύρη φυσικά εκδοχή. Οι μπάτσοι λοιπόν σκάσανε μύτη γιατί κάποιος είχε πάρει τηλέφωνο να παραπονεθεί γιατί τα πυροτεχνήματα άρχισαν να πέφτουν στις 21:53΄και σταμάτησαν στις 22:04΄ και όπως ξέρετε απαγορεύεται η εκτόξευση πυροτεχνημάτων μετά τις 22:00΄. Μάλιστα. Εγώ εκείνη τη στιγμή κατά ένα περίεργο τρόπο κρατούσα ένα μωρό στην αγκαλιά και η κυρία αστυνομικός θεώρησε ότι δε θα ήτο πρέπον να με ενοχλήσει και ζήτησε να μιλήσει με το Dean. Κάκιστη επιλογή και κάκιστο timing.

Άφησα την τριχόμπαλα με τη μαμά της και έψαξα για το γαμπρό. Ο γαμπρός ήταν πιο λιώμα κι από λιώμα και σκόπευε να συνεχίσει το λιώσιμο. Γελούσε ακατάπαυστα, έπινε ό,τι υπήρχε και κάπνιζε ένα τεράστιο τρίφυλλο. Τον ακολουθώ προς το περιπολικό και σκέφτομαι αν το καπελάκι μου θα ταιριάζει με τη φλούο πορτοκαλί στολή του θανατοποινίτη. Η ξανθιά μπατσίνα ξεκινάει να του πει κάτι αλλά σταματάει, τον κοιτάει με σοβαρό διερευνητικό ύφος και του λέει ότι μυρίζει skunk. Σώωωωωπα. Ο γαμπρός, ο κήπος, η γειτονιά και όλο το στενό της Μάγχης επίσης. Τσακάλι μου εσύ! “Have you been smoking?” ρωτάει το τσακάλι. “No ma’am” απαντάει ο αγαπημένος μου γείτονας, που έχει καπνίσει μισή φυτεία (σήμερα). Η μπατσίνα αρχίζει το κήρυγμα για τα πυροτεχνήματα και τον κίνδυνο πυρκαγιάς και μπλα μπλα μπλα μπλα και ο Dean λέει ότι άρχισαν να πέφτουν πριν τις 10 και η εκτόξευσή τους έγινε υπό αυστηρή επίβλεψη. Το τσακάλι γυρίζει να συμβουλευτεί το αρχιτσακάλι που τη συνόδευε και που δεν έχει ασχοληθεί και πολύ με το όλο ζήτημα, το αρχιτσακάλι κάνει κάτι σα νεύμα και η μπατσίνα αποφασίζει να προσφέρει απλόχερα το – ομολογουμένως – εξαιρετικό της χαμόγελο στο γαμπρό και σε μένα, που στέκομαι σε απόσταση ασφαλείας, προκειμένου να βουτήξω στους θάμνους αν αποφασίσει να βγάλει το μυδραλιοβόλο και να μας γαζώσει όλους. “Sir, just one last thing. I can still smell the skunk.” Ο Dean την κοιτάει για ένα πικοσεκόντ, ρίχνει τους ώμους σε ένδειξη πλήρους παραίτησης, και βγάζει το τρίφυλλο από την κωλότσεπη που το είχε χώσει. Άραγε θα με αφήσουν να πάρω το i-pod μαζί μου στο κελί; Ντάξ’, προφανώς έχω κλάσει μέντες και νιώθω ότι καρδιά μου ετοιμάζεται να πηδήξει έξω και ν’ αρχίσει να τρέχει την κατηφόρα πανικόβλητη. Η μπατσίνα παίρνει το τρίφυλλο, αναστενάζει, κοιτάει τον Dean, το κάνει κομματάκια, το πετάει, κάνει μεταβολή, ανοίγει την πόρτα του περιπολικού, ρίχνει ένα πολύ κινηματογραφικό βλέμμα του στυλ «Το νου σας, ρεμάλια» μπαίνει μέσα και φεύγει.

“What’s the matter, Athens? You chickened out?” με ρωτάει ο Dean ενώ παλεύω να καταλάβω πώς όχι μόνο στεκόταν όρθιος μετά από τόσο λιώσιμο, αλλά κατάφερε να υποστηρίξει τον προαναφερθέντα υποτυπώδη διάλογο με το όργανο της τάξης. “She was hot! Damn!” αναστενάζει και βγάζει απαθής από τη μέσα τσέπη του σακακιού του ένα μεταλλικό κουτάκι το περιεχόμενο του οποίου έφτανε για 30 τσιγάρα τουλάχιστον. Εκεί πια κατάλαβα ότι το είχε ξαναδεί πολλές φορές το έργο και ήταν μέγα αιλουροειδές όσον αφορά το dodge. Γυρίσαμε στην ομήγυρη η οποία δεν είχε πάρει πρέφα το παραμικρό, πρώτον γιατί οι μπάτσοι ήταν ιδιαζόντως διακριτικοί και δεύτερον γιατί η ομήγυρη ήταν λιάρδα επίσης. Όσο για μένα, που πάντα δηλώνω απερίφραστα ότι δεν έχω μεθύσει ποτέ – και καλά ως ένδειξη αυτοσυγκράτησης και μεγαλοσύνης, αλλά στην πραγματικότητα να μου πάει – πρέπει να πω ότι κάποια στιγμή άρχισαν τα οχτάρια και η θολούρα. Τα αστραφτερά μου Geiger’s με έβριζαν από μέσα τους, είμαι βέβαιη. Κάποια στιγμή βρέθηκα μούρη με μούρη μ’ έναν ελεεινό τύπο και ήμουν τόσο χάλια που ούτε μια ατάκα δε μπορούσα να σκεφτώ για να εξαφανιστώ. Θυμάμαι όμως ότι έπαιζε το She’s like a rainbow. Εν τέλει κάποια στιγμή που βρέθηκε δίπλα μου ο Vince, τον άρπαξα από το μπράτσο τόσο δυνατά που έχει ακόμα γρατζουνιές και του είπα “Get me out of here. Now!” και με τράβηξε παραπέρα και καλά να μου πει κάτι. Μετά κενό. Μετά το κενό ξύπνησα στο κρεβάτι μου στις πεντέμισι το πρωί, πάνω από το πάπλωμα, φορώντας το φόρεμά μου, τα παπούτσια και το καπέλο μου. Το επόμενο πρωί μου είπαν ότι μιλούσα αρχικά στο τηλέφωνο και μετά εξαφανίστηκα και με ψάχνανε. Ωραία. Το ‘χουμε!

Όχι ότι έχω και μεγάλη εμπειρία από ελληνικούς γάμους, αλλά αν τέτοια σκηνικά συμβαίνουν και στη μαμά πατρίδα, παρακαλείσθε όπως με ενημερώσετε πάραυτα.

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

- Έλενα
- …
- Έλενα.
- Τι έγινε;
- Ξύπνα. Έχουν περάσει δυο μέρες.
- Κιόλας;
- Κιόλας.
- Πού είναι;
- Έχει φρικάρει, Έλενα. Το μυαλό του δεν ξέρω αν μπορεί να αντέξει.
- Το μυαλό του μπορεί να αντέξει πολλά περισσότερα.
- Δε βουτάς έτσι έναν άνθρωπο από τη ζωή του και ξαφνικά του λες ότι όλος του ο κόσμος δεν είναι παρά ένα παραπέτασμα.
- Το υποψιαζόταν ήδη. Εδώ και καιρό. Ήξερε ότι υπάρχει κάτι άλλο εκεί έξω. Και βασανιζόταν.

Η Έλενα ανασηκώθηκε και ψαχούλεψε τα τσιγάρα της. Άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο τεράστιο παράθυρο απέναντι από το κρεβάτι της. Ο αέρας λυσσομανούσε έξω και τα κλαδιά των αιωνόβιων δέντρων χόρευαν στο ρυθμό του. Η λίμνη έμοιαζε να έχει ασήμι στην επιφάνειά της και ο τεράστιος πέτρινος τοίχος στο βάθος του ορίζοντα ήταν το μόνο πράγμα που έμοιαζε σταθερό.
Ξεφύσηξε τον καπνό και θυμήθηκε τι έγινε δυο βράδια πριν.

Περασμένα μεσάνυχτα στο βρεγμένο βρώμικο πλακόστρωτο. Ένας άντρας περπατάει αδιαφορώντας για τη βροχή. Η Έλενα τον παρακολουθούσε κρυμμένη στην πέτρινη κόχη της γέφυρας. Ήταν έξαλλη. Ο άντρας έπρεπε να είναι στο Βερολίνο εδώ και δύο μέρες. Δεν ήταν όμως. Ήταν ακόμα εκεί και περιφερόταν στους βρεγμένους δρόμους μόνος του. Η Έλενα βαθιά μέσα της φθόνησε την άγνοιά του και αναρωτιόταν αν η απόφασή της να του αποκαλύψει την αλήθεια ήταν κατά βάθος εγωιστική και άδικη. Δεν πρόλαβε να το σκεφτεί για πολύ. Μια μαυροντυμένη φιγούρα φάνηκε στο πλακόστρωτο και κατευθύνθηκε προς το μοναχικό άντρα. Η Έλενα είδε αμέσως την ασημένια λάμψη του μαχαιριού που είχε τραβήξει λίγα εκατοστά από τη θήκη του. Κατέβασε την κουκούλα, έκρυψε το πρόσωπό της, τράβηξε το σπαθί που έκρυβε κάτω από το μανδύα και του έφραξε το δρόμο. Ο Κυνηγός δεν περίμενε κάτι τέτοιο και μάλλον αιφνιδιάστηκε – είχε θεωρήσει ότι η δουλειά θα ήταν σχετικά απλή. Η θέα του βαθυκόκκινου μανδύα τον ανησύχησε, αλλά σκέφτηκε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπιζε έναν από αυτούς. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα το κεφάλι του έπεφτε στο πλακόστρωτο, λίγο μακρύτερα από το σημείο που στεκόταν εμβρόντητος ο μοναχικός άντρας. Η Έλενα έβαλε το σπαθί στη θήκη του και τον πλησίασε.
- Γιατί δεν είσαι στο Βερολίνο; ρώτησε ψιθυρίζοντας.
- Δεν…Τι; Τι ήταν αυτό;
- Κυνηγός. Εκτελεστής. Και ερχόταν για σένα.
- Ερχόταν…να με σκοτώσει;
Η Έλενα κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
- Ίσως θα έπρεπε να τον είχες αφήσει να το κάνει.
- Μη μου αρχίσεις πάλι τα αυτοκαταστροφικά σου, σε παρακαλώ.
- Πάλι; Γνωριζόμαστε;
Καμμία απάντηση.
- Τον αποκεφάλισες.
- Πράγματι.
- Τι είσαι; Τι είδους άνθρωπος κουβαλάει σπαθί νυχτιάτικα και αποκεφαλίζει κόσμο;
Η Έλενα σήκωσε τη βαριά κουκούλα από το πρόσωπό της.
- Δεν είναι δυνατόν!!! πισωπάτησε έντρομος.
- Λυπάμαι που συνέβη αυτό. Πραγματικά προσπάθησα να έρθω σε επαφή πάρα πολλές φορές μαζί σου με πολύ πιο ήπιο τρόπο. Αλλά ποτέ δε με άφησες. Ίσως να χρειαζόταν ένα τέτοιο δραστικό γεγονός για να καταλάβεις ότι πρέπει να δώσεις λίγη παραπάνω σημασία σε ό,τι έχω να πω. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν έπρεπε να είσαι εδώ. Γι’ αυτό ξαναρωτάω: γιατί δεν είσαι στο Βερολίνο;
Δεν πήρε απάντηση. Τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια μ’ έναν τρόπο τόσο έντονο που του προκάλεσε ναυτία. Έπειτα είπε:
- Ώστε έτσι λοιπόν. Είναι ώρα να επισκεφθούμε την αγαπημένη σου σύζυγο νομίζω.
Τρόμος ζωγραφίστηκε στα μάτια του, αλλά παρ’ όλ’ αυτά βρήκε τη δύναμη να ρωτήσει:
- Πώς το έκανες αυτό;
- Αν θέλεις, θα σου δείξω.
- Πώς να διαβάζω τη σκέψη ή πώς να αποκεφαλίζω κόσμο;
- Ας ελπίσουμε ότι θα μάθεις και τα δύο και πολλά ακόμα.
- Τι είσαι;
- ...
- …γιατί εμένα;
- Γιατί αν είσαι αυτός που νομίζω…
- Ποιος νομίζεις ότι είμαι;
Η Έλενα χαμογέλασε.
- Είσαι μελαγχολικός άνθρωπος. Σκοτεινός. Πάντα ανικανοποίητος. Πάντα ανήσυχος. Από πού πηγάζει αυτό; Πηγάζει από την ενδόμυχη πίστη σου ότι υπάρχουν πολλά πράγματα στον κόσμο που τα νιώθεις αλλά δε μπορείς να τα αγγίξεις. Αισθάνεσαι τις αύρες να σε διαπερνούν και ξέρεις ότι κάτι γίνεται, αλλά δε μπορείς να το δεις ή να το προσδιορίσεις. Και πράγματι. Υπάρχουν πράγματα που συμβαίνουν στο περιθώριο αυτού του κόσμου και πολλά απ’ αυτά είναι σημαντικά…αυτά θα σου δείξω. Και γι’ αυτά θα σου ζητήσω να πολεμήσεις.
- Δε μπορεί να πιστεύεις ότι θα πολεμήσω για οτιδήποτε.
- Κι όμως…μόλις καταλάβεις τι πράγματα είσαι ικανός να κάνεις…θα θελήσεις από μόνος σου να πολεμήσεις, πριν στο ζητήσω εγώ.
- Τι εννοείς;
- Φτάσαμε.
- Πώς ξέρεις πού μένω;
- Δεν ξέρω πού μένεις. Εσύ ξέρεις πού μένεις, ακολουθώ τις εικόνες που εσύ έχεις στο μυαλό σου.
Ψαχούλεψε τα κλειδιά του και προσπάθησε να σκεφτεί ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο μυαλό όταν ξύπνησε το πρωί. Η φαντασία του κάλπαζε, αλλά ποτέ δεν πίστεψε ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε. Παραιτήθηκε από την προσπάθεια να ξεκλειδώσει και απλά χτύπησε την πόρτα. Όταν η πόρτα άνοιξε, δεν πρόλαβε να μιλήσει.
- Γειά σου Ζωή, είπε η Έλενα.

- Γεια σου Έλενα, είπε η Ζωή.
Έλενα; αναρωτήθηκε εκείνος. Έλενα; Γιατί δε τη φωνάζει με το κανονικό της όνομα; Και, πάνω απ’ όλα, πώς είναι δυνατό να γνωρίζονται οι δυο τους;

- Μπορείς να γυρίσεις πίσω όποτε το θελήσεις, Ζωή.
Μια σκιά πέρασε από τα μάτια της Ζωής και ρυτίδες φάνηκαν στο πρόσωπό της.
- Όχι. Αυτός ο πόλεμος δεν είναι δικός μου. Έχω δει πάρα πολύ πόνο και θάνατο. Δε γυρίζω πίσω.
Η Έλενα την κοίταξε. Δεν της απάντησε γιατί κάπου μέσα της ήξερε ότι ίσως η Ζωή είχε δίκιο. Γύρισε σ' εκείνον.
- Πρέπει να φύγουμε. Θα σε περιμένω έξω.

Δυο μέρες μετά, η Έλενα χάζευε έξω από το παράθυρο και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι έκανε τη σωστή επιλογή. Ο Χάρης καθόταν ακόμα στην πόρτα. Η Έλενα ήξερε πολύ καλά τι περίμενε να ακούσει, αλλά δεν ήταν σε θέση να του το πει.

Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

Happy fuckin' birthday

Θυμάμαι αμυδρά, όταν ακόμα δεν ήμουνα σίγουρη για το τι θέλω να φοράω, ή για το τι ακριβώς είναι πανεπιστήμιο, όταν ακόμα δεν είχα ιδέα τι σημαίνει ελευθερία, θυμάμαι λοιπόν τη φίλη μου τη Μαρίνα να γκρινιάζει ότι δε την παλεύει να γυρνάει από τη Μυτιλήνη στο εφηβικό της δωμάτιο, ότι συνήθισε να είναι μόνη της.

Σειρά μου τώρα. Έχοντας παραδεχτεί εδώ και χρόνια ότι περνάω όλες μου τις επαναστάσεις και τις περίεργες τάσεις της εφηβείας σε μια ηλικία σχετικά προχωρημένη όπου η εφηβεία μοιάζει όνειρο, πρέπει να πω ότι ακόμα ακροβατώ μεταξύ σοβαρότητας και βλακείας, μεταξύ του τι είναι και τι δεν είναι αποδεκτό και κυρίως γύρω από το τι περιμένουν οι άλλοι από μένα κι αν υπάρχει ποτέ καμμιά περίπτωση να περιμένουν κάτι που να συμβαδίζει επιτέλους με ότι περιμένω εγώ από μένα.

Το θέμα είναι ότι έφτασα στο σημείο που προτιμώ να γυρίσω πίσω αλυσοδεμένη παρά να συνεχίσω να ζω στην Αγγλία έτσι όπως ζω τώρα.

Έγινα 25 πρόσφατα και, παρ’ όλο που κάποια στιγμή πήγα να το πιστέψω, δεν ήρθε η συντέλεια του κόσμου. Ήρθε όμως η στιγμή που σκέφτηκα τι έχω κάνει μέχρι τώρα, πώς έχω κάνει ότι έχω κάνει μέχρι τώρα, με ποιους ανθρώπους έχω μοιραστεί ότι έχω κάνει μέχρι τώρα και, τελικά, ποιο είναι για μένα το σημαντικότερο πράγμα σ’ αυτή τη ζωή; Και πώς θα φτάσω εκεί;

Οι συζητήσεις για τον καιρό είναι ένα θέμα για το οποίο όλος ο πλανήτης κοροϊδεύει τους Άγγλους. Θεωρώ όμως ότι δεν είναι δυνατόν να μείνεις νοήμον ον για πολύ καιρό σ’ αυτή τη χώρα και μ’ αυτό τον καιρό. Τελικά νομίζω ότι η Μεσόγειος και οι συνήθειες που το μεσογειακό μοντέλο συνεπάγεται είναι πολύ πιο βαθιά ριζωμένες στο DNA μου απ’ όσο ήθελα να πιστεύω. Αυτό σημαίνει ότι ξυπνάω το πρωί νιώθωντας μια δερμάτινη αρβύλα να ζουλάει την καρδιά μου – χωρίς κανένα προφανή λόγο. Συνεχίζω να την κουβαλάω μαζί μου όλη μέρα σε ότι κάνω, στενάζοντας κάτω από το βάρος της κι από τις λάσπες της σόλας της. Και πρέπει επιτέλους να την ξεφορτωθώ. Αυτό βέβαια δε σημαίνει – σε καμμά περίπτωση – ότι άμα γυρίσω πίσω όλα θα γίνουν ξαφνικά ροζ με καρδούλες και ουράνια τόξα – τουναντίον. Αλλά.

Οι άνθρωποι με τρομάζουν τρομερά, όπως έχω ξαναπεί. Ιδίως οι άνθρωποι που με ξέρουν, που μπορούν να καταλάβουν τι σκέφτομαι πριν μιλήσω. Η αλήθεια όμως είναι ότι τους χρειάζομαι αυτούς τους ανθρώπους, είναι κομμάτι από μένα. Και κανείς τους δεν είναι εδώ. Κι αυτό είναι το βασικό πράγμα που πρέπει να αποφασίσω. Τους χρειάζομαι τόσο που να αξίζει τον κόπο να γυρίσω πίσω; Η απάντηση, δυστυχώς ή ευτυχώς είναι...μακάρι να 'ξερα ποια είναι.

Θα ήταν ενδεχομένως άδικο να πω ότι περνάω άσχημα στην Αγγλία. Τα έχω βρει μπαστούνια με τη συγκατοίκηση όντως και ώρες ώρες νομίζω ότι θα εκραγώ απ’ τις ζοχάδες μου, αλλά κατά τ’ άλλα περνάω καλά. Όχι όμως τόσο καλά όσο με τους ανθρώπους που μιλάνε τη γαμημένη τη γλώσσα μου. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Έτσι λέω τώρα. Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι δε θα αλλάξω γνώμη μέσα στα επόμενα 45 δευτερόλεπτα, όπως συνήθως. Τα χρυσόψαρα έχουν βραχεία μνήμη. Εγώ έχω βραχείες γνώμες και στάσεις απέναντι στη ζωή τη δική μου και ενίοτε και των άλλων.

Παράνοια;

Πάω να τελειώσω τις πληρωμές τώρα γιατί αρκετά με τις υπαρξιακές μου ανησυχίες πρωινιάτικα.

Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Αναποφάσιστη

Τι; Όλα. Τίποτα. Το τώρα. Το χτες. Το απρόβλεπτο. Το χτύπημα στο στομάχι. Το χαμόγελο και το θρόισμα των δέντρων. Τα νερά και η έρημος. Μαύρο και πράσινο. Μοβ και βυσσινί. Κίτρινο και μπλε. Γαλάζιο και λευκό. Όλα είναι απαίσια. Όλα είναι τέλεια. Όλα είναι ανησυχητικά. Όλοι είναι σοβαροί. Όλοι είναι τρελλοί. Όλοι είναι αδιάφοροι. Λεφτά λεφτά λεφτά. Έχουμε καταντήσει να σκεφτόμαστε όλο τα κωλολεφτά. Γίνεται να μη με απασχολήσουν ποτέ ξανά τα λεφτά;

Νυστάζω σήμερα. Νιώθω κουρασμένη και δεν έχω κάνει τίποτα. Λευκό και γκρι. Χακί και κόκκινο. Φανάρια, κάμερες, κιγκλιδώματα, virtual διαφημίσεις, αστυνομικοί, βρώμα, μαυρίλα. Το Children Of Men δε μου φαίνεται και τόσο εξωπραγματικό πλέον. Είναι μάλλον η αναπόφευκτη κατάληξη.

Μπαλόνια. Μπαλόνια;
Μου λείπει η Αθήνα. Αλλά δε θέλω να γυρίσω. Τι σχιζοφρένεια!
Κανείς δεν κοιτάει κανέναν.
Κανείς δεν προσέχει τίποτα.

Ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται εμένα.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

The Hunt For The Perfect Bubble

Κυνηγάμε τον ήλιο με το δίκαννο. Έτσι και σκάσει μύτη ξέρω ότι όταν γυρίσω σπίτι, όλοι θα έχουν βγει στην αυλή και θα πίνουν, θα ποτίζουν, θα ετοιμάζουν μπάρμπεκιου και θα χαίρονται γενικά. Δεν μπορούσα να το αντιληφθώ αυτό σε μια χώρα που έχει ήλιο 8 μήνες το χρόνο. Αλλά εδώ η χαρά λόγω εμφάνισης ήλιου είναι νομικά κατοχυρωμένο συναίσθημα. Το γέλιο είναι ότι συχνά αρχίζει να βρέχει ή να νυχτώνει κάποια στιγμή, οπότε καταλήγουμε να πίνουμε ή να μασουλάμε μπριζόλες κάτω από μια ομπρέλα θαλάσσης (η ομπρέλα θαλάσσης μας φέρνει πιο κοντά!) ή τυλιγμένοι με κουβέρτες ωσάν Εσκιμώοι.

Σήμερα επιθυμώ διακαώς να κόψω τις φλέβες μου με τσιμπιδάκι για τα φρύδια και στη συνέχεια να τις πλέξω σταυροβελονιά. Αυτή η επιθυμία είναι απόρροια της προσπάθειας εγκατάστασης καινούριας γραμμής ίντερνετ ΚΑΙ καινούριου router ταυτόχρονα στο γραφείο, η οποία απεδείχθη ατελέσφορη και κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Ο τυπάς από την σούπερ ουάου τραλαλά logistics δεν-ξέρω-και-γω-τι εταιρία ιδρώνει και ξεϊδρώνει προσπαθώντας να ακολουθήσει τις οδηγίες που του φωνάζει ένα πράμα που μοιάζει με gameboy. Ανεπιτυχώς. Ως αποτέλεσμα, κανείς δε μπορεί να λάβει mail, ergo δεν έχουμε κανένα λόγο να βρισκόμαστε εδώ αφού όλες οι επικοινωνίες με πελάτες και προμηθευτές γίνονται ηλεκτρονικά. Οπότε κοιταζόμαστε απελπισμένα, λέμε ανούσιες αηδίες και καλά για να περάσει η ώρα, αλλά όλοι έχουμε στο μυαλό μας τα mail που περιμένουμε από τους πελάτες, τα οποία κάπου έχουν σκαλώσει και δεν έρχονται και ωχ αμάν τι θα κάνουμε τώρα, παναγία μου, βοήθειααααααααααα.

Επίσης ήθελα να πω για το εκπληκτικό σπορ που ονομάζεται το Κυνήγι Της Τέλειας Σαπουνόφουσκας, το οποίο παίζεται ως εξής: καταρχάς βουτάμε αυτή την αηδία που φτιάχνει τις σαπουνόφουσκες από την πιτσιρίκα που δεν κάνει μ’ αυτές τίποτε σημαντικό ούτως ή άλλως. Στη συνέχεια η Joyce κι εγώ αρματωνόμαστε τη φωτογραφική της έκαστη και ο Dean παίρνει θέση στο τραμπολίνο. Το επόμενο εικοσάλεπτο έχει ως εξής: Dean χοροπηδάει τραμπολίνο ξεφυσώντας φούσκες όσο το δυνατόν ψηλότερα, Joyce κι εγώ προσπαθούμε προλάβουμε φωτογραφήσουμε πριν σκάσουν. Προκύπτουν απίστευτες καραγκιοζιές, ταρζανιές κι αυστραλοπιθηκισμοί, επειδή έχουμε τα μάτια μας στις φούσκες με αποτέλεσμα να κουτουλάμε η μία την άλλη, το φράχτη, το τραπέζι, τις καρέκλες, την ομπρέλα και τα πάντα γενικώς κι επίσης γινόμαστε σύσκατες γιατί πριν λίγες ώρες στάνταρ είχε βρέξει κι εμείς κυλιόμαστε στο γκαζόν προσπαθώντας να φωτογραφήσουμε τις σαπουνόφουσκες με φόντο τον ουρανό τρομάρα μας. Ο Vince είναι ο λιγότερο σχιζοφρενής της ομήγυρης, μας παρακολουθεί με την πιτσιρίκα που της βουτήξαμε τις σαπουνόφουσκες αγκαλιά, και κανείς από τους 2 δε μπορεί ν’ αναπνεύσει απ’ το γέλιο. Ευτυχώς η συγκατοικός μου λείπει από το σπίτι πολύ συχνά, και δεν ξεφτιλίζομαι εντελώς τελείως. Εδώ θα έπρεπε ίσως να προσθέσω ότι οι γείτονες, Dean, Joyce και Vince είναι γύρω στα 45-50, αν αυτό σου λέει κάτι. κι επίσης θα έπρεπε μάλλον να πω ότι συνήθως προηγείται οινοποσία (χικ).

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

I can see you

Στο δωμάτιό μου ξεκουράζονται χαλαρά οι κούτες με τα πράγματά μου που έφερα από τη Γαλλία. Πού και πού με κοιτάνε απορημένες, ρωτάνε αν έχω σκοπό να τις ανοίξω. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω. Δεν αποφασίζω να τις ανοίξω γιατί δεν ξέρω αν θα μείνω. Δεν ξέρω αν αυτό το σπίτι θα γίνει σπίτι μου. Δεν ξέρω αν θέλω να γίνει σπίτι μου.
Ο καιρός περνάει πολύ γρήγορα τώρα τελευταία. Άρα περνάω καλά μάλλον. Δεν έχω τις παρέες μου, δεν έχω καν κάποιον να μιλάει τη γλώσσα μου∙ αλλά ίσως αυτό να μην έχει & πολλή σημασία.

Είμαι ξαπλωμένη στο χορτάρι με κλειστά μάτια και νιώθω στο δέρμα μου τον ήλιο να παίζει κρυφτό με τα σύννεφα. Το χορτάρι γαργαλάει τις παλάμες μου. Ένα πράσινο ζωύφιο χοροπηδάει στα δάχτυλά μου. Ξέρω ότι είσαι εκεί. Νιώθω την αύρα σου γύρω μου παντού. Ξέρω ότι οι κατάμαυρες ίριδες των ματιών σου με παρακολουθούν.

Σάββατο 20 Ιουνίου 2009

Διάλογος 4

- Ζέστη.
- Μμμ. Σε λίγο θα ρίξει καρέκλες πάλι.
- Τι αισιοδοξία θέ μου.
- Γι’ αυτό με λατρεύεις.
- ……βαριέμαι.
- Μπα; Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε.
– Λέω να πάω καμμιά βόλτα.
- Στο καλό.
- Τι; Πες μου ότι δε θα ‘ρθεις. Πες το μου κι αυτό.
- Δε θα ‘ρθω.
- Ιχιχιχιχιχιχιχιχι
- Τι γελά’ ρε μογγολάκι;
- Με τα χάλια σου.
- Μια χαρά είναι τα χάλια μου σε σύγκριση με τα δικά σου.
- Ναι αλλά εγώ είμαι και γαμώ τα παιδιά.
- Γάμησέ τα είσαι.
- Α πάγαινε ρε.
- Τι θα γίνει μ’ εκείνη τη βόλτα;
- Φύγαμε.
( Καμμιά κίνηση)

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009

Διάλογος 3

- Γιατί σπουδάζουμε;
- Ποιοι;
- Γενικά ρε παιδί μου. Γιατί σπουδάζει ο κόσμος;
- Για να έχει δικαιολογία που δε δουλεύει και να καταναλώνει το πατρικό εισόδημα χωρίς τύψεις.
- Λες;
- Κανονικά.
- Και μετά γιατί δουλεύουμε;
- Γιατί νομίζουμε ότι έτσι θα βγάλουμε λεφτά.
- Κι αφού δε βγάζουμε γιατί δεν τα παρατάμε; Γιατί μένουμε στα ίδια μετά για μια ζωή;
- Γιατί μετά βολεύεσαι ρε. Βολεύεσαι να γκρινιάζεις για τη μιζέρια σου & ουσιαστικά βαριέσαι να κυνηγήσεις κάτι άλλο.
– Δηλαδή πρέπει να τα παρατήσω και να ψάξω κάτι άλλο;
- Όχι. Όχι ακόμα. Είναι νωρίς για σένα. Περίμενε λίγο να δεις πού θα σε πάει.
- Μάλιστα.
- Ρε, φρικιάζεις πάρα πολύ. Δε χρειάζεται να φρικιάζεις τόσο.
- Ναι αλλά τα χρόνια περνάνε και μάλιστα γρήγορα.
- Δεν έχει να κάνει αυτό. Τα χρόνια θα περάσουν ότι και να κάνεις. Οπότε μη τα περνάς μες τον πανικό.
- Καλά.
- Καλάμια.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

Διάλογος 2

- Με γουστάρει λες;
- Μπαρδόν;
- Λέω, εσύ τι λές; Με γουστάρει;
- Έτσι πιστεύεις;
- Απάντησέ μου ρε παιδί μου.
- Να σου πω μια ριζοσπαστική ιδέα; Γιατί δε τον ρωτάς επιτέλους να τελειώνουμε; Έλεος!
- Αυτό αποκλείεται.
- Όμορφα. Κάτσε λοιπόν βράσε στο ζουμί σου και σκάσε.
- Δε με βοηθάς.
- Εσύ δε σε βοηθάς.
- Εσύ δηλαδή θα τον ρώταγες.
- Εγώ θα του την είχα πέσει στεγνά χρόοοοοονια τώρα. Κότα.
- Τι λε’ ρε παιδί μου. Έχω μια μάντρα στο αυτοκίνητο.
- Κορόιδευε. Εμένα δε με τσούζει που δεν ξέρω, δε γυρίζω εγώ μες το κουβάρι μου.

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

Διάλογος 1

- Δεν είμαι καλά.
- Σώωωωωπα
- Όχι αλήθεια. Δεν είμαι καλά.
- Αλήθεια. Ποτέ δεν είσαι καλά.
- Σκάσε
- Τι να σκάσω; Αφού πάντα κάτι σου φταίει.
- Δεν είναι έτσι.
- Αλλά; Πώς είναι; Μια είσαι μόνη σου και θες παρέα, μια έχεις παρέα και θες να είσαι μόνη σου. Μια δεν έχεις ελεύθερο χρόνο και γκρινιάζεις ότι δεν προλαβαίνεις και μια έχεις ελεύθερο χρόνο και γκρινιάζεις ότι βαριέσαι. Είσαι στην Ελλάδα και μιζεριάζεις γιατί θες να πας Γαλλία. Πας Γαλλία και μιζεριάζεις γιατί θες να πας Αγγλία. Πας Αγγλία και μιζεριάζεις γιατί δεν ξέρεις πού θες να πας. Παράτα με. Κουράστηκα.
- Δε σε παρατάω. Χρειάζομαι κάποιον να μιλάω.
- Έχεις πολύ κόσμο διαθέσιμο άμα θες να μιλήσεις.
- Ναι αλλά δεν είναι εδώ. Δε μπορούν να καταλάβουν.
- Δεν τους αφήνεις να καταλάβουν.
- Δε μπορώ. Τα είπαμε αυτά.
- Δεν είπαμε. Εσύ είπες ότι δε τους αφήνεις να δουν τι είσαι. Γι’ αυτό κάθεσαι και πρήζεις εμένα.
- Θες να τους αφήσω να δουν τι είμαι;
- Μπα; Από πότε σε νοιάζει τι θέλω εγώ; Αφού τα δικά σου θα κάνεις πάλι στο τέλος.
- Δεν είναι αλήθεια. Πάντα σκέφτομαι και τους άλλους.
- Αυτό λέω κι εγώ.

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

Welcome to England

‘You’re not bad-looking’

Σόρι ρε παιδιά. Είναι ατάκα αυτή;

Τρίτη 12 Μαΐου 2009

Συμπράγκαλα

Τελευταία νύχτα που είμαι μόνη στο σπιτάκι μου. Αηδόνια έξω. Απαλό κιτρινωπό φως του δρόμου. Ησυχία. Κρασάκι. Μουσικούλα παίζει σιγανά. Ο γείτονάς μου της απέναντι πολυκατοικίας που όλο το χειμώνα τον κατασκοπεύω αλλά δε τον έχω γνωρίσει ποτέ κάθεται ακόμα στο παράθυρο με τη λάμπα και γράφει. Όπως πάντα. Φεύγει κάθε Παρασκευή απόγευμα και γυρίζει κάθε Κυριακή απόγευμα. Πόσο χρονών είναι; Από πού είναι; Πώς τον λένε; Τι δουλειά κάνει; Δε θα μάθω ποτέ…

Το μπουρνούζι μου κρέμεται στο μπάνιο. Ο κίτρινος κάδος μου είναι στο χωλ. Οι αφίσες και οι φωτογραφίες μου στον τοίχο. Τα πολύχρωμα μαξιλάρια από δω κι από κει. Η μικρή μου μάγισσα κρέμεται στο γραφείο και τα σακκουλάκια με το τσάι στα ντουλάπια της κουζίνας. Το ψάθινο πιάτο με τα κεριά στο τραπέζι. Τα γλαστράκια στο κομοδίνο. Τα γάντια και οι μπουτονιέρες μου στην κουρτίνα. Η μικρούλα βιολετί λάμπα δίπλα στον υπολογιστή. Το πορτοκαλί στριφογυριστό τασάκι υπομένει καρτερικά τόνους τσιγάρα. Οι παντόφλες με τους ροζ Σνούπι πεταμένες άτσαλα. Τα άπλυτα στην τεράστια τσάντα κάτω από το γραφείο. Το πάνω ράφι του ντουλαπιού κάτω από το νεροχύτη γέρνει λίγο. Η μισοσπασμένη κούπα σε σχήμα καμηλοπάρδαλης που αρνούμαι να πετάξω. Το φούξια χαλάκι μπάνιου σε σχήμα ψαριού. Το πορτοκαλοκιτρινοκόκκινο πάπλωμα πάντα άστρωτο. Η κυπαρισσί κατσαρόλα. Η καφετιέρα. Η κουρτίνα του μπάνιου με τα δελφίνια. Το ταμπελάκι gone to the beach στο νιπτήρα. Οι μοβ βεντούζες σε σχήμα βάτραχου. Το κουτάκι από φαγιεντιανή που μου χάρισε η Φοίβη, το κερί του ρακούν, η αφιέρωση του Χρήστου. Ο πάπιος από τα παιδικά του Ικέα που χωράει τα πάντα κρεμασμένος στην πόρτα του μπάνιου. Το πρόγραμμα του δεύτερου εξαμήνου. Όλα. Όλα είναι στη θέση τους και σε κατάσταση αναμονής. Έτοιμα να μπουν σε κουτιά και να ξαναφύγουν. Μαζί μ’ εμένα. Προς τα πού πάω;

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

Ρόδες που παν στο πουθενά

Δεν είναι ρόδα η ζωή. Δεν γυρίζει. Ο,τι πέρασε δεν ξανάρχεται και όσο και να θες ποτέ δεν γυρίζεις πίσω εκεί που ήσουν πριν. Όσο και να θες. Η ζωή περνάει και ο καθένας τραβάει προς εκεί που νομίζει καλύτερα και ο χρόνος δε σταματάει. Ποτέ. Δεν έχει σημασία πόσο το θες, δεν έχει σημασία αν νομίζεις ότι θα είσαι καλύτερα, δεν έχει σημασία αν νομίζεις ότι το πισωγύρισμα θα σε λυτρώσει. Κι ακόμα κι αν με νύχια και με δόντια τραβάς πίσω και κάποιον άλλο μαζί σου, δε θα είναι ποτέ ο ίδιος. Τα μάτια του δε θα φέγγουν το ίδιο, δε θα αφήσει ποτέ πίσω τις μικρές πληγές του παρελθόντος απλώς και μόνο γιατί αποφάσισες να τις αφήσεις εσύ. Θα περπατήσει μαζί σου για λίγο, θα νομίζεις ότι μοιράζεται μαζί σου πράγματα για τη ζωή του, αλλά ουσιαστικά θα σου λέει απλά ό,τι θέλει να βγάλει από μέσα του. Ουσιαστικά δε θα σε ακούει, θα σε κοιτάζει χωρίς να σε βλέπει και θα γνέφει καταφατικά αλλά όσα του λες δε θα τον αγγίζουν. Τα αυτιά σου θα είναι ο κάδος που πετάει τα σκουπίδια του. Κι όταν οι δρόμοι σας χωριστούν ξανά, αυτή τη φορά θα είναι για πάντα. Τίποτα δε γυρίζει πίσω. Μπορείς να μην παραιτηθείς, να σκεφτείς ότι όλο αυτό είναι μια φριχτή απαισιοδοξία, μπορείς να προσπαθήσεις αλλά δεν πρόκειται να καταφέρεις τίποτα. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να αφεθείς σ’ αυτή την απαίσια συνειδητοποίηση να σε κυριεύσει, να τη νιώσεις βαθιά σαν βάρος μέσα σου και να μάθεις να ζεις πια μ’ αυτό. Δεν μπορείς να πάρεις τίποτα πίσω.

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

- Μ’ αγαπάς;
- Πολύ.
- Γιατί;
- Γιατί δεν ξέρω πώς να μη σ’ αγαπάω.

Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

Σειρήνες και πάπιες

Κάθομαι και δουλεύω όλη μέρα τη διπλωματική μου. Χάνομαι με τις ώρες στο γκούγκλ (δεν είναι τρομερά αστεία λέξη το γκούγκλ;) ψάχνοντας για τις διάφορες θεωρίες των διάφορων φιλοσόφων ανά τους αιώνας και βρίζω προσωπικά και με χυδαίες εκφράσεις αυτόν που ανακάλυψε τα γερμανικά. Όλες οι πηγές είναι στα γερμανικά. Μα εγώ δεν ξέρω γερμανικά. Εγώ είμαι στη Γαλλία ρε παιδιά. The understatement of the year. Είμαι σε μια προσπάθεια πρόσμιξης της γαλλικής με τη γερμανική κουλτούρα, και η προσπάθεια αυτή έχει καταλήξει επιτυχής μόνο όσον αφορά την αρχιτεκτονική. Όλα τα άλλα είναι για γέλια. Με αποκορύφωμα την τοπική αλσατική διάλεκτο, την οποία κάθε φορά μπερδεύω με τα γερμανικά, λέω δε σας καταλαβαίνω, δεν ξέρω γερμανικά, με κοιτούν βαθύτατα προσβεβλημένοι και η απομακρυνόμενη πλάτη λέει «C’est pas possible, c’est pas de l’allemand, c’est alsacien au nom de Dieu !!!» Παίρνω το βλέμμα του κογιότ που τρώει τη βόμβα στη μάπα και σκέφτεται ότι γιατί την ξανακάνω κάθε φορά την ίδια μαλακία; και τις τρελλές που έχουν λιώσει στο γέλιο και φύγαμε.

Η Αλσατία έχει ξεχωριστό Σύνταγμα απ’ όλη την υπόλοιπη Γαλλία. Δεν ξέρω αν πρόκειται για προϊόν αδιαβάθμητης ανθρώπινης βλακείας ή αν τα αλάνια οι Στρασβουργιανοί το έχουν φιλοσοφήσει το θέμα κι έχουν καταλήξει στο ότι άσε, δε ξέρεις σε ποια χώρα θα ανήκουμε αύριο, ας έχουμε και την καβάτζα.

Επίσης. Είμαι μόλις δυο βδομάδες στο Στρασβούργο και έχω βγει βόλτα στην πόλη και είναι Τετάρτη. Επί ένα τέταρτο προσπαθώ να περάσω μια γέφυρα και δε τα καταφέρνω, γιατί κάνω μπρος πίσω και ζιγκ ζαγκ λες και είμαι λιώμα παρατηρώντας μια πάπια που βουτάει στο νερό και ξαναβγαίνει όταν έχω πειστεί ότι πάει, πνίγηκε (κάτι που είναι βλακώδες, δε νομίζω ότι πνίγονται οι πάπιες, για την ακρίβεια δε νομίζω καν ότι πεθαίνουν οι πάπιες). Εκεί λοιπόν που μετράω πόση ώρα μπορεί να κρατήσει την αναπνοή της μια πάπια, σειρήνες. Αντιαεροπορικές. Τύπου τρέχτε στα καταφύγια. Δεν κάνω πλάκα. Σειρήνες.

Πρώτη σκέψη: Μας την πέφτουν οι Γερμανοί; Τώρα;
Δεύτερη σκέψη: Είμαι πολύ νέα για να πεθάνω, δεν έχω δει ακόμα τη Νέα Υόρκη!!!
Τρίτη σκέψη: Αν πεθάνω από το βομβαρδισμό και η Ελλάδα τη γλιτώσει, η μάνα μου δεν πρόκειται να με συγχωρήσει ποτέ.
Τέταρτη εικόνα: Έχω καταταγεί και είμαι με παραλλαγή σ’ ένα χαράκωμα και έχει λάσπες και βρέχει όπως στους Ατελείωτους Αρραβώνες. ΜΜΜ.

Αηδίες. Μέσα στον πανικό έρχεται και το πανάρχαιο αντανακλαστικό του να δεις τι κάνουν όλοι οι άλλοι για να κάνεις κι εσύ ακριβώς την ίδια μαλακία. Τι κάνουν όλοι οι άλλοι λοιπόν; Κοιτάω. Δεν κάνουν τίποτα. Απολύτως. Συνεχίζουν αμέριμνοι το ότι έκαναν και πριν πέντε δευτερόλεπτα. Ξανακοιτάω για να βεβαιωθώ. Κάπου εκεί διαπιστώνω ότι αυτό ήταν. Φωνάξτε αυτούς με τα άσπρα να με πάνε για θεραπεία. Ακούω σειρήνες γιατρέ μου. Και χρονομετρώ την αναπνοή της πάπιας. Δεν είμαι καλά. Ωστόσο οι σειρήνες συνεχίζουν για κανά τέταρτο, με διακοπές.

Φεύγω πανικόβλητη γιατί σκέφτομαι ή ότι έρχεται πόλεμος ή ότι πραγματικά έχω τρελλαθεί και δεν ξέρω τι προτιμάω απ’ τα δύο. Φτάνω στη σχολή καθυστερημένη και μπαίνω στην αίθουσα, πάντα πανικόβλητη και ο καθηγητής που με κοιτάει πλαγίως μόλις έχει ξεκινήσει να εξηγεί ότι κάθε πρώτη Τετάρτη του μήνα οι σειρήνες χτυπάνε στο Στρασβούργο και καλά σαν άσκηση ετοιμότητας. Welcome to Alsace, have a nice day. Μάλιστα. Το μάθαμε κι αυτό. Εγώ πάντως αν ήμουνα Γερμανός και ήθελα να μπουκάρω, θα διάλεγα στάνταρ την πρώτη Τετάρτη του μήνα. Κανείς δε θα έπαιρνε χαμπάρι το παραμικρό μέχρι που θα έφτανε ο φαντάρος να τους χώσει το όπλο στη μάπα με γιαβόλ και τα σχετικά. Σ’ αυτή την περίπτωση δε θα έτρωγα πλάτη στην ατάκα ότι δεν ξέρω γερμανικά, αλλά σφαίρα.

Τρίτη 10 Μαρτίου 2009

Ladies' night

Στο σημερινό μάθημα θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τα φοβερά, τρισμέγιστα άτομα που με ανέχονται εδώ στην ξενιτιά.

Η μάμα Ντάλτον είναι κολλημένη με την Ιρλανδία και κοντεύει να φτάσει στη Βαρκελώνη με το ποδήλατο και φτιάχνει τις ωραιότερες χωριάτικες πατάτες του κόσμου. Είναι ο άνθρωπος που θα κάνει τα πάντα την τελευταία στιγμή και παρ’ όλ’ αυτά ό,τι κάνει είναι συνήθως εξαιρετικό. Την αγαπάμε γιατί ξέρει πότε να σε υποστηρίξει και ξέρει πότε να στο πει όταν έχεις κάνει μαλακία. Δεν είναι θύμα ρε παιδί μου, είναι ο εαυτός της κι είναι και γαμώ τα παιδιά. Δέκα λεπτά με τη μάμα και δε θα σου μείνει άντερο. Λέει συνέχεια «Καλά παιδιά, τον παίζουμε» και ξέρει απίστευτα γαλλικά και τη μισούμε γι’ αυτό.

Η μικρή Ζέλα από το Γαζέλα είναι φοβερό party animal και πάντα βγάζει το κρεμμύδι από τους ντοματοκεφτέδες μου και λέει συνέχεια «Πω ρε coňo!!!» και είναι ο άνθρωπος που θα σε ξυπνήσει στις 3 η ώρα το πρωί γιατί έχει κέφια και θα στήσει επιτόπου αυτοσχέδιο πιτζάμα πάρτυ και θα πάμε στα καπάκια για μάθημα με τα μάτια τούμπανα και με ένα ελαφρύ hangover. Την αγαπάμε γιατί πάντα θα είναι μέσα σε ότι κανονίζουμε και, επίσης, πάντα θα κάτσει ν’ ακούσει ότι έχεις να πεις και θα προσπαθήσει να βοηθήσει. Πανικοβάλλεται με απίστευτα πράγματα ήσσονος σημασίας και οι εκδηλώσεις του πανικού αυτού θα έπρεπε να έχουν κινηματογραφηθεί. Έχει τα πιο τέλεια πόδια του κόσμου και τη μισούμε γι’ αυτό.

Η μικρή πριγκίπισσα θα σου βάλει τις φωνές άμα μπεις σπίτι με τα παπούτσια, αλλά θα σου φτιάξει και το μαλλί άμα είναι αχτένιστο. Είναι τρομερά φιλόξενη και μπορεί να κατοικοεδρεύεις σπίτι της 3 μέρες συνεχόμενες και να έχεις φάει όλα της τα μπισκότα και δε θα παραπονεθεί ποτέ, αρκεί να χρησιμοποιείς πάντα σουβέρ, λέει συνέχεια «Χαχαχα, τον ήπιαμε!» και θα σε πάρει τηλέφωνο ακριβώς πριν σηκώσεις το ακουστικό να την πάρεις εσύ για να πάτε να δείτε ακριβώς την ταινία που θες να δεις κι εσύ. Την αγαπάμε γιατί έχει απίστευτο γούστο και γιατί είναι η φοβερότερη παρέα του κόσμου για ταξίδια. Επίσης δε τη νοιάζει να μοιράζεται όλα της τα λεξικά και τις σημειώσεις. Είναι η μόνη που έχει μπανιέρα στο σπίτι της και τη μισούμε γι’ αυτό.

Η Her Majesty είναι ναζιάρα όσο δεν παίρνει, αλλά ένα βλέμμα της αρκεί για να μείνεις παγωτό και να λουφάξεις στη γωνιά σου αναρωτώμενη πού πήγε το λεωφορείο που μόλις σε πάτησε. Αλλάζει θέση στα έπιπλα κάθε βδομάδα και κερδίζει στο Scrabble ακόμα και τη μάμα Ντάλτον και λέει συνέχεια «C’est comme ça, tu vois?». Θα σου φτιάξει καφέ και ψιψιψόνια να μασουλήσεις και είναι ο άνθρωπος που μπορείς να συνυπάρξεις άνετα, είτε κουβεντιάζοντας με τις ώρες, είτε στην απόλυτη σιωπή. Μπορεί να έχεις βδομάδες να τη δεις, αλλά θα εμφανιστεί από το πουθενά και θα σε πάει στο πιο ωραίο μαγαζί της πόλης (αφού χαθεί 5 φορές στην πορεία). Την αγαπάμε γιατί άμα της δώσεις ένα μοχλό θα κινήσει τη γη ολόκληρη. Είναι εκπληκτικό. Μένει σε μια σοφίτα στον έκτο σ’ ένα κτίριο που δεν έχει ασανσέρ και τη μισούμε γι’ αυτό.

Ο άνθρωπος λοιπόν που ανέχονται αδιαμαρτύρητα, η pizza pano! (εγώ), θα μαγειρέψει λαχανοντολμάδες και θα καλέσει όλες τις προαναφερθείσες για φαϊ, θα ρωτήσει αν θέλει κανείς καφέ και μετά από μία ώρα δε θα έχει ξεκινήσει ακόμα να τον φτιάχνει, είναι η μόνη που θα κόψει λάσπη όταν όλες οι άλλες βλέπουν παιδάκι και τρέχουν να το ζουλήξουν, θα φορέσει δεκάποντα οποιαδήποτε ώρα της μέρας της τη βαρέσει, θα ρωτήσει ότι παράνοια τις έρθει στο κεφάλι σχετικά με το πιο άκυρο πράγμα του κόσμου και την πιο ακατάλληλη στιγμή του κόσμου, θα σου γράψει στο msn πάντα στα ελληνικά και θα σου σπάσει τα νεύρα, είναι η μόνη που μπορεί να την πάρεις τηλέφωνο στις 4 η ώρα το απόγευμα και να κοιμάται και λέει συνέχεια «Θα τεμαχιστείς!!!» και «Να πανικοβληθώ;». Παίζει συνέχεια φιδάκι την ώρα του μαθήματος και οι καρέκλες στο σπίτι της δε φτάνουν ποτέ για να κάτσουν όλοι και άμα αρχίσει μιλάει ακατάπαυστα και τη μισούμε γι’ αυτό.

Κορίτσια, αι λόβ γιου κάργα.

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009

Κουακ-κουακ

Δεν ξέρω αν έχεις δει ποτέ πάπιες πάνω σε παγωμένη λίμνη να γλιστράνε και να τρώνε σαβούρα αεροπλανική. Είναι ένα από τα πιο αστεία πράγματα που έχω δει στη ζωή μου.

Κυριακή 1 Μαρτίου 2009

Αναπολώντας την Αθήνα part 2

- Πάνταααα…..
- ….
- Πάνταααα….
-….
- Πάντα;
- Σου ‘χω πει εκατό φορές να μη με ξαναπείς Πάντα.
- Χαχαχα.
Τι βλαμμένο αυτό το παιδί. Έχει κέφια πάλι σήμερα. Τον αγνοώ και κάθομαι στο μπαρ δίπλα στην Ελευθερία και απέναντι από το Σπύρο που έχει αποφασίσει ότι είναι βραδιά Calexico σήμερα και είμαι ιδιαίτερα ευτυχής γι’ αυτό. Φιλιόμαστε σταυρωτά με την Ελευθερία λες και έχουμε να βρεθούμε 100 χρόνια.
- Κορίτσια, σφηνάκια!
Και ο Σπύρος έχει κέφια σήμερα.
- Ορκίστηκες;
- Αμέ.
- Και;
- Τι και;
- Είσαι χαρούμενη;
Τι να του πεις;
- Ναι.
- Ουουουου. Σίγουρα. Το βλέπω.
- Πάντααα…
Βρε καλώς τον.
Έχει στηθεί ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου και με κοιτάει. Θέλω πάρα πολύ να του σπάσω το κεφάλι αλλά δε μπορώ. Δε μπορώ γιατί είναι κούκλος και έχει γαλαζοπρασινογάλαζα μάτια στο χρώμα της Καραϊβικής μια μέρα ηλιόλουστη αλλά όχι πολύ ζεστή και μυρίζει αυτό το πράγμα που είναι σαν μαλακτικό και ψωμάκια που μόλις έχουνε βγει από το φούρνο. Επιπροσθέτως με κοιτάει μ’ αυτό το ύφος που λέει «Μόλις τελειώσω μαζί σου δε θα μπορείς να σταθείς στα πόδια σου.»
- Συγχαρητήρια! Είσαι μεγάλος φύτουκλας αλλά συγχαρητήρια! Πρέπει να πετάς στα σύννεφα!
- Ξανθούλη…
- Μμμ;
- Αει στο διάολο νυχτιάτικα.
- Χαχαχα.
Ωραία. Το ‘χουμε. Έχουμε κάνει την κουβέντα περί ορκωμοσίας ήδη, ξέρει πολύ καλά ότι δεν είχα κανέναν ενθουσιασμό και ότι με το ζόρι πήγα αλλά μάλλον πιστεύει ότι είναι ιδιαίτερα διασκεδαστικό να κάνει λες και κατέκτησα το διαγαλαξιακό πρωτάθλημα. Του φυσάω τον καπνό στη μούρη. Δεν πτοείται.
- Λοιπόν, τι πίνουμε;
Έχει σκύψει και καλά να δει τι πίνουμε, αλλά βασικά ακουμπάει το μάγουλό του στο δικό μου. Τα γένια του μου σηκώνουν την τρίχα και αυτομάτως σκέφτομαι ιδρώτες και αγκομαχητά και τα σχετικά, αλλά επίσης αυτομάτως και με σηκωμένο το φρύδι κοιτάω την Ελευθερία που προσπαθεί να μη γελάσει. Ακούω τη φωνή της στο κεφάλι μου «Δεν πρόκειται να βγάλεις άκρη μαζί του ποτέ!» Ενδεχομένως.
- Εμείς πίνουμε τεκίλα. Εσείς που είστε και σε ηλικία εμφράγματος καλύτερα να πάτε στο κρεβατάκι σας σιγά σιγά.
Όχι θα τον άφηνα.
- Δε σου έχω πει να σταματήσεις να πίνεις αηδίες;
Όχι θα με άφηνε.

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

Αναπολώντας την Αθήνα

Κοιτάω κάτω. Οι μοβ σατινένιες γόβες μου με κοιτάνε κι αυτές και μου λένε «Άστο κοπελιά, δε το ‘χεις. Σήμερα δε το ‘χεις.» Τις αγνοώ. Κοιτάω τα μάτια μου στον καθρέφτη του οδηγού. «Το ‘χεις χάσει, το ξέρεις; Μιλάς με τα παπούτσια σου.» Πετάμε το τσιγάρο, φοράμε το γυαλί. Φύγαμε. Κατεβαίνουμε την εθνική όπως κάνουμε κάθε μέρα τα τελευταία έξι συναπτά έτη. Όπως πάντα υπάρχουν διάφοροι απίστευτοι τύποι δεξιά κι αριστερά που λατρεύω να τους παρατηρώ (αλλά μη φύγουμε και σε κανένα διάζωμα). Οι οδηγοί νομίζουν ότι είναι αόρατοι, λες και τα αυτοκίνητα είναι φτιαγμένα από συμπαγές μπετόν. Γελάω μόνη μου πάλι. Φτάνω μετά από 45 λεπτά (γιατί δεν έχει κίνηση και γιατί όταν είμαι μόνη στο αυτοκίνητο – πάντα δηλαδή – τρέχω σαν τρελλή) παρατηρώντας με στερεοσκοπική όραση μη μας την πέσει κανένας πολjιτσμάνος, γιατί εννοείται δεν κυκλοφορούμε στο δακτύλιο σήμερα. Βρίσκω να παρκάρω στη Σίνα και κάνω νοερό memo να παίξω λόττο αύριο. Κατεβαίνω, παίρνω τις σακούλες στο ένα χέρι, τον καφέ στο άλλο, ψιλοτρέχω γιατί έχω αργήσει και πάντα πάντα πάντα μετά από τρία λεπτά γυρνάω πίσω γιατί δε θυμάμαι αν κλείδωσα. Κάπου στο μεσοδιάστημα πάντα πάντα πάντα χτυπάει το κινητό, χαίρομαι, σκέφτομαι ότι είναι ο μπάρμαν με κανά χαζό σχολιάκι για να ξεαγχωθώ, αλλά φυσικά όχι μόνο δεν είναι ο μπάρμαν, αλλά όταν επιτέλους βρίσκω το τηλέφωνο έχει σταματήσει να χτυπάει κι υπάρχει από ένα άγνωστο σταθερό ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή του στυλ «Έλα, εγώ είμαι, πάρε με.» χωρίς βέβαια να πει ποιος είναι και κάθομαι σαν την ηλίθια κάθε φορά ν’ αναρωτιέμαι ποιο υπερφίαλο εγωκεντρικό ον με πήρε. Αίσχος.

Μπαίνω στο Ροζ. Επικρατεί το ίδιο χάος όπως κάθε μέρα. Ενθουσιώδη σχολιάκια ακούγονται από την ομήγυρη αλλά δε μασάω, είναι οι γόβες, είναι πάντα οι γόβες. Τους κοιτάω επιτιμητικά. Άλλοι σφουγγαρίζουν, άλλοι μαζεύουν τα πάντα που είναι πεταμένα παντού, άλλοι διαβάζουν το κείμενο, άλλοι ράβουν ξηλωμένα ρούχα, άλλοι τεντώνονται, χασμουριούνται και πίνουνε καφέ και λένε για την εξεταστική που δε λέει να τελειώσει ποτέ. Αυτοί ακριβώς οι τελευταίοι με το που με βλέπουν σηκώνονται και τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις χωρίς λόγο κατά την ταπεινή μου άποψη, γιατί εγώ είμαι πααααρα πολύ γλυκιά όπως όλοι ξέρουμε, αλλά αυτοί σκέφτονται «Μαλάκες πάμε να κάνουμε καμμιά δουλειά γιατί άμα βάλει τις φωνές πάλι θα την κόψω κομματάκια.» Κοιτάω πλαγίως τη Μαριλένα που γελάει κάτω από τα μουστάκια της και λέει «Πραγματικά έπρεπε να είχες διαλέξει άλλο επάγγελμα.»

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Αντί να κοιμάμαι θυμάμαι

Δεν έχω μεθύσει ποτέ. Η τουλάχιστον, δεν έχω μεθύσει ποτέ τόσο ώστε να χάσω τον έλεγχο, να μη θυμάμαι. Φοβάμαι πάρα πολύ. Να χάσω τον έλεγχο, εννοώ. Δεν ξέρω πως μπορεί ν’ αντιδράσω, δεν ξέρω τι μπορεί να κάνω κι αυτό με τρομάζει. Κάθομαι απλώς, ελαφρώς ζαλισμένη, και κοιτάω όσους είναι μεθυσμένοι με φοβερή περιέργεια. Τις κινήσεις τους, τις αντιδράσεις τους, τα λόγια τους. Έχω δει μεθυσμένους πανευτυχείς, που γελούν και χορεύουν και φωνάζουν δυνατά χωρίς να τους νοιάζει τι σκέφτονται όσοι τους βλέπουν. Έχω δει μεθυσμένους με μάτια χαμένα να κοιτάνε το απόλυτο κενό, ανίκανοι να τινάξουν το τσιγάρο που καίγεται ανάμεσα στα δάχτυλά τους. Έχω δει μεθυσμένους να μη μπορούν να κρατηθούν και να τρέχουν να ξεράσουν στο κοντινότερο μπαλκόνι ή νεροχύτη. Έχω δει μεθυσμένους να κάνουν φιλοσοφικές συζητήσεις και να προσπαθούν να πείσουν τους πάντες ότι είναι μια χαρά. Εγώ δεν ξέρω σε ποια κατηγορία ανήκει ο μεθυσμένος εαυτός μου. Ίσως μάθω κάποια μέρα.

Θυμάμαι. Ήμασταν σπίτι σου, στο κρεβάτι σου. Κεριά αναμμένα. Ποτήρια κρασιού άδεια στο κομοδίνο. Η μουσική έπαιζε ακόμα. Νερά στο πάτωμα. Δε θυμάμαι τι ώρα ήταν, πάντως ήταν νύχτα. Δε σε αγγίζω, κι όμως σε νιώθω πάνω μου παντού. Εσύ θυμάσαι; Νομίζω ότι κοιμάσαι. Δεν κοιμάσαι όμως. Ανασηκώνεσαι στο κρεβάτι, βάζεις το μαξιλάρι στην πλάτη σου. Αρχίζεις να μιλάς. Δε δίνω και πολλή σημασία σε ότι λες, είμαι ακόμα χαμένη στο διάστημα. Μέχρι που μου πετάς τη βόμβα. Η ηχώ της αντηχεί σε κάθε μήκος και πλάτος του μυαλού μου, την ακούω από μακριά και νομίζω στην αρχή ότι με κοροϊδεύεις. Γυρνάω και σε κοιτάω. Έχεις σταυρωμένα τα χέρια και κοιτάς κάτω. Μιλάς σοβαρά λοιπόν. Νομίζω ότι αυτό που έπαθα ήταν η πρώτη – και μοναδική – κρίση πανικού που έχω πάθει ποτέ. Δεν είναι απλώς ότι δεν το χωράει το μυαλό μου. Αυτό που ένιωσα ήταν λες και ένας δυνατός σεισμός κατέστρεψε όλο τον κόσμο μου. Μετά από κάτι τέτοιο, δε μπορεί να υπάρξει πια ζωή. Αρνούμαι να το επεξεργαστώ, αρνούμαι να μιλήσω, δε μπορώ καν ν’ ανασάνω. Σηκώνομαι σαν τρελλή κι αρχίζω να ντύνομαι. Δεν κουνιέσαι καθόλου, είσαι ακόμα με τα χέρια σταυρωμένα και το μόνο που λες είναι «Σταμάτα. Άκουσέ με λίγο.» Εγώ όμως δε θέλω ν’ ακούσω τίποτα. Θέλω να πάω κάπου, οπουδήποτε, προκειμένου να σταματήσει η καρδιά μου να σκίζεται σε κομμάτια. Βγαίνω από το δωμάτιο και μόνο τότε αποφασίζεις να με ακολουθήσεις. Θυμάσαι; Φτάνω στην πόρτα και μετά βίας βάζω τα παπούτσια μου. Έχεις σταθεί στην κάσα της πόρτας με τα χέρια σταυρωμένα και μου λες «Σταμάτα. Άκουσέ με λίγο.» Δε μπορώ πια να κρατηθώ, δε μπορώ πια να κάνω τίποτε άλλο από το ν’ αρχίσω να ουρλιάζω σαν παράφρων, να σε κατηγορώ με ό,τι λέξεις μου έρχονται στο κεφάλι, να σε βρίζω για τα σκατά που έχεις στο κεφάλι σου, για το αβυσσαλέο θράσος και τη σκληρότητα που πρέπει να ‘χει ένας άνθρωπος για τολμήσει να ξεστομίσει κάτι τέτοιο. Εσύ ωστόσο όχι μόνο δεν έχεις βγει εκτός εαυτού, όχι μόνο δεν εξάπτεσαι και δε φωνάζεις, αλλά με τα χέρια πάντα σταυρωμένα με κοιτάς στα μάτια και μου λες «Σταμάτα. Άκουσέ με λίγο.» Τότε συνέβη. Για πρώτη και τελευταία φορά. Έχασα το χρόνο, έχασα την υπομονή μου, έχασα ό,τι ανθρώπινο υπάρχει μέσα μου, κράτησα μόνο την οργή και το παράπονο και άρχισα να σπάω τα πάντα. Ό,τι υπήρχε στο δωμάτιο και μπορούσε να γίνει κομμάτια το έσπασα. Και ούρλιαζα. Και έσπαζα. Τα πάντα. Από τη μία άκρη στην άλλη. Ποτήρια και πιάτα και ρολόγια και λάμπες και μπουκάλια και διακοσμητικά και κορνίζες και κρύσταλλα και βάζα, όλα έπεφταν στο πάτωμα σε μια βροχή από γυάλινες σταγόνες. Κι όμως. Δεν κουνιέσαι ούτε χιλιοστό. Με παρακολουθείς ήρεμος να καταστρέφω τα πάντα και να ουρλιάζω και το μόνο που κάνεις είναι να επαναλάβεις «Σταμάτα. Άκουσέ με λίγο.» Έχω ξεμείνει από γυαλικά, από αξιοπρέπεια, από φωνή, από δάκρυα, από δύναμη, από υπομονή, ανοίγω την πόρτα και φεύγω τρέχοντας. Κατεβαίνω τη σκάλα και φτάνω στην είσοδο σα να με κυνηγάνε χίλιες ύαινες. Παλεύω ν’ ανασάνω, να ηρεμήσω, να πολεμήσω τους κεραυνούς μες το κεφάλι μου και να σκεφτώ λογικά. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, πάντως δε τα κατάφερα. Απ’ ό,τι και να είσαι φτιαγμένος, σε θέλω. Κάθε σκέψη μου σε αφορά, δε μπορώ να φύγω. Όταν το σαράβαλο κορμί μου φτάνει πίσω στην πόρτα σου, δε χρειάζεται να χτυπήσω. Είναι ανοιχτή και είσαι εκεί και με περιμένεις.

Θυμάσαι;

Ξημερώνει…και χιονίζει πάλι. Όλα είναι λευκά έξω. Πάω για ύπνο.

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

Διαφάνεια

Σήμερα θυμήθηκα κάτι που σκεφτόμουν πριν πολύ καιρό…πώς θα ήταν ο κόσμος αν όλοι οι τοίχοι ήταν διάφανοι; Είναι δυνατόν να έχουν περάσει τόσα χρόνια; Είναι δυνατόν να νομίζω ότι όλα αυτά συνέβησαν σε μια άλλη ζωή; Χρειάστηκε μόνο μια στιγμή για να θυμηθώ εκείνο το κορίτσι. Το κορίτσι με τα σγουρά μαλλιά και τη γαλλική μύτη, με τα παράξενα δαχτυλίδια και το μαύρο αντρικό παλτό…εκείνο το αφελές ονειροπαρμένο παιδί που πίστευε ότι μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο…εκείνο το παιδί που μόλις είχε μάθει να ερωτεύεται και πίστευε ότι το όνειρο μπορεί να κρατήσει για πάντα…πού πήγε αυτό το κορίτσι; Πού πήγε η καταιγίδα; Πού πήγαν οι αέρηδες που λυσσομανούσαν και οι κεραυνοί της, πού πήγε η περηφάνια και η φοβέρα της; Πώς κατάντησε ψιλόβροχο; Και…μπορεί το ψιλόβροχο να ξαναγίνει καταιγίδα; Μπορεί μέσα από τη λήθη ν’ αναστηθεί η θύμηση;

Πόσο καιρό είχαμε να μιλήσουμε; Δε θυμάμαι. Και βασικά, πόσο καιρό είχαμε να μιλήσουμε επί της ουσίας; Δεν είμαστε δυο απλοί γνωστοί, το ξέρω. Είσαι κομμάτι από μένα.

Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

Ξύπνα

Είμαι πολύ κουρασμένη. Πρέπει να πάρω αποφάσεις. Και γρήγορα. Πήγα στο Λονδίνο και το λάτρεψα. Το σπίτι μου θέλει καθάρισμα. Νιώθω ότι αιωρούμαι στο κενό. Δεν έχω τίποτα να πιαστώ. Δεν πέρασα καλά στην Ελλάδα τα Χριστούγεννα. Απογοητεύτηκα. Πρέπει να φύγω από ‘δω. Τη σιχάθηκα αυτή τη σχολή. Κι είχα έρθει με τόσο ενθουσιασμό…πρέπει να βγάλω επιτέλους τα σκουπίδια. Κουράστηκα να σπουδάζω, είναι καιρός να ζήσω. Μου λείπει η λιακάδα. Θέλω να λύσω τα μαλλιά μου και να βάλω τις πιτζάμες μου. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μου λείπει ο χορός, βλέπω στον ύπνο μου ότι χορεύω μόνη μου στη σκηνή κάτω από έναν προβολέα σ’ ένα τεράστιο άδειο θέατρο. Το ρακούν φεύγει για τρία χρόνια στη Γενεύη. Δεν ξέρω ακόμα αν μπορώ να ζήσω μ’ αυτό. Θέλω ένα πολύωρο αφρόλουτρο. Θέλω πανικό και πυροτεχνήματα. Ακούω τα Φώτα των Archive. Μου θυμίζουν τις πρόβες στο Μουσικό και μου ξεσκίζουν την καρδιά και νιώθω ότι δε μπορώ ν’ αναπνεύσω. Νιώθω την ανάγκη να ουρλιάξω. Ούτε αυτό δε μπορώ να κάνω πια. Ο Δάσκαλος θα γίνει μπαμπάς. Μου λείπει ο Τόμυ. Θέλω χρόνο. Πρέπει να φτιάξω το ποδήλατό μου. Έχουμε την παρουσίαση την Παρασκευή κι έχουμε λιώσει στο διάβασμα. Πρέπει να βρω πρακτική. Πρέπει ν’ αρχίσω την πτυχιακή μου. Πρέπει να περάσω όλα τα μαθήματα, δε θ’ αντέξω να ξαναδώσω στην επαναληπτική. Τι κάνει το αδέρφι μου; Τι κάνει η Μαρίνα; Τι κάνει ο Φάνης; Τι κάνει ο Παναγιώτης; Τι κάνει ο Κωνσταντίνος; Τι κάνει ο Τα Ρε Κομμένα; Τι κάνει η Αίθρα; Όντως…τι κάνει η Αίθρα; Πήγα στη τζενεράλε των παιδιών…μου λείπει το θέατρο, μου λείπει η σκηνή, μου λείπουν οι πρόβες, τα κοστούμια, το μακιγιάζ. Μου λείπει η αναμονή, το τρέξιμο, ο χαμός, η φασαρία, η ακαταστασία στα καμαρίνια. Δε θέλω να πάω για μάθημα αύριο. Πρέπει να πάω στην τράπεζα. Μου λείπει το άγχος πριν την πρεμιέρα, οι κρυφές ματιές από τα καμαρίνια, η Μαριλένα, η βαριά, τεράστια, σφιχτή, μαύρη μακριά φούστα μου με τις τέσσερις σειρές άσπρα βολάν που κάθε μέρα ξηλωνόταν και κάθε μέρα την έραβα. Μου λείπει ο Χρήστος με τον Αποσπερίτη πριν την έναρξη. Ο Μιχάλης σε ρόλο stage manager.Η Μαρία με το άγχος της, η Στέλλα με τα γέλια, η Σοφία με τις τσαχπινιές. Ο Θέμης και η Ειρήνη αργούν πάντα. Η Μάρω βάφει τον Παντελή. Ο Γιώργος βάζει πούδρα στο στήθος του. Η Φοίβη βάφει τα μάτια της. Η Ευγενία ασπρίζει τα μαλλιά της. Η Ελένη είναι πανέμορφη. Η Κατερίνα έχει φανταστικά μάτια. Βάφω τα μάτια του Χρήστου και του πιάνω με παραμάνα το ζωνάρι. Η Όλγα χαμογελάει. Φτιάχνω ρυτίδες στο μέτωπο της Αθηνάς. Τα μάτια μου είναι βαμμένα μαύρα και βυσσινί, τα χείλη μου κατακόκκινα. Βάζω το τεράστιο λευκό λουλούδι στα μαλλιά μου, κουμπώνω σφιχτά τα παπούτσια του φλαμένκο και ξέρω ότι σε πέντε λεπτά ξεκινάμε. Τελευταία τζούρα, τελευταία μολυβιά, τελευταίο αστείο. Η Μαριλένα λέει σκατά και φεύγει. Ο Μιχάλης λέει όλοι στο κέντρο. Αγκαλιαζόμαστε, κλείνουμε τα μάτια και αναπνέουμε. Δε μιλάει κανείς. Ο Θέμης σβήνει τα φώτα. Ησυχία. Είμαι ένα βήμα πριν την πόρτα της σκηνής. Λύνω τα βολάν της φούστας μου που πέφτουν βαριά στο πάτωμα μ’ ένα θρόισμα. Ο Παντελής μ’ αγκαλιάζει, τον σφίγγω με όλη μου τη δύναμη. Βαθιά ανάσα. Ξεκινάει η κιθάρα και ξέρω ότι ο Χρήστος έχει βγει στη σκηνή και με περιμένει. Ξέρω ότι η σκηνή είναι σκοτεινή και τη φωτίζει μόνο ο γαλάζιος προβολέας. Τη στιγμή πριν βγω ξέρω ότι κρατάω όλο τον κόσμο στο ρυθμό των καρφιών των παπουτσιών μου. Είμαι ελαφριά και μπορώ να καταφέρω τα πάντα. Και θα χορέψω για τα πάντα. Για τη ζωή μου, για τους καημούς μου, για τα όνειρά μου, για τις λύπες και τις χαρές αυτού του κόσμου, για όσα έχουν σημασία, για τους ανθρώπους που αγαπάω και γι’ αυτούς που μισώ, για όσα ήρθαν και για όλα όσα δεν ήρθαν, για το αύριο το σήμερα και το χθες, για τον ουρανό και τη γη και τ’ αστέρια και κάθε ηλιαχτίδα, για το χρόνο που περνάει, για ό,τι δε μπορώ ν’ αλλάξω…έλα…
Ένα βήμα. Βγαίνω στη σκηνή.
Ξύπνα. Πρέπει να βάλω πλυντήριο.