Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2006

Ευχαριστούμε τα διαπασών και το Εκκρεμές του Φουκώ

Ωπ. Βιβλίο. Κάτι του θύμιζε το βιβλίο. Και το μαλλί επίσης.

- Σου ‘πα ότι δεν πρόκειται να καταφέρεις να το τελειώσεις, είπε πλησιάζοντάς την.
Σήκωσε το κεφάλι και τον είδε. Τα μάτια της έλαμψαν αλλά ήλπισε πως ο Χάρης δε θα το πρόσεχε.

- Θα το τελειώσω. Είναι θέμα εγωισμού. Με προκάλεσες.
Ο Χάρης χαμογέλασε. Ένιωσε…όμορφα.

- Λοιπόν; συνέχισε κεφάτα το πάντα, πέταξες κανένα διαπασών σε κάνα κεφάλι πρόσφατα;
Γέλασε. Το όμορφα γινόταν πιο όμορφα.

- Τέλος πάντων. Τα λέμε! του πέταξε και ξεκίνησε να φύγει. Στα μισά κοντοστάθηκε και γύρισε πίσω. Το βιβλίο μου!

Πήρε το βιβλίο απ’ το τραπέζι. Ο Χάρης την κοίταξε κατευθείαν στα μάτια μ’ ένα χαρούμενο χαμόγελο. Το πάντα τον κοίταξε & χαμογέλασε κι αυτή σαν παιδί. Άπλωσε το χέρι της κι άγγιξε με τ’ ακροδάχτυλά το πρόσωπό του. Άνοιξε το στόμα του να πει κάτι αλλά δεν τα κατάφερε. Έφυγε και τον άφησε να κοιτά το κενό σα βλάκας.

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2006

My heart goes boom

Ποιος μπορεί να καταλάβει ακριβώς αυτό που θες να πεις; Πώς γίνεται μέσα σε τόση ασυνεννοησία να υπάρχουν άνθρωποι που μ’ ένα βλέμμα συνεννοούνται; Πόσο κλεισμένοι στις παρωπίδες μας είμαστε, ώστε αρνούμαστε να καταλάβουμε κάθε ανθρώπινο πλάσμα έξω από μας;

Ο Χάρης δεν ήταν τέτοιο πλάσμα. Γενικώς, δεν έμοιαζε με κανένα πλάσμα. Είχε κάτι περίεργο, παρ’ όλο που ζούσε σ’ αυτόν τον κόσμο και φαινόταν συμβατός, ήταν ωστόσο το πιο αλλόκοτο πλάσμα του κόσμου.

Τι με τράβηξε στο Χάρη; Δεν ξέρω. Αρχικά μάλλον η φωνή του. Ήταν λίγο βαθιά, λίγο ονειροπαρμένη, λίγο βαριεστημένη, λίγο ρέουσα, μέχρι που ήθελε να διηγηθεί κάτι & τότε γινόταν ολοένα & πιο έντονη & παλλόταν διαρκώς.

Έμπαινε φορώντας πουλόβερ πάνω από πουκάμισο. Πάντα ζεσταινόταν και πάντα έβγαζε το πουλόβερ. Το πουκάμισο ήταν πάντα τσαλακωμένο, σαν απλώς να το ‘χε ρίξει πάνω του. Μετά σήκωνε τα μανίκια. Μ’ άρεσε αυτό. Ήταν σα να ετοιμαζόταν να κάνει κάτι ολόψυχα.
Το βλέμμα του ήταν επίσης αλλόκοτο. Κοιτούσε μ’ ένα ύφος που έλεγε ότι ξέρει εκ προοιμίου τι θα ‘λεγες κι αληθινά ξαφνιαζόταν κάθε φορά που δε γινόταν αυτό. Τότε γελούσε, κοιτούσε κάτω και κουνούσε προς το μέρος σου το δάχτυλο. Αυτό το σχόλιο που έπνιγε σε κάτι τέτοιες στιγμές άξιζε χρυσάφι.

Δεν ξέρω αν ο Χάρης ήταν τρελλός. Ποιος άλλωστε μπορεί να πει σήμερα ποιος είναι τρελλός και ποιος όχι; Πάντως ήταν ευθύς και ειλικρινής και χαμογελούσε αβίαστα. Και όμορφα. Και αυτό μ’ άρεσε.

Α, ναι, και το κοτσιδάκι. Είχε μονίμως δεμένα τα μαλλιά του σ’ ένα μικροσκοπικό κοτσιδάκι στη βάση του λαιμού του. Πάντα. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Λες και ήταν μια μικρή πολυτέλεια που παραχωρούσε στον εαυτό του.