Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010



Η Έλενα κατηφόρισε την καταπράσινη πλαγιά με τα αιωνόβια δέντρα. Κανείς δε θυμόταν πότε φυτεύτηκαν, κανείς δε μπορούσε να υπολογίσει πόσω χρονώ μπορεί να ήταν. Έμοιαζαν κάπως υπερβολικά υγιή και ευθυτενή, θα έλεγε κανείς ότι ούτε ο χρόνος ούτε ο καιρός μπορούσαν να τα επηρρεάσουν. Στην όχθη της λίμνης βρήκε το Χάρη και τον άνδρα που είχε φέρει εδώ λίγο καιρό πριν. Με τα μάτια δεμένα και με την καθοδήγηση του Χάρη, ο άνδρας έριχνε βέλη προς ένα στόχο που βρισκόταν στην άλλη όχθη της λίμνης. Δεν έβρισκε ακόμα κέντρο, αλλά, και πάλι, το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό δεδομένης της απόστασης και της έλλειψης εμπειρίας. Ο Χάρης δεν έδειξε να αντιλαμβάνεται την παρουσία της, αλλά η Έλενα άκουσε τη φωνή του στο κεφάλι της «Καλώς την.»

Αφού άδειασε τη φαρέτρα του, ο άνδρας με τα δεμένα μάτια έστρεψε το κεφάλι προς τ’ αριστερά και στάθηκε να αφουγκραστεί. Η Έλενα ήξερε ότι περπατούσε αθόρυβα, ωστόσο ο άνδρας αντιλήφθηκε την παρουσία, έβγαλε την κορδέλα από τα μάτια του και την κοίταξε ανέκφραστος. Η Έλενα χαμογέλασε.

-          Χάρη, μπορώ να τον απασχολήσω για το υπόλοιπο της ημέρας;
-          Αμέ.
-          Ευχαριστώ. Πάμε; έγνεψε στον άνδρα που την ακολούθησε κάπως απρόθυμα και εξακολουθούσε να είναι ανέκφραστος.

Ανέβηκαν την πλαγιά και διέσχισαν το πλάτωμα προς το επιβλητικό πέτρινο κτιριακό συγκρότημα που έμοιαζε να δένει με το τοπίο, πολύ απλά παρόλη την ομορφιά του, πολύ διακριτικά παρά το μέγεθός του. Πέρασαν ξύλινους διαδρόμους, ανέβηκαν μαρμάρινες σκάλες. Η Έλενα κοντοστάθηκε μπροστά σε μια βαριά ξύλινη πόρτα που φάνηκε σα να άνοιξε από μόνη της καθώς την πλησίασε.
-          Έρχεσαι;
Μπήκαν σ’ έναν ενιαίο ψηλοτάβανο χώρο που ήταν αρκετός για να χωρέσει γήπεδο μπάσκετ. Ένα τζάκι σε μέγεθος δωματίου έκαιγε στον τοίχο δεξιά, πλαισιωμένο από βαριές βελούδινες πολυθρόνες, περιστοιχισμένο από αμέτρητα ράφια με βιβλία. Ένα κρεββάτι με ουρανό που θα αρκούσε για να κοιμηθούν δέκα άνθρωποι βρισκόταν στη μέση του χώρου, πιο πέρα μία σκαλιστή ξύλινη τραπεζαρία, στον τοίχο αριστερά κουζίνα και βαριές ξύλινες ντουλάπες. Τρεις τοίχοι ήταν καλυμμένοι με πέτρα και ξύλο. Ο τέταρτος ήταν ένα τεράστιο παράθυρο, από το ταβάνι ως το πάτωμα, που έβλεπε το πλάτωμα, την πλαγιά, τη λίμνη, το δάσος, την κοιλάδα, τα βουνά στο βάθος του ορίζοντα. Η θέα ήταν εκπληκτική. Ο άνδρας έμεινε εμβρόντητος, λουσμένος στο φως του μεσημεριού που πλημμύριζε το χώρο, καθώς συνειδητοποίησε ότι, καθώς το οικοδόμημα ήταν πέτρινο, απλά δε μπορούσε να υπάρχει αυτός ο τεράστιος γυάλινος τοίχος.
 Ή μήπως όχι;
-          Σ’ αρέσει;
-          Έχω βδομάδες να σε δω.
-          Έλειπα.
-         
-          Ο Χάρης είναι εξαιρετικός δάσκαλος.
-          Δεν αναφερόμουν σ’ αυτό.
-          Το ξέρω. Έχεις κάνει εκπληκτική πρόοδο σε πολύ μικρό διάστημα.
-          Προς τα πού οδεύω δεν ξέρω.
-          Θα ήθελα να μιλήσουμε.
-          Μιλάμε.
-          Είχαμε μια συζήτηση με το Συμβούλιο που σε αφορά. Θέλουμε να σου κάνουμε μια πρόταση.
-          Τι πρόταση;
-          Όπως είπα, η εξέλιξή σου είναι εντυπωσιακή, αλλά θεωρώ ότι με βάση τις δυνατότητές σου, δεν έχουμε δει τίποτα ακόμα. Θέλουμε να σε βοηθήσουμε να εκμεταλλευτείς τις δυνάμεις σου στο έπακρο.
-         
-          Πες μου κάτι. Έχω δίκιο να πιστεύω ότι, αν υπάρχει ένα πραγμα που ποθείς περισσότερο από οτιδήποτε, αν υπάρχει που θα έκανες οτιδήποτε προκειμένου να αποκτήσεις, είναι η αιώνια ζωή;
-          ...επίσης θα ήθελα να είμαι ο Χουλκ, η Μέγκαν Φοξ να κόβει φλέβες για πάρτη μου και να τα πίνω με το Νταρθ Βέιντερ κάθε Πέμπτη.
-          Άρα έχω δίκιο.
-          Ναι. Και;
-          Θέλουμε να κάνουμε μια συμφωνία μαζί σου.
-          Θα μου πείτε το μυστικό της αιώνιας ζωής;
-          Κάπως έτσι.
-          Απ’ ό,τι πήρες δως μου και μένα.
-          Μετά απ’ ό,τι έχεις δει και καταφέρει τον τελευταίο καιρό, θα έπρεπε τουλάχιστον να ζυγίσεις την πιθανότητα ότι το εννοώ.
-          Θες να με κάνεις αθάνατο.
-          Ναι. Αυτή είναι η δική μας υπόσχεση.
-          Με αντάλλαγμα;
-          Να ταχθείς με το μέρος μας και να μας βοηθήσεις μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος.
-          Δηλαδή μέχρι πότε;
-          Αυτό δε μπορώ να το ξέρω. Αλλά δεδομένου ότι ο πόλεμος κρατάει ήδη αιώνες, δε θα έλεγα ότι θα τελειώσει σύντομα.
-          Θες να με κάνεις αθάνατο.
-          Ναι.
-          Πώς;
-          Η μετάβαση είναι δύσκολη και χρειάζεται χρόνο. Η αθανασία είναι κόντρα στους νόμους της φύσης. Το σωματικό και ψυχικό σοκ που πρέπει να υποστεί ένας άνθρωπος είναι τεράστιο. Επομένως θα χρειαστεί μεγάλο χρονικό διάστημα για να προετοιμάσεις τόσο το σώμα, όσο και το μυαλό σου.
-          Πόσο μεγάλο;
-          Εξαρτάται από τον άνθρωπο. Πιστεύω θα σου πάρει κάποια χρόνια.
-          Για να γίνω αθάνατος.
-          Περίπου. Δε θα είσαι άφθαρτος, αν αυτό εννοείς. Μπορείς να πεθάνεις, αλλά δε θα είναι από φυσικά αίτια, και θα είναι πολύ πιο δύσκολο να σε σκοτώσει κάποιος σε σύγκριση μ’ ένα κανονικό άνθρωπο.
-          Πρακτικά όμως, πώς;
-          Είναι δύσκολο να σου εξηγήσω. Σκέψου το σα μια παρατεταμένη μετάγγιση…
-          …άφθαρτων κυττάρων;
-          Μεταφορικά. Από έναν άλλο αθάνατο.
-          Υπάρχουν αθάνατοι εδώ;
-          Ναι.
-          Πολλοί;
-          Όχι.
-          Εσύ;
-          Ναι.
-          Ήσουν αθάνατη όταν με γνώρισες;
-          Όχι.
-          Κι έγινες στα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν;
-          Δέκα χρόνια μεσολάβησαν για σένα. Για μένα ήταν κάπως διαφορετικά.
-          Πώς;!;
-          Να το συζητήσουμε άλλη ώρα αυτό;
-          Βεβαίως. Γιατί δεν είστε όλοι αθάνατοι; Αφού ξέρετε τον τρόπο, γιατί δε φτιάχνετε ένα στρατό ας πούμε;
-          Η αθανασία δεν προσφέρεται σε όλους. Πρώτον, γιατί δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την απαιτούμενη κράση για τη διαδικασία της μετάβασης. Δεύτερον, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που απλά δεν επιθυμούν την αθανασία.
Τρίτον, η μετάβαση γίνεται από έναν άλλο αθάνατο, ο οποίος δίνει ουσιαστικά ένα ολόκληρο κομμάτι του εαυτού του και παίρνει ένα ολόκληρο κομμάτι του νεοφώτιστου. Οι δύο άνθρωποι αποκτούν πρόσβαση κατά κάποιο τρόπο ο ένας στο μυαλό του άλλου. Μπορούν να αισθανθούν ο ένας τον άλλο ακόμα κι αν βρίσκονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά. Είναι σα να έχεις ομοζυγωτικό δίδυμο, σα να κουβαλάς ένα άυλο πλάσμα μαζί σου παντού. Σχεδόν. Με τον καιρό μαθαίνουν και οι δύο να το ελέγχουν, αλλά θέλει πολλή επιμονή και εξάσκηση. Επομένως πρέπει ο αθάνατος που θα σε αναλάβει να είναι απόλυτα βέβαιος γι’ αυτό που πάει να κάνει, να μπορεί να σου εμπιστευτεί τη ζωή του.
-          Δηλαδή χτυπάς εσύ, πονάω εγώ.
-          Ναι, γέλασε η Έλενα. Μεταξύ άλλων.
-          Τι άλλων;
-          Δηλαδή μπορεί να έχουμε ταυτόχρονα οργασμό αλλά ο ένας από μας να μην κάνει καν σεξ εκείνη την ώρα.
-          Γουστάρω.
-          Έχει την πλάκα του. Ειδικά αν εκείνη την ώρα σε κυνηγάνε δέκα εκτελεστές να σε χρατσώσουνε.
-          Κοίτα. Αν με δουλεύεις, ήρθε η ώρα να μου το πεις.
-          Θέλω να το σκεφτείς πολύ καλά. Ό,τι και να διαλέξεις, έχεις μία ευκαιρία. Δεν υπάρχει πισωγύρισμα και, κυρίως, θα δεις όλους σου τους αγαπημένους να πεθαίνουν. Κι αυτό είναι κάτι που, λίγο ή πολύ, θα σε καταστήσει ανίκανο να δεθείς ουσιαστικά με οποιονδήποτε θνητό από δω και πέρα. Ακόμα κι αν το επιδιώξεις, ο πόνος θα σε απωθήσει, θα κάνει οποιαδήποτε σχέση σου να μοιάζει προδιαγεγραμμένη.  
-          Θα με κάνεις αθάνατο.
-          Αυτό είναι το σχέδιο, ναι.
-          Μπορώ να διαλέξω ποιος αθάνατος θα με αναλάβει;
-          Δε θυμάμαι να έχει συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο. Αλλά πάντα υπάρχει μια πρώτη φορά.
-          Ωραία. Δε θέλω να είσαι εσύ.
-          Μαζί σου. Ούτε εγώ θέλω να είμαι εγώ.
-          Όμορφα.
-          Δε μου είπες, σου αρέσει το δωμάτιό μου;

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Tears


Κλαίω άνετα. Κανένα πρόβλημα. Αλλά. Δεν κλαίω μπροστά σε κόσμο. Εδώ και χρόνια. Για κανένα λόγο, εκτός ας πούμε άμα πεθάνει κάποιος. Τώρα που το σκέφτομαι, την τελευταία φορά που έκλαψα μπροστά σε κόσμο, όντως είχε πεθάνει κάποιος.

Επομένως, όταν η κυριούλα που καθόταν στο πεζούλι παραδίπλα γύρισε και με ρώτησε γιατί κλαίω, έφαγα μία χ φρίκη.

Background information: έχουμε βγει βόλτα στο χωριό μας, έχουμε πέσει πάνω στο φεστιβάλ φαγητού, και σε μια κρίση απύθμενης ηλιθιότητας και poor judgement, από όλο το διαθέσιμο φάσμα γεύσεων που, κυρίες και κύριοι, ήταν μεγάλο, αποφάσισα ότι αυτό που θα ικανοποιούσε πλήρως τις γευστικές απολήξεις μου, ήταν ένα χοτ ντογκ. Και για να το παίξω και σκληροπυρηνική γκόμενα, έβαλα κέτσαπ και μουστάρδα, χωρίς να δω ότι επρόκειτο για μουστάρδα dijonnaise, η οποία, για όσους δεν γνωρίζουν, αποτελεί σαδιστική εφεύρεση του σατανά κατόπιν συμβουλίου με τον Νταρθ Βέιντερ, τους Νάζγκουλ και τους executives και των εννέα κύκλων της κολάσεως εν μέσω κρίσης του στυλ δε γεννιούνται πια δικηγόροι ούτε έρχονται πια γκομενάρες στο μαγαζί ούτε γίνονται πόλεμοι και δε βρίσκουμε το Δαχτυλίδι και μου βραχυκύκλωσε το φωτόσπαθο κι άρα πρέπει να βρούμε ένα γαμάτο τρόπο να εκδικηθούμε τα ποταπά ανθρωπάκια, έστω και ζωντανά.

Είμαι απίστευτος μπετόβλακας ώρες ώρες.

Στις δύο μπουκιές λοιπόν καταρχήν αρχίζει να πονάει το σημείο ανάμεσα στα φρύδια μου και κατά δεύτερον να καίγεται όλο το είναι μου. Ολόκληρο. Συνεπώς τα δάκρυα ανάβλυσαν στα μάτια μου αυτόματα κι άρχισαν να τρέχουν ανεξέλεγκτα.

Τι να πω λοιπόν στην κυριούλα που με κοίταζε περίλυπη; Ναι, ξέρω, έχετε δίκιο, η ζωή είναι ωραία, είμαι ακόμα νέα, θα φτιάξουν τα πράγματα.

Αυτό.