Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Johnny

Μετά από απαίτηση του λαού, η Helena εξοστρακίστηκε από το desktop μου. Damn!

Το σλόγκαν των Gogol Bordello 'Start Wearing Purple' πήρε τη θέση της για 30 περίπου δευτερόλεπτα.

Τρεις ψιλοφριχτές κακιασμένες Halloween κολοκύθες πήραν τη θέση του για περίπου 20 λεπτά.

Και μετά ήρθε ο Jack Sparrow. Μπίχλας, με ράστα, μπιχλιμπίδια στη ράστα, δίκοχο πειρατικό, μούσι πλεγμένο κοτσιδάκια, μάτια βαμμένα μαύρα και ένα φανταστικό, ξεκαρδιστικό απορημένο-καχύποπτο βλέμμα. Το ίδιο δηλαδή μ’ αυτό που περιφέρω κι εγώ στη φάτσα μου όλη μέρα. Μόνο που εγώ δεν είμαι Johnny.

Αγαπάμε Johnny. Σαφώς!

Davy Jones: Do you feel dead?
Jack Sparrow: You have no idea.

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

Όταν το μπαμπού συναντά το management

Βρέχει. Έχω ένα σωρό δουλειές. Και τα δύο αφεντικά λείπουν στην Ελβετία, οπότε έχω λίγο περισσότερη δουλειά απ’ ότι συνήθως.
Θα έπρεπε να χαίρομαι. (και τώρα που το διαβάζω και το ξανασκέφτομαι: γιατί θα έπρεπε να χαίρομαι; Γιατί να μην έπρεπε να χαλιέμαι, ας πούμε;)

Κατά ένα μεγάλο μέρος, η δουλειά μου είναι να μιλάω όλη μέρα στο τηλέφωνο ή με mail με διάφορους απίστευτους τύπους που πιστεύουν ότι μπορούν να κάνουν τη δουλειά μου καλύτερα από μένα.

Όλο αυτό το θέμα με το μάνατζμεντ (το Word δεν υπογραμμίζει το «μάνατζμεντ». Υπογραμμίζει το καμμία και το τρελλός, αλλά όχι το μάνατζμεντ) έχει αρχίσει να εμποτίζει την όλη μου ύπαρξη, διότι βιώνω συμπτώματα του στυλ: εκεί που έχω ξυπνήσει, ψιλοπιεί καφέ, ψιλοντυθεί, ψιλοετοιμαστεί και πιάνω στα χέρια μου το eyeliner, ας πούμε, αρχίζει και εμφανίζεται σιγά σιγά στο κεφάλι μου μια λίστα με ό,τι έχω να κάνω σήμερα. Μέχρι να ξεμπερδέψω και με τα δύο μάτια η λίστα περιλαμβάνει ονόματα, αρίθμηση και ώρα (τοπική και προορισμού) αναφορικά με το κάθε task. Ανησυχώ γιατρέ μου. Πού και πού κάνω και αηδίες του στυλ στέλνω κατεπείγον mail με διορθώσεις στο γραφείο στο Πεκίνο, όπου φυσικά είναι μαύρα μεσάνυχτα. Δε με έχουν βρίσει ακόμα. Ευτυχώς.

Τώρα έχει ήλιο. Αλλά είμαι πλέον παλαίουρας και δε μασάω, ξέρω ότι σε κανά πεντάλεπτο θα ρίξει πάλι κατακλυσμό.

Πρέπει να πω ότι με όλο το θέμα με το σπίτι έχω εκτροχιαστεί και πρέπει κάποιος να με ανακαλέσει στην τάξη.

Έχω ένα κατάλογο με περίπου ένα απειρικομμύριο σελίδες – σαν ΙΚΕΑ, αλλά όχι ΙΚΕΑ.
Κάθε βράδυ τον ανοίγω, τον ξεφυλλίζω, σημειώνω τι θέλω να αγοράσω και μετά τα σβήνω και γράφω τι μπορώ να αγοράσω, κάνω τη σούμα και με πιάνει ίλιγγος. Μάλλον θα πρέπει να τη βγάλω με στρώμα αέρα και noodles in a bowl για τον επόμενο μήνα. Αλλά το πλεκτό παραβάν με τα ανάγλυφα αστέρια θα το πάρω ο κόσμος να χαλάσει (το τι θα το κάνω και το εάν πραγματικά το χρειάζομαι είναι άλλη υπόθεση).

Λοιπόν ε.
Τα έχω πάρει.
Ξεκινάω να γράφω ένα γαμωκείμενο.
Το αφήνω φυσικά στη μέση είτε γιατί στερεύω είτε γιατί πρέπει να ασχοληθώ με κάτι επείγον – και συνήθως όλα είναι επείγοντα.
Και μετά που θέλω να συνεχίσω, δε μπορώ, διότι έχει μεσολαβήσει κάποιο ελεεινό γεγονός το οποίο εκ των πραγμάτων με εμποδίζει.

Επί του παρόντος, ας πούμε, από χτες μέχρι σήμερα έμαθα ότι τελικά δεν πήραμε το σπίτι.
Και γιατί αγαπητοί τηλεθεατές δεν πήραμε το σπίτι;
Διότι η σπιτονοικοκυρά λέει δε θέλει sharers, θέλει ζευγάρι ή ένα άτομο μόνο του.
Δηλαδή σοβαρά μιλάμε; Δε θέλει παιδιά, δε θέλει ζώα, δε θέλει καπνιστές, δε θέλει sharers…τι σκατά θέλει;

Αλλά βέβαια, έπρεπε να το είχα καταλάβει για τι ψαροκασέλα μιλάμε όταν πήγαμε να δούμε το σπίτι. Δηλαδή τι είδους άτομο θα είχε για κεφαλάρι ένα τέτοιο τεράστιο ροκοκοανεγαννησιακομπαροκΛουιΣκατορζ πράμα από μπαμπού; Από μπαμπού for fuck’s sake! Να το βλέπεις δηλαδή όταν ξυπνάς και να ανοίγει η καρδιά σου ρε παιδί μου.

Κοπελιά. Να σου σπικάρω δύο φωνήεντα. Το μπαμπού απαντάται κατά κανόνα στην Ασία. Το ‘χουμε; Και χρησιμοποιείται σε σκαλωσιές και πατώματα ή και σχολεία στην Ινδονησία. Αλλά εσύ το θες ντε και καλά για διακόσμηση. Λοιπόν. Η διακοσμητική φιλοσοφία της Ασίας ουδεμία σχέση έχει με το γνωστό σε όλους μας ροκοκοανεγαννησιακομπαροκΛουιΣκατορζ στυλ, το οποίο είναι αμιγώς Ευρωπαϊκή επινόηση. Το ‘χουμε; Αν λοιπόν ντε και καλά θες να χρησιμοποιήσεις μπαμπού γιατί την έχεις δει πολύ ζεν ξαφνικά, το στυλ του θα είναι είτε μίνιμαλ αλά Ιαπωνία, είτε τσαντήρι-χριστουγεννιάτικο-δέντρο-τσίρκο-μπλιαχ αλά Κίνα, είτε θα μετακομίσεις στην Ταϋλάνδη και θα πάρεις ένα Πάντα να το ταΐζεις (όχι εμένα – ένα κανονικό Πάντα), είτε το πολύ-πολύ να το ακονίσεις για να το χώνεις κάτω από τα νύχια του κόσμου όπως κάνανε οι Βιετκόνγκ. Το ‘χουμε;

Και στην τελική μη το νοικιάζεις το γαμώσπιτο. Τον άξονα της γης μου μέσα.

Αλλά έτσι και την πιάσω στα χέρια μου τη μπρατσέρα θα γίνει ένα ωραιότατο δαμασκηνί. Και δεν είμαι και βίαιος άνθρωπος εγώ.

Για να σοβαρευτούμε σιγά σιγά.

Αι σιχτιρ πρωινιάτικα.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

Διάλογος 5

- Τι γίνεται μετά;
- Μετά από τι;
- Από ‘δω.
- Πού να ξέρω ρε; Τι είμαι, μέντιουμ;
- Τι επιλογές υπάρχουν ρε παιδί μου;
- Διάφορες. Παράδεισος. Κόλαση. Ανυπαρξία. Μετεμψύχωση.
- Ε και τι; Διαλέγω και παίρνω;
- Γιατί όχι;
- Δεν πιστεύω στη μετά θάνατον ζωή.
- Ανυπαρξία λοιπόν. Συγχαρητήρια και μπράβο.
- Είναι παράλογο;
- Είναι σίγουρα επικίνδυνο. Αν δεν πιστεύεις ότι θα κριθείς, αν πιστεύεις ότι αυτή η ζωή είναι το μόνο που υπάρχει, διατρέχεις τον κίνδυνο να επιχειρήσεις κάθε είδους ακρότητες.
- Ωραία! Ξεκινάμε;

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Ατάκες γραφείου

Η δασκάλα μου των γαλλικών λέει ότι τη φρίκη δεν την τρως στα 30, στα 40, στα 50, αλλά στα 35, 45, 55. Δεν καταλάβαινα τι εννοεί, μέχρι που έφαγα τη φρίκη των 25. Μάλλον τα πράγματα ήταν πολύ ρευστά ή ήμουν πολύ απασχολημένη για να ασχοληθώ με τα εικοστά μου γενέθλια. Στα 25 όμως υπήρξε μία καμπή, μία καμπή λέγω, διότι συνειδητοποίησα ότι τελείωσα τις σπουδές, και τώρα τι κάνουμε; Δουλεύουμε; Κραιπαλιάζουμε; Παντρευόμαστε; Παραιτούμαστε από τη ζωή και τα πάντα γενικά;

Θέλησα ρε παιδί μου να κάνω έναν απολογισμό, πώς το λένε; Στα 20 τι απολογισμό να κάνεις; Αχ, τι καλά, δεν έχω πια ακμή αλλά έχω δίπλωμα, πάμε κέφι;

Τέλος πάντων, δε ξέρω τι σχέση έχει όλο αυτό με οτιδήποτε, και, απ’ όσο ξέρω, δεν βρίσκεσαι στην καμπή ούτε των 35, ούτε των 45.

Γι’ αυτό πρέπει να περνάμε τα γενέθλιά μας με κόσμο. Γιατί αλλιώς κάθεσαι και σκέφτεσαι όλες αυτές τις πίπες και χαλιέσαι. Πέρασε άλλος ένας χρόνος. Μάλιστα. Τι έκανα αυτούς τους 12 μήνες; Και είμαι ευχαριστημένη με ότι έκανα; Πλήγωσα κάποιον; Θύμωσα; Φώναξα; Έγινα κατίνα; Έκανα αισχρές κολάσιμες απρεπείς αχαλίνωτες ιδρωμένες σκέψεις για ακατάλληλους ανθρώπους; Ε; Και αν ναι, γιατί; Αν πάλι όχι, είμαι και γαμώ τα άτομα, πω ρε φίλε, πολύ με γουστάρω.
Βέβαια, το ‘αν πάλι όχι’ δε συμβαίνει και πολύ συχνά. Αλλά τι να κάνω; Έχω πολλά πάθη που λέει κι ο Κωνσταντίνος.

(να σημειώσω ότι αυτή η παρένθεση ξεκίνησε με τις ισχνές προοπτικές μιας συνηθισμένης παρένθεσης και κατέληξε μυθιστόρημα. Τι να κάνουμε κυρίες και κύριοι, αυτά συμβαίνουν στα ζωντανά προγράμματα)
Η B, που κάθεται στο γραφείο ακριβώς πίσω μου, παλεύει εδώ και μέρες μ’ ένα καινούριο λογισμικό. Συνήθως η B νικάει γιατί είναι μέγας μάγιστρος, αλλά πού και πού νικάει το λογισμικό. Σε αυτή την περίπτωση – όπως τώρα δηλαδή – τα παίρνει και αρχίζει να μιλάει στον εαυτό της “Shit! No! Undo! Undo!”
Επίσης κάποια στιγμή πρέπει να το ανοίξω το ρημάδι το στόμα μου και να μοιραστώ με κάποιον τις αμφιβολίες μου γι’ αυτό το άτομο. Η κοπελιά λοιπόν είναι η senior project manager. Και.
1. Μιλάει στον εαυτό της όταν εκνευρίζεται με κάτι, πράγμα που συμβαίνει σχετικά συχνά.
2. Έχει δημιουργήσει την παρακάτω στιχομυθία:
B: I am struggling!
Katherine: Is there something I can help you with?
B: No, I just want people to feel sorry for me!
3. Έχει δυσανεξία στο σιτάρι και στο άμυλο (ή αυτά τα δύο συγγενεύουν κατά κάποιο τρόπο, τέλος πάντων δεν έχω καταλάβει) Τώρα πού ακριβώς χρησιμοποιείται σιτάρι ή άμυλο στη σοκολάτα δε ξέρω. Πάντως κάθε φορά που παθαίνουμε λιγούρα για cadbury’s giant chocolate buttons πάω σουπερμάρκετ (ενώ άμα ήμασταν στην Αθήνα θα πήγαινα στο ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ) και αγοράζω τέσσερα σακουλάκια buttons (για τη Sarah, την Katherine, για μένα και για τον Αντ1) και δύο μπανάνες για τη Bethan.
4. Όταν θέλησε να ξεφορτωθεί τα μπαχαρικά από τα ράφια της και τη Nutella από το ψυγείο γιατί πιάνανε λέει χώρο και την εκνευρίζανε, άδειασε το περιεχόμενο των βαζακίων στη λεκάνη της τουαλέτας. Φυσικά, η Nutella σκάλωσε και δεν έφευγε και φυσικά σήμερα, τρεις βδομάδες μετά, η τουαλέτα μυρίζει ακόμα κάρυ ανακατεμένο με κανέλλα και-δε-ξέ-ρω-και-γω-τι άλλο αποφάσισε να στείλει πακέτο στον Ατλαντικό.

Πού είναι όμως το catch: το άτομο αυτό είναι μακράν η καλύτερη project manager του γραφείου, για να μη πω όλων των εποχών. Άμα η B μανατζάριζε τη Leehman Brothers, δε θα είχε γίνει η σφαγή του Δράμαλη. Αποκλείεται.


Γι’ αυτό όταν βλέπω κάτι τέτοια παθαίνω υδροστατική εμπλοκή και δε ξέρω τι να κάνω. Ο Αντ1 γελάει και μου λεει ότι ‘Η B έχει σφεντόνα ρε παιδί μου, μη το ψάχνεις’ – άλλος από ‘κει.

Προς το παρόν θυμήθηκα κι άλλες επικές ατάκες γραφείου.
Katherine: My brain has deserted me!
(Η Katherine μία μέρα πριν το deadline του περιοδικού.)

Katherine: I can’t think! I can’t even talk about not being able to think!
(Η Katherine ανήμερα του deadline.)

Αντ1: I’m wasting ink on the computer, and for what?
(Αντ1 προσπαθεί πείσει ότι δε χρειάζεται καινούρια σύνδεση, του αρέσει η ήδη υπάρχουσα.)

Εγώ: I’m sure yours are adorable!
(Εγώ μόλις έχω ξεφουρνίσει ότι αντιπαθώ τα παιδάκια στον Αντ1 που έχει δίδυμα 20 μηνών και στη Sarah που είναι έγκυος και προσπαθώ να μαζέψω τα ασυμμάζευτα.)

Αντ1: Panda, are you busy?
Εγώ: Yes…
Αντ1: You’re busy doing what?
Εγώ: Stripping for Sarah.
Αντ1: … At least I hope she pays you well!
(Νννννναι. Stripping είναι η διαδικασία που κάνουμε όταν ‘γδύνουμε’ τα PDF σε Word. Και κατά βάση αυτό που θα έπρεπε να είχα πει είναι ‘Stripping PDF documents’ ή οτιδήποτε τελοσπάντων.)

Αντ1: If I stop breathing in and breathing out, may I die?
(Αντ1 έχει βάλει σε αναμονή ηλίθια τύπισσα που δουλεύει σε τράπεζα και του κάνει βλακώδεις ερωτήσεις. Την έβαλε σε αναμονή, μας πέταξε την ατάκα, κλάσαμε στο γέλιο, την έβγαλε από την αναμονή και συνέχισε την κουβέντα σοβαρότατος διευθυντής.)

Katherine: Ant1, can I have your opinion for something please?
Αντ1: Will I get it back?
(Καλαμπουράκι να γίνεται.)

Αντ1: B, what happened with the B2C project?
B: Elizabeth is a boy!
Καλά, μιλάμε πέσαμε κάτω και κυλιόμασταν. Η Elizabeth είναι το ένα από τα δύο κουνέλια της αδελφής της B και φυσικά δεν έχει καμμιά δουλειά στο B2C project, που έχει να κάνει με τον ετήσιο απολογισμό.
Δε ξέρω αν με καταλαβαίνεις. Ετήσιος απολογισμός και κουνέλια. Καμμία επαφή.

ΜΟΥ ΤΗ ΣΠΑΝΕ ΤΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΣΤΥΛΟ!
ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΣΤΥΛΟ!
Δηλαδή έλεος! Δε μπορώ να σου πω τώρα για τα πράσινα στυλό γιατί θα τσαντιστώ πάλι. Απλά δέξου το παράπονό μου ρε παιδί μου!

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Δε θέλω να κάνω τίποτα ρε παιδί μου, πώς το λένε;
Δεν έχω όρεξη, μεγάλε. Τέλος.

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009

Banana splash

Το Σάββατο είχαμε πάει να βάψουμε το διάδρομο στο σπίτι του Αντ1. Ακούγεται σαν καταναγκαστική εργασία έτσι όπως το λέω, αλλά πραγματικά δεν είναι. Πριν μερικές βδομάδες ξαπόστειλε όλη την οικογένεια στα πεθερικά στη Γαλλία για να κάνει μερεμέτια στο σπίτι με την ησυχία του. Ένα από τα μερεμέτια αυτά συνίστατο στο να βάψει το διάδρομο του κάτω πατώματος που (συμπτωματικά, όχι επίτηδες) συνεχίζεται και στο πάνω πάτωμα. Όταν το ανέφερε λοιπόν κάποια στιγμή στο γραφείο (ότι σκοπεύει να τον βάψει) πάθαμε μια άνευ προηγουμένου κρίση ενθουσιασμού και προσφερθήκαμε και οι τέσσερις μαζί (δεν είχαν σκάσει οι καινούριοι ακόμα) να βοηθήσουμε. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν ξέρω ποιες ανεκδιήγητες χημικές ενώσεις είπαν στον εγκέφαλό μου ότι είναι καταπληκτική ιδέα να περάσω το Σάββατό μου βάφοντας το διάδρομο του διευθυντή. Αλλά δεν πρόλαβα εκείνη τη στιγμή να σκεφτώ τίποτα τέτοιο, καθώς αρχίσαμε σαν τρελλές να ψάχνουμε το καταλληλότερο χρώμα για το διάδρομο (στις αποχρώσεις του κίτρινου, φυσικά, όπως είχε υποδείξει η σύζυγος). Καταλήξαμε ότι λατρεύουμε το χρωματάκι ονόματι banana splash και αρχίσαμε να ανησυχούμε για το υλικό από το οποίο θα είναι κατασκευασμένα τα πινέλα και τα ρολλά που θα χρησιμοποιήσουμε, τι ταινία να πάρουμε για να καλύψουμε τα σοβατεπί (τα σοβατεπιά, ίσως; τι σκατά ρίζα έχει αυτή η λέξη;) και τους διακόπτες ώστε να μη φύγει και το χρώμα μαζί όταν την ξεκολλήσουμε, αν είναι καλύτερα τα πλαστικά ή τα υφασμάτινα καλύμματα για το πάτωμα και τις σκάλες, και άλλα τέτοια παρανοϊκά. Μετά από 45 λεπτά σύσκεψης παραδώσαμε στον Αντ1 τη λίστα με τα χρειαζούμενα. Είμαι σίγουρη ότι το είχε ήδη μετανιώσει και θα προτιμούσε ίσως να φέρει κανονικό συνεργείο ή ακόμα και να κατεδαφίσει το διάδρομο προκειμένου να μη χρειαστεί να τον βάψουμε εμείς.

Σε κάθε περίπτωση σκάσαμε χαρωπό παρεάκι με φόρμες εργασίας Σάββατο πρωί πρωί (10 η ώρα – δηλαδή εξωφρενικά πρωί). Καλύψαμε περίπου 47000 τετραγωνικά με χαρτοταινία για να μη πέσει μπογιά και 50000 τετραγωνικά με καραβόπανο για να μη πέσει μπογιά στη μοκέτα. Κάποια στιγμή πρέπει οπωσδήποτε να πω δυο λόγια για τη συνήθεια των Άγγλων να καλύπτουν κάθε εκατοστό των κατοικιών τους με μοκέτα. Όχι. Όχι να καλύπτουν. Τη μανία τους τελοσπάντων να κολλάνε μοκέτα σε κάθε νανόμετρο πατώματος με τόσο ισχυρή κόλλα που, άμα την βάζανε στο ταβάνι, θα μπορούσε κανείς να έχει 48 αφρικανικούς ελέφαντες και 32 αρκούδια Πάντα να κρέμονται ανάποδα από το ταβάνι του σπιτιού του. Ή και διαστημόπλοια ακόμα. Τέλοσπαντων.

Όσο λοιπόν εμείς κάναμε το σπίτι μούμια, ανοίγαμε εν μέσω χειροκροτημάτων ( for fuck’s sake) τον κουβά με τη μπογιά και παρακολουθούσα(με) την Katherine να ενθουσιάζεται με την επικείμενη δουλειά με γεωμετρική πρόοδο, ο Αντ1 ήταν στον κήπο και έστρωνε χώμα με σκοπό να στρώσει carpet loan πάνω από το χώμα. Και ναι το ξέρω. Το ξέρω ότι η λέξη δεν είναι carpet loan, είναι turf. Το ξέρω. Το έχουμε πει 100 φορές. Αλλά έχω αποφασίσει να το αγνοήσω κι όσο γρηγορότερα το πάρετε απόφαση τόσο το καλύτερο. Ε, και μετά βάψαμε το διάδρομο μπανανί. Και μετά έγινα σα σίγμα τελικό προκειμένου να χωθώ πίσω και κάτω από την εσωτερική σκάλα και να κάνω τις λεπτομέρειες. Κι εκεί που ήμουνα σίγμα τελικό και κοροϊδεύαμε ασύστολα τη Bethan που αποφάσισε να αγοράσει κουνέλια για κατοικίδια κι έχουμε λιώσει στο γέλιο, ήρθε ο Αντ1 να δει τι κάνουμε. Και είδε τα εξής: μία οκλαδόν στο πάτωμα να βάφει τα πορτάκια του ξύλινου ντουλαπακίου της εισόδου (αφού το ξεβίδωσε από τον τοίχο), μία με το ένα πόδι στη σκάλα την κανονική και το άλλο στη σκάλα τη μεταλλική να προσπαθεί να φτάσει τις ψηλές γωνίες, ένα σίγμα τελικό και άλλη μία οκλαδόν στο πάτωμα λόγω μεσημεριανής ναυτίας (και μετά σου λέει κάντε παιδιά – αμέ πώς!). Οπότε πατάει ένα pause, μας κοιτάει, κοιτάει και το διάδρομο που τον ξεπετάξαμε πρώτο χέρι σε μία ώρα και είκοσι λεπτά, λέει “You guys, it’s yellow!” (γιατί, είπαμε ποτέ εμείς ότι θα τον βάψουμε τυρκουάζ; Επίσης μάλλον θα έπρεπε να είχα πει εδώ και ώρα ότι πριν αριβάρουμε εμείς, ο διάδρομος είχε το ροζ του πεθαμένου – από καιρό – σολομού) και μετά γυρίζει σε μένα, με κοιτάει που έχω γίνει σαν ελατήριο και μου λέει στα ελληνικά – για πρώτη φορά στα χρονικά, όταν είναι μπροστά άλλοι δε μιλάμε ποτέ ελληνικά – καλά ρε, τι κάνεις εκεί κάτω; και του λέω καλά, εσείς; και κάνει μεταβολή και φεύγει γελώντας μόνος του. Μετά κάναμε διάλειμμα για φαΐ και μετά για καφέ και μετά ξεκινήσαμε να περάσουμε το δεύτερο χέρι και μετά τελείωσε η μπογιά και πήγε η Katherine να φέρει και έκανε 100 ώρες να γυρίσει και βαρέθηκα σε τέτοιο βαθμό που πήγα στον κήπο να ρωτήσω τον Αντ1 άμα θέλει βοήθεια με το carpet loan. Το θέαμα ήτο το εξής: τα κίτρινα μποτάκια του πυροσβέστη – κλασσικά – το T-shirt μου με το κογιότ να πέφτει από το γκρεμό κρατώντας το ταμπελάκι που γράφει “HELP!”, φόρμα και μαλλί πιασμένο αλογοουρά με ωραιότατες banana splash ανταύγειες. Δεν υπήρχε περίπτωση να μου εμπιστευτεί ούτε καρφίτσα – πόσο μάλλον το carpet loan. Και λόγω της περιβολής μου, αλλά κυρίως λόγω του ότι δεν έχει αποφασίσει ακόμα αν μπορεί να με εμπιστεύεται. Το βλέπω στο ύφος του όταν μου μιλάει, προσπαθεί να με ζυγίσει. Άμα μπορούσε να ανοίξει το κεφάλι μου να δει τι σκέφτομαι, θα το είχε κάνει αδιαμφισβήτητα. Ανησυχεί ότι κάποια στιγμή θα εξαφανιστώ δια παντός, ή θα κάνω καμμιά τρελλή πατάτα με κανένα πελάτη ή θα στείλω καμμιά άκυρη πληρωμή. Είναι το βυσσινομαυρομόβ μαλλί μάλλον. Και τα κίτρινα Dr Martins’ που λέγαμε. Σε κάθε περίπτωση, δεν έχει αποφασίσει αν μπορεί να με εμπιστεύεται. Παρ’ όλ’ αυτά με άφησε να τον βοηθήσω και σε δύο ώρες είχαμε γρασίδι σε όλο τον κήπο. Επίσης είχαμε γρασίδι στα χέρια, τις μύτες, τα παπούτσια, τα μαλλιά και τα ρούχα μας. Το βασικό είναι ότι είχε και ο κήπος. Επίσης εκτός από απατεώνα τώρα με αποκαλεί και Μαζεστίξ. Φοβάμαι λέει ότι θα μου πέσει ο ουρανός στο κεφάλι. Φοβάμαι εγώ ότι θα μου πέσει ο ουρανός στο κεφάλι; Ρωτάω. Όχι τον Αντ1, γενικώς. Οι Έλληνες του εξωτερικού έχουν προβλήματα. Οπωσδήποτε.

Και μετά κατασκηνώσαμε στους καναπέδες του σαλονιού να δούμε x-factor.
Και μετά πήγα σπίτι και ξεράθηκα στον ύπνο.
Και 10 η ώρα το πρωί της Κυριακής με παίρνει τηλέφωνο.
Και λέω ωχ αμάν κάναμε μαλακία διαγαλαξιακή, αρχίσανε να πέφτουνε οι τοίχοι.
Και μου λέει καλημέρα.
Και του λέω καλημέρα κι εγώ χεσμένη.
Και μου λέει ξύπνησες;
Και λέω ακόμα το παλεύω.
Και μου λέει καλά, να σου πω, δεν έρχεστε για μεσημεριανό;
Και λέω ε;
Και μου λέει μεσημεριανό ρε απατεώνα.
Και λέω αλήθεια;
Και μου λέει ναι, πάρε την Katherine και τη Bethan κι ελάτε.
Και λέω …
Και μου λέει κοιμάσαι ρε;
Και λέω όχι κύριε.
Και λέει χαχαχα καλά, έχω βάλει το kettle να βράζει και σας περιμένω.
Και πήγαμε.
Και είχε φτιάξει αρνάκι στο φούρνο το άτομο.
Και σπανακόπιτα.
Και μπακλαβά.
Κόλαση έγινε.

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Απραξίας μέρος πρώτο

Μερικές φορές όλα φαίνονται πάρα πολύ κοντινά και πάρα πολύ μακρινά. Μερικές φορές όλα είναι πολύ ξεκάθαρα κι άλλες φορές τόσο μπερδεμένα. Προσπαθώ να βάλω τα πάντα σε τάξη κι όταν νιώθω ότι τα καταφέρνω νιώθω ότι ανοίγουν ξαφνικά πόρτες και ορμάει μέσα η καταιγίδα και τα σαρώνει όλα. Και μένω μες τη μέση του δωματίου και τρέμω. Περιμένω να περάσει, κάποτε. Περιμένω να περάσει και να τα ξαναμαζέψω όλα. Και πάλι. Και ξανά. Και δε σταματάω. Και δεν παραιτούμαι. Και πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα κλειδώσω όλες τις πόρτες και θα κλείσω έξω την καταιγίδα. Αλλά αυτό είναι παράλογο. Δε μπορείς να αποστειρωθείς στο δωμάτιο και να ξεχάσεις την καταιγίδα. Τη χρειάζεσαι. Είναι κομμάτι αυτού του κόσμου. Έρχεται για να σου θυμίσει ότι είσαι εφήμερος και θραυστός, αλλά αυτό δεν είναι κακό. Δεν είναι καταστροφικό. Είναι φυσικό. Είναι απαραίτητο για να σε ξεκολλήσει από την αδράνεια. Νιώθεις το νερό και τον αέρα και το κρύο στο δέρμα σου και ξέρεις ότι είσαι ζωντανός. Δε γίνεται χωρίς την καταιγίδα. Τι θα ήταν μια συνεχόμενη άνοιξη, ή μια συνεχόμενη καταιγίδα; Μονοτονία. Απραγία.

Δεν ξέρω.

Το κενό είναι περίεργο πράγμα.
Όταν νιώθεις το κενό είναι ακόμα πιο περίεργο.
Το νιώθεις να μεγαλώνει και να στροβιλίζεται μέσα σου, και μετά το κενό γίνεται δίνη και αρχίζει να ρουφάει τα πάντα.
Στην αρχή ρουφάει μικροπράγματα που ξεχνάς μέσα στη μέρα και αναρωτιέσαι πώς συνέβη αυτό.
Κλειδιά, ομπρέλα, μεσημεριανό, χαρτιά που έπρεπε οπωσδήποτε να πάρεις μαζί σου και διάφορα άλλα τέτοια.
Μετά το κενό μεγαλώνει κι άλλο.
Και αρχίζεις να ξεχνάς προθεσμίες, γενέθλια, δουλειές που έπρεπε να κάνεις. Αναρωτιέσαι πώς διάολο συνέβη και αυτό και ξαφνικά αρχίζεις να καταγράφεις και να σημειώνεις τα πάντα για να μη ξαναξεχάσεις τίποτα.
Και μετά το κενό γίνεται στρόβιλος, δίνη.
Και αρχίζεις να ξεχνάς και ανθρώπους και καταστάσεις και γεγονότα.
Όχι με την έννοια ότι δε τους θυμάσαι πια, αλλά με την έννοια ότι όσα σου έχουν συμβεί νομίζεις ότι έχουν συμβεί αιώνες πριν, και οι άνθρωποι είναι έτη φωτός μακριά και ότι δεν υπάρχει πια τίποτα στον κόσμο παρά μια τελετουργία καθημερινή που την τηρείς με ευλάβεια γιατί νομίζεις ξαφνικά ότι από όλο τον κόσμο το μόνο πράγμα που έχει μείνει όρθιο είναι αυτή ακριβώς η τελετουργία.
Και το πιο περίεργο απ’ όλα.
Από ένα σημείο και μετά παύεις να προσπαθείς να ελέγξεις τα πάντα.
Παύεις να πανικοβάλλεσαι από την ύπαρξη του κενού και απλώς το κουβαλάς παντού μαζί σου αλλά δε σε βαραίνει πια.
Κάποια στιγμή όλα γίνονται εύκολα, γιατί πλέον έχεις αποστασιοποιηθεί από τα μεγάλα και σημαντικά και ασχολείσαι με μικρές αηδιούλες.
Ψαράκια στο ποτάμι.
Κόκκινα αυτοκίνητα το πρωί στην εθνική.
Χρώματα στο ηλιοβασίλεμα.
Στάλες που έχουν σταθεί πάνω στους ιστούς και λαμποκοπάνε στο πρωινό φως.

Σήμερα το πρωί ξύπνησα τέσσερα ολόκληρα λεπτά πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι γιατί το αναπληρωματικό μαξιλάρι νούμερο 2 που μοναδική του δουλειά είναι να υπάρχει ανάμεσα σε μένα και τον τοίχο (και το οποίο είχα πετάξει στον τοίχο λίγο ατσούμπαλα πριν κοιμηθώ) αποφάσισε να πέσει στη μούρη μου μετά από 6 ώρες και 45 λεπτά πλήρους ακινησίας.
Εξεπλάγην, η αλήθεια είναι.

Επίσης το πλύσιμο των πιάτων.
Το πλύσιμο των πιάτων είναι κι αυτό περίεργη διαδικασία.
Στριφογυρνάω στην κουζίνα, μαζεύω ύπουλα κρυμμένα πιάτα και κούπες από διάφορα κουλά μέρη του σπιτιού (γιατί η Μυρσίνη από μόνη της δημιουργεί ακαταστασία για πέντε).
Και μετά δεν ξέρω τι γίνεται, μάλλον το ζεστό νερό που τρέχει στα χέρια μου δημιουργεί κάποιου είδους χαύνωση στον εγκέφαλό μου και τα κατσαρολικά απλώς πλένονται.
Θα μπορούσα να ορκιστώ ότι δεν τα έπλυνα εγώ, απλούστατα γιατί δε θυμάμαι τίποτα από την όλη διαδικασία.
Αισθάνομαι ξαφνικά φοβερά ικανοποιημένη με το άτομό μου και απολύτως ικανή να κάνω όλες τις δουλειές του σπιτιού.
Και μάλιστα αδιαμαρτύρητα.
Το συναίσθημα αυτό διαρκεί περίπου τρία πικοσεκόντ και μετά εξαφανίζεται.
Μέχρι το επόμενο απόγευμα, όπου γυρνάω σπίτι και διαπιστώνω ότι η μαζεμένη κουζίνα που άφησα χτες έχει γίνει πάλι μπάχαλο.
Πώς γίνεται σε μια μέρα να χρησιμοποιεί ένα άτομο τουλάχιστον 3 κατσαρόλες, τρίφτη, τηγάνι, σουρωτήρι, χτυπητήρι για τα αυγά, τσαγιέρα, καφετιέρα, 5 κούπες, πιάτα βαθιά και ρηχά, μπολάκια και μαχαίρι του ψαριού πραγματικά δεν καταλαβαίνω.
Οπότε ξαναμαζεύω.
Και ξαναγίνεται μπάχαλο.
Και ξαναμαζεύω.

Ντάξει, δεν είμαι ο πιο τακτικός άνθρωπος του κόσμου, σε καμμία περίπτωση.
Ωστόσο θα μου άρεσε να μην ακροβατώ ανάμεσα σε χιλιάδες άχρηστα και χρήσιμα παραφερνάλια που απλώς πιάνουν χώρο.
Το καλώδιο ethernet που δε δουλεύει, ας πούμε.
Τι θα το κάνεις;
Γιατί το κρατάς;
Εκατοντάδες πλαστικά καπάκια μέσα σε μια κανάτα.
Πλαστικά λουλούδια.
148 πετσέτες κουζίνας.
Σκεπαστήρι για τα πιάτα με ανάγλυφα κίτρινα και γαλάζια και ροζ λουλούδια. Απαράδεκτο.
94 φλυτζάνια, όλα διαφορετικά μεταξύ τους.
Πλαστικά καλύμματα γιαουρτιού και λοιπών σαλτσοειδών.
Λαμπατέρ.
Και δεν εννοώ λάμπα, εννοώ μόνο το σκουφάκι της λάμπας.
Ταξιδιωτικοί οδηγοί για τα ελληνικά νησιά εκδοθείς το 1979.
Κασέτες.
Κασέτες;
Υπάρχει μια κουβέρτα κρεμασμένη στην κουπαστή της σκάλας από την 9η Αυγούστου 2009.
Εγώ δηλαδή μετακόμισα τότε και τη βρήκα εκεί.
Μπορεί απλώς να υπάρχει από πάντα. (ποια καλέ; αυτά τα γλυκούλικα αρκουδάκια;)

Επίσης η Μυρσίνη έχει τρεις γάτες. Μου αρέσουνε οι γάτες που είναι αυτόνομες και τα σχετικά, αλλά αποφάσισα ότι είμαι σαφώς φαν των σκυλιών. Σαφώς. Έχω μεγαλώσει με διαφόρων ειδών ζώα και πιστεύω ότι μου αρέσουν όλα – αλλά πιο πολύ τα σκυλιά. Εννοώ, δες τις γάτες της Μυρσίνης. Όλη μέρα μασουλάνε ή γκρινιάζουν επειδή θέλουν να μασουλήσουν, κάνουν κουτρουβάλες άνευ λόγου και αιτίας και κοιμούνται μέσα στο καλάθι με τα άπλυτα. Αυτό πάλι πώς σου φάνηκε;
Βέβαια. Δε μας αρέσουν οι γάτες. Είμαστε άνθρωποι των σκυλιών. Το αποφασίσαμε.

Οι καινούριοι του γραφείου που με ψήνουνε να συγκατοικήσουμε είναι φαν των γάτων. Η κοπελιά ειδικά φοβάται οποιοδήποτε σκυλί είναι μεγαλύτερο από γάτα. Ο τυπάς πάει κι έρχεται. Είμαι στο τσακ να αγοράσω ένα ογκώδες μαλλιαρό σκύλο, ώστε να το σκεφτούν πολύ περισσότερο. Απλά σκέφτομαι τι θα κάνει το ζωντανό μόνο του τις άπειρες ώρες που δουλεύω. Αλλά ένας μεγάλος σκύλος είναι πολύ ψηλά στη wishlist μου αυτό τον καιρό.

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

Ανώμαλη προσγείωση

Η ζωή παίζει τόσο περίεργα παιχνίδια. Αγωνίζεσαι να στήσεις κάτι όρθιο, οτιδήποτε, και μόλις το στήσεις όρθιο και γυρίσεις να το καμαρώσεις, αντιλαμβάνεσαι ότι κάτι άλλο έχει γίνει θρύψαλα. Δεν καταλαβαίνω. Δεν ξέρω ακόμα αν με πληγώνει. Μου ήρθε τόσο ξαφνικά…δεν ξέρω τι να σκεφτώ, δεν ξέρω ποια είναι η σωστή τακτική να αντιμετωπίσει κανείς κάτι τέτοιο.
Δε θέλω να το αντιμετωπίσω. Θέλω να ξεχάσω ό,τι άκουσα. Θέλω να μη συνέβη ποτέ. Δεν ξέρω αν σε θέλω ακόμα…δεν ξέρω γιατί από όλους τους ανθρώπους του κόσμου έπρεπε να είσαι εσύ. Δε θέλω να σκεφτώ τίποτα. Γύρισα πίσω για να σταματήσω να σκέφτομαι. Και να που έφαγα τη βόμβα στη μάπα πριν καλά καλά προσγειωθώ.

Νιώθω ότι δεν ανήκω πουθενά, σε κανένα σπίτι, σε καμμία χώρα, σε καμμία γη. Ποτέ δεν ξανάνιωσα τόσο πολύ την ανάγκη να μάθω τι θα συμβεί στο μέλλον. Ποτέ δε με φόβισε τόσο πολύ το μέλλον όσο τώρα.

Ξέρω τώρα ότι η πόρτα γι’ αυτό που κάποτε θέλησα τόσο έκλεισε για τα καλά. Δεν ήμουν ποτέ σίγουρη ότι θα πραγματοποιηθεί, αλλά ανακουφιζόμουν στη σκέψη ότι ίσως κάποια μέρα θα γινόταν αληθινό. Τώρα το βλέπω να φεύγει και να ξεθωριάζει στον ορίζοντα του νου. Φωνάζω, ουρλιάζω, τρέχω να το προλάβω, η καρδιά μου χτυπά δυνατά και η ανάσα μου κόβεται από το λαχάνιασμα. Αλλά δε το φτάνω. Δε μπορώ πια να το φτάσω. Δε μπορώ να το αγγίξω.