Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Βρουμ βρουμ


Γράφω, σβήνω, ξαναγράφω, μουτζουρώνω. Η ίδια δουλειά εδώ και βδομάδες. Δε μ’ αρέσει τίποτα. Μισώ τη συννεφιά, την υγρασία, το γραφείο και όλο τον κόσμο και μένα μαζί. Προσπαθώ να διοχετεύσω την οργή δημιουργικά. Στη δουλειά, στο δωμάτιό μου, στα γραφτά μου. Αλλά γίνεται αυτό; Δε ξέρω. Αγοράζω ξανά ρούχα και βάφω ξανά τα μαλλιά μου και τρέχω ξανά στο γυμναστήριο. Δεν αλλάζει τίποτα. Ή μήπως αλλάζει κάτι;

Βγαίνω έξω, μιλάω, χορεύω, φωνάζω. Πίνω. Πολύ. Το κεφάλι μου γίνεται σβούρα και γελάω υστερικά και τρεκλίζω στα ψηλά τακούνια μου. Για έναν άνθρωπο με το δικό μου σωματότυπο δεν είναι δύσκολο να φανώ προκλητική. Υπάρχουν στιγμές που με κοιτάνε όλοι. Άλλες φορές μ’ αρέσει η προσοχή κι άλλες ψάχνω να βρω ό,τι πιο αδιάφορο και ουδέτερο υπάρχει στη ντουλάπα μου, ώστε να μη με προσέξει κανείς.

Όταν πίνω ο κόσμος αλλάζει. Μεταμορφώνεται σε μια εθνική οδό που τα αυτοκίνητα τρέχουν με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Σε σωματίδια που εκρήγνυνται στο διάστημα. Στο χάος που επικρατεί σ’ ένα χρηματιστήριο. Στον πανικό ενός γραφείου εφημερίδας. Τα πάντα τρέχουν και τρέχω κι εγώ μαζί. Ποτά, κουβέντες, ρυθμοί, φώτα, τσιγάρα, πρόσωπα, χορός. Όλα γίνονται ταυτόχρονα. Όλα θέλω να τα κάνω ταυτόχρονα. Και όταν γυρίσω σπίτι τα πάντα χορεύουν μες το κεφάλι μου. Θυμάμαι πράγματα που έχω θάψει από καιρό, ανθρώπους που έχω ξεχάσει, μέρη και κουβέντες και εικόνες που έχω διαγράψει από τη μνήμη μου. Λυπάμαι λίγο. Χαίρομαι λίγο. Αρπάζω το τηλέφωνο για να συνδέσω μια φωνή με τις ξεχασμένες μνήμες. Κοιτάω το όνομα στην οθόνη. Το βάζω στο αθόρυβο και θάβομαι κάτω από το πάπλωμα.

Και μέσα από τον ίλιγγο της μέθης έρχεται η αδράνεια. Η τρομερή ησυχία. Τα πάντα όλα βγάζουν το σκασμό. Με αγκαλιάζει σφιχτά, δε μ’ αφήνει να φύγω. Αλλά δε δυσανασχετώ. Παραδίνομαι απόλυτα και κοιμάμαι για δεκατέσσερις ώρες.

Με αποδέχομαι σιγά σιγά. Μπορεί. Μπορεί και όχι.