Σάββατο 13 Μαρτίου 2004

'Οχι άσπρα όταν προβλέπονται δηλώσεις

Κατ’ αρχήν κάνει ζέστη. Γιατί; Έφυγα με παλτό το πρωί από το σπίτι και τώρα θέλω μια μπανιέρα να πέσω μέσα. Κοντεύω να κλείσω δίωρο στο καφέ, αλλά αρνούμαι σθεναρά να εγκαταλείψω την πολυθρόνα στην οποία έχω λιώσει.
Δεύτερον πίνω ένα παγωμένο τσάι το οποίο αρχικά ήταν απαίσιο αλλά τώρα αρχίζει να μ’ αρέσει.
Τρίτον, αρνούμαι να βγάλω τα γυαλιά, δεν έχω καμμιά διάθεση να δω το χάλι στο οποίο έχουν περιέλθει τα μάτια μου. Έτσι, κάθομαι απλώς δίπλα στο παράθυρο ανεβάζοντας την παράσταση ‘αξιοπρεπής κατάθλιψη’ στον τύπο απέναντι, ο οποίος δε λέει να ξεκολλήσει απ’ το laptop.

Το ηθικό δίδαγμα της χθεσινής μέρας είναι ότι δεν ξανακάνω βαρύγδουπες δηλώσεις σε δημόσιο χώρο και δη σε γυναίκες, μια που πλέον ουδεμία ενδιαφέρεται για τις επιδράσεις των αυθόρμητων αντιδράσεων στον κοινωνικό μας περίγυρο, εκτός αν πίνουμε καφέ στους Μηχανολόγους. Τσίρκο.

Είχαμε μόλις τελειώσει την εξεταστική αλλά καμμιά δεν πανηγύριζε. Αυτό εξηγείται εν μέρει από το γεγονός ότι καμμία δεν έδωσε στην εξεταστική την προσήκουσα σημασία &, ακόμα χειρότερα, δε νοιώθει ενοχές γι’ αυτό. Εν πάσει περιπτώσει, λιώναμε μοιρασμένες σε δυο καναπέδες, σχολιάζοντας την πίσω κίνηση των τύπων που περιμένανε στη στάση απ’ έξω, εκτός από τη γάτα, που αρνείται επιδεικτικά να πάρει μέρος σε τέτοιες αξιολογήσεις, μια που είχε άλλες απορίες, υπαρξιακές, του τύπου στα πόσα ραντεβού θα δεχτεί να πάει στο σπίτι του γάτου και αν η κρέμα αβοκάντο είναι προτιμότερη από την, ξέρω ‘γω, δεντρολίβανο. Το ρακούν είχε λοιπόν την εξαιρετική έμπνευση, για ν’ αλλάξει θέμα, να με ρωτήσει τι κάνω και πού είναι ο ιππότης μου.

Καταστροφή. Της Στεφανίας κόντεψε να της πέσει ο καπουτσίνο από τα χέρια, φορούσε και άσπρα, χάλια θα γινόταν. Η γάτα ξέχασε τις κρέμες και τα ραντεβού και με κοίταξε σα χαμένη. Το ρακούν με το κουτάλι που είχε ξεμείνει στο χέρι της άρχισε να χειρονομεί προς όλες τις κατευθύνσεις, μη βρίσκοντας επαρκείς λέξεις να περιγράψει πόσο χαζή μπορεί να είμαι και τι δουλειά έχω σ’ αυτό το μέρος μαζί τους ενώ αλλού έπρεπε να βρίσκομαι και συγκεκριμένα στο επίνειο της Αθήνας κουνώντας άσπρα μαντίλια σαν ηρωίδα του Ξανθόπουλου. Ήμουν σίγουρη ότι θα αντιδρούσαν έτσι, οπότε παρέμεινα απαθής με το βλέμμα καρφωμένο στο απόλυτο και πλήρες κενό. Το κυρίως σόου βέβαια άρχισε αργότερα όταν αρχίσανε να ρωτάνε τις λεπτομέρειες του αποχωρισμού. Το κενό είχε 48 μαύρες βούλες. Κάπου ένιωσα τη διάθεση να τους πω ότι ο αποχαιρετισμός ξεκίνησε μ’ έναν ομηρικό καυγά και κατέληξε σε άγριο ολονύχτιο σεξ, αλλά αρκέστηκα στο να τις κοιτάξω μια-μια και να τους πω απλά ότι δεν έγινε αποχαιρετισμός. Σαν ταρίφας που του παίρνεις την προτεραιότητα, το ρακούν μου ρίχνει ένα βλέμμα, μα ένα βλέμμα, της πέφτει τελικά και το κουτάλι. Ακολούθησε ένας πεντάλεπτος καταιγισμός σχολίων για το άτομο μου, του οποίου η σούμα – ανακοινωθείσα από την Κάτια με τα χέρια στη μέση, σα στάμνα – ήταν ότι ο όρος ‘περίεργο πλάσμα’ που μου αποδίδεται ωχριά μπροστά στην πραγματικότητα και ότι αν όλες οι γυναίκες σκέφτονταν, ή ακομα χειρότερα δρούσαν σαν εμένα, τότε η Εύα θα ήταν η τελευταία & ότι έτσι που πάω σίγουρα θα κάνω καριέρα γιατί αποκλείεται να κάνω οτιδήποτε άλλο σ’ αυτή τη ζωή & πού πήγαν και με βρήκαν και άλλα πολλά εμπριμέ. Το ύφος της ήταν αδιαμφισβήτητα καταδικαστικό χωρίς κανένα περιθώριο απολογίας και αναρωτήθηκα τι θα ‘κανα χωρίς αυτά τα παιδιά που είχα φτάσει να τα θεωρώ οικογένεια. Έβαλα τα γέλια.

Νομίζω ότι είχα να ρίξω τόσο γέλιο από τότε που η λεσβία την έπεσε στη γάτα. Αποθέωση. Τα γέλια βέβαια κόπηκαν απότομα όταν η κοκκινομάλλα φίλη μου είχε και δεύτερη έμπνευση να μου βγάλει τα γυαλιά. Μάλλον δε βλεπόμουνα. Το επιστέγασμα της γνωμάτευσης ήταν ότι η ΑΜ έχει δίκιο να με θεωρεί ψυχασθενή & εκεί έκλεισε το όλο θέμα. Για την υπόλοιπη ώρα σχολιάζαμε το χρώμα των καναπέδων, την ποιότητα του οδοστρώματος, και την πολιτική του Κωστάκη σχετικά με το σχέδιο Ανάν.