Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Μπιπ-μπιπ


Πόσο τα σπάνε οι Dresden Dolls. Πόσο. Δηλαδή εντάξει, είναι λίγο καταθλιψάρα. Αλλά τα σπάνε παρόλ’ αυτά. Ένα από τα τραγούδια που έχω φάει σκάλωμα τελευταία είναι αυτό που η τύπισσα έχει πάθει ψύχωση με το αμάξι του πρώην της και το ψάχνει κάπου στη Βοστόνη. Γιατί συνδέομαι. Εννοώ εντάξει, σκαλώνω με πολλά πράγματα, αλλά τα αυτοκίνητα των ανδρών που γουστάρω κατά καιρούς είναι τρελλό κόλλημα.

Πας (πάω) στο μαγαζί, και καλά κάνεις (κάνω) γύρους για να παρκάρεις, αλλά στην πραγματικότητα ψάχνεις (ψάχνω) να δεις (δω) αν το αμάξι του (του εκάστοτε «του») είναι ήδη εκεί. Η παλιά κόκκινη κάμπριο Toyota. Το σαράβαλο πράσινο Fiat, μαούνα-style. Το μπλε Vitara. Το μαύρο Forrester. Τρώω σκάλωμα με τα κωλωαυτοκίνητα. Αν είναι δυνατόν. Και αν και εφόσον το βρω, κάθομαι και το κοιτάω σα μαλάκας. Αμάξια μπορεί να κορνάρουν από πίσω, από δίπλα, κόσμος μπορεί να με κοιτάει περίεργα αν είμαι πεζή, γιατί στάνταρ φαίνεται σα να έχω σκοπό να σπάσω ας πούμε κανά παράθυρο και να το βουτήξω. Αλλά βασικά κατασκοπεύω. Τι έχει αλλάξει από την τελευταία φορά που το είδα; Α ναι, είναι πλυμένο (η Toyota και το Fiat αποκλείεται, τα άλλα δύο πλένονταν πού και πού). Έχει καινούρια βιβλία (το Vitara) ή σιντί (η Toyota και το Fiat) στο κάθισμα του συνοδηγού; Α, θαυμάσια. Μια φορά είδα ένα σαφώς γυναικείο φουλάρι στο κάθισμα του Forrester και κόντεψα να πεθάνω εκεί στη μέση του δρόμου που στεκόμουνα. Α, έχει παρκάρει λίγο στραβά. Που σημαίνει α) ότι βιαζότανε (η Toyota) ή β) ότι είναι ψιλολιώμα (το Vitara ή το Fiat). Τα τελευταία δύο είχαν συνήθως τρίχες στην πλάτη του οδηγού (καστανές σχετικά κοντές το ένα, μακριές σγουρές μαύρες το άλλο). Εισιτήρια από συναυλίες, συσκευασίες KitKat, σκυλοτροφές, ανεμιστήρες, φούτερ, σκληροί δίσκοι, πλαστικά ποτήρια με φραπέ ή φρέντο, αναψυκτικά ή ποτά, σημειώσεις, Old Holborn κίτρινοι, αναπτήρες, μερικές φορές κλειδιά ή κινητά. Ό,τι να ‘ναι. Ότι έχω κι εγώ στ’ αμάξι μου. Ό,τι έχουν όλοι στ’ αμάξια τους. Αλλά σε μένα τα αντικείμενα αυτά λέγανε ολόκληρες ιστορίες. Πραγματικά μερικές φορές δεν πάρκαρα καν, απλά κοιτούσα τα αυτοκίνητα για λίγο κι έφευγα.

Αναίσχυντη κατασκοπία. Θα έπρεπε να ντρέπομαι. Αλλά όχι. Τρώω σκάλωμα. Κι αναρωτιέμαι. Ψάχνουν (ψάχνανε μάλλον) κι αυτοί το μπλε Clio με τη γούβα στο πορτ-μπαγκάζ; Ε;

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011

Missed me?


Ο λαγός είναι ύποπτος. Το σκέφτηκα εξαρχής. Το σκέφτηκα αλλά δεν έκανα τίποτα γι’ αυτό. Γιατί; Γιατί είμαι μαλάκας με τα πράγματα στα οποία δε μπορώ ν’ αντισταθώ. Ένα απ’ αυτά είναι το μωβ. Ο λαγός λοιπόν, που είχε το μέγεθος ας πούμε μεταξύ αγελάδας και πολύ χοντρής αγελάδας, που ήταν τόσο αφύσικα άσπρος και που ακόμα και ο τρόπος που στέκονταν τ’ αυτιά του ήταν ύποπτος, αποφάσισα ότι ήταν άκακος, χάρη στις εκπληκτικές μωβ βούλες που έσπαγαν την ασπρίλα του τριχώματός του.

Λέει ότι εδώ και χρόνια κατοικεί στη δεξιά φλούο πορτοκαλοπρασινοφούξια γόβα μου,  ότι σκεπάζεται με την επίσης δεξιά μου κάλτσα με τα μπλε καρώ, κι ότι είναι αντερκάβα σε μυστική λαγοαποστολή. Αυτό πρέπει έως ένα βαθμό να είναι αληθές, μια που την εν λόγω κάλτσα την έχω χάσει από καιρό, και τις προαναφερθείσες γόβες τις αγόρασα σε μια κρίση ελεκτρο-fashion μανίας και δεν παίζει να τις έχω φορέσει ποτέ σε φάση.

Στη συνέχεια λέει ότι έχει πλήρη εξουσιοδότηση από τους ανωτέρους του (κι εδώ εύχομαι κάπου στο πίσω μέρος του μικρού μου μυαλού να μην είναι μεγαλύτεροι απ’ τον ίδιο) να επιτάξει τα εσώρουχά μου. Και για να δω τι καλός που είναι, λέει ότι δε θα τα επιτάξει όλα. Τα μαύρα θέλει οπωσδήποτε και τα μωβ. Αυτό σημαίνει ότι θα μείνω με ... για να δούμε ... περίπου τρία σετ εσώρουχα. Το πολύ. Τα χρειάζεται λέει, είναι θέμα ζωής και θανάτου. Οι λαγοεπιστήμονες προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα καινούριο ύφασμα για εξελιγμένα αερόστατα, τα οποία θα χρησιμοποιήσουν για να δραπετεύσουν απ’ τον πλανήτη. Και θα μου κάνουν την τιμή να επιτάξουν τα δικά μου εσώρουχα για τις μελέτες τους. Επειδή προχτές αποφάσισα να πάρω μέρος στη μάζωξη των ψυχασθενών καρναβαλιστών του Λονδίνου και να παίξω «φύσα τη σφυρίχτρα μέχρι να φτύσεις πνεύμονα». Μάστα.

Επίσης παρακολουθεί τις δραστηριότητές μου μέσα από τη γόβα εδώ και κάποιο διάστημα. Είναι ιδιαιτέρως δυσαρεστημένος με τις ηλεκτρονικές μου αγορές, καθώς και με τα τηλεοπτικά προγράμματα που παρακολουθώ. Αφενός λέει, αυτές οι Αγγλικές αρχαιολογίες που πήγα και ξέθαψα προβλήθηκαν περί μία δεκαετία νωρίτερα. Αφετέρου, το γεγονός ότι χρησιμοποιώ το Άμαζον (το λογαριασμό του οποίου επίσης σκοπεύει να επιτάξει, για το δικό μου καλό) προς  απόκτηση των εν λόγω αρχαιολογιών, καθώς και του πράσινου τισερτίου με τους κεραυνούς, μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα.

Κι εδώ κάπου με χτυπάει η υστερική υστερία, ο πανικόβλητος πανικός, η τρελλή τρέλλα. Του λέω ότι δε με νοιάζει, ότι πάρτα όλα, τα εσώρουχα, το Άμαζον, την κάλτσα και τη δεξιά γόβα, αν θες και τη σφυρίχτρα από το καρναβάλι και το εισητήριο του τγαμ της Λυών, την αφίσα του Johnny και της Florence, τα δαντελωτά γάντια, όλα, αλλά για όνομα του Δία, βγάλε το σκασμό! Σηκώνει το αριστερό αυτί και σχολιάζει ότι η εξέλιξη αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Έχω καταπιεί το σεισμό, έχω λαχανιάσει σα να ‘χω τρέξει μαραθώνιο, και πιάνομαι από το καλώδιο του πιστολακίου. Τι μαλάκας. Το πιστολάκι απογειώνεται από το ράφι παρασέρνοντας μαζί του το μουσικό κουτί, τον Τατή, τον Αιχμάλωτο του Αζκαμπάν, τη σφήκα που σκότωσα προχτές και το στρατιωτικό μπερέ του αδερφιού μου που βούτηξα την τελευταία φορά που τον είδα. Όλα μαζί σκάνε στο κεφάλι μου κι εγώ σκάω στο πάτωμα. Ο λαγός καγχάζει. «Τον έχεις δει πώς είναι; Σαν ... » αυτό μόνο προλαβαίνει να πει πριν συρθώ από τη χαραμάδα της πόρτας και ορμήξω στη σκάλα. Στο δρόμο πέτυχα την Τίρζα την αράχνη που κάποτε κυνηγούσα να σκοτώσω με τις ώρες αλλά πλέον έχω παραιτηθεί. Της λέω ότι αν ξεπαστρέψει το λαγό θα της προσφέρω όλη τη σοφίτα για την υπόλοιπη ζωή της. Το σκέφεται λίγο, φωνάζει το σύζυγο και τα τέκνα (το ένα εκ των οποίων επτάποδο το άμοιρο, ενδεχομένως να του έκοψα το όγδοο πόδι με τη μύτη της ασημί γόβας, δεν είμαι βέβαιη, ήμουν υπό την επήρρεια) και αναλαμβάνουν δράση.  Στο μεταξύ αρπάζω τη βούρτσα της τουαλέτας, κατρακυλάω τις σκάλες κι ορμάω στην κουζίνα ψάχνοντας το κουτί με τις καραμέλες με σκοπό να βουλώσω τ’ αυτιά μου. Εντωμεταξύ η μάχη επάνω μαίνεται, ο σαματάς που κάνουν είναι εκκωφαντικός. Πού και πού ακούω το επτάποδο αραχνοπαίδι («Φάτονα Βρασίδα, φάτονα!») αλλά γενικά ακούω ένα παινδαιμόνιο, τούβλα, πόδια, τρίχες, ιστοί, μωβ βούλες, καδρόνια, σπάηντερμεν και μισό λαγοαυτί κατρακυλούν τις σκάλες και διαλύουν τη στοίβα με την αλληλογραφία του προηγούμενου ενοικιαστή που μαζεύω στωικά και αρνούμαι να πετάξω.

Και ξαφνικά όλα σωπαίνουν. Όλες οι εικόνες εξαφανίζονται. Το μόνο που υπάρχει είναι η Θεία Μουσική που έρχεται από το σαλόνι. Τη σκηνή που παίζει την ξέρω απέξω. Ο Άραγκορν πάει να βρει το στρατό των νεκρών, μαζί με το νάνο και το ξωτικό. Την έχω δει εκατό φορές. Ακούω τι λέει στο σκελετοφάντασμα βασιλιά πριν του το πει. Ακούω τα κρανία να κατακλύζουν τη σπηλιά πριν τα κρανία κατακλύσουν τη σπηλιά. Βλέπω τα πρόσωπά τους χωρίς να τα βλέπω. Κι έχω μείνει στην κουζίνα αλοιφή, με τις καραμέλες και τη βούρτσα της τουαλέτας ανά χείρας, κι όταν πλέον ο λαγός με ενάμισο αυτί ορμάει στην κουζίνα με λεκέδες αίμα και αράχνες-χαλκομανία να σκεπάζουν τις βούλες του, με αρπάζει απ΄το λαιμό και με καρφώνει στο πάτωμα με αβυσσαλλέο μίσος, είναι πλέον πολύ αργά για ν’ αντιδράσω. Γιατί, όπως προείπα, είμαι μαλάκας με τα πράγματα στα οποία δε μπορώ ν’ αντισταθώ.  Κι όπως αποχαιρετώ τη ζωή, το κίτρινο καπάκι του μεταλλικού κάδου που χρησιμοποιώ για κομοδίνο εισέρχεται γκαζωμένο στην κουζίνα σα φρίσμπι και αποκεφαλίζει το λαγό. 

Ανασαίνουμε τώρα. Η πρώτη μου σκέψη είναι ότι, αν καθαριστεί, το άσπρο τρίχωμα με τις μωβ βούλες θα κάνει μια γούνα μούρλια.  Η δεύτερη απορία μου είναι αν το καπάκι είναι ας πούμε ζωντανό ή αν κάποιος το πέταξε. Σηκώνομαι στους αγκώνες και βλέπω στην κουπαστή της σκάλας το επτάποδο, με τα δύο πόδια σταυρωμένα, τσιγαράκι, καπελάκι μαφιόζου χαμογελάκι γαμαωδέρνουλα, να μου κλείνει ένα από τα δε-ξέρω-κι-εγώ-πόσα μάτια του.

Γενικά δε βαριέμαι πάντως.

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011


Δεν ξέρω αν φταίει ο καιρός ή αν φταίνε όσα είπες…μπορεί να φταίνε και όσα περίμενα να ακούσω και δεν τα είπες! Πάντως είπες πολλά δεν νομίζεις; Μήπως έπρεπε να κρατηθείς; Και αν ναι, τότε πού περίπου έπρεπε να σταματήσεις το παραλήρημά σου; Θυσίες μου λες ότι έκανες! Έκανες, λες, θυσίες πολλές. Κι εγώ ντρέπομαι να σου πω πως δεν έκανες τίποτα…χωρίς να ακουστεί εγωιστικό γιατί δεν το ξεστόμισα ποτέ…χωρίς να φανεί κουραστικό γιατί ποτέ δεν το άκουσες να το λέω… Και ξέρεις κάτι; Δεν είναι ποτέ πιο εύκολο…Ποτέ. Πονάει κάθε φορά πιο πολύ…ξέρεις κάτι; Με απογοήτευσες και με κούρασες… Έχω αλλάξει, πρέπει να το καταλάβεις. Κι εσύ τι διαβάζεις τόση ώρα; Δεν καταλαβαίνεις πως ίσως δεν θέλω να καταλάβεις… Να ακούσεις θέλω! Ξημέρωσε… Πάω για ύπνο… Τα λέμε 

Κυριακή 29 Μαΐου 2011

There's a drumming noise inside my head that starts when you're around


Η καρδιά μου χτυπάει γρήγορα, ανεξέλεγκτα. Το είχα ξεχάσει ότι μπορεί. Πεταλούδες ξυπνάνε μετά από πολύ καιρό χαμηλά στην κοιλιά μου, τινάζουν τη σκόνη από τα φτερά τους, πετάνε ξανά, τρελλά. Το είχα ξεχάσει ότι ήταν εκεί. Το μυαλό μου δε μπορεί να σταθεί πουθενά. Η μάλλον μπορεί. Ξέρει τι θέλω να σκέφτομαι και δε μ’ αφήνει να το διώξω. Παίζει κρυφτό μαζί μου και διασκεδάζει που προσπαθώ μάταια να το μαζέψω. Το είχα ξεχάσει ότι είναι φευγάτο. Το σώμα μου χορεύει σε κάθε ευκαιρία. Με μουσική και χωρίς μουσική. Είχα ξεχάσει ότι κάποιες φορές νιώθω ωραία όταν δεν ανήκει σε μένα. Το πρόσωπό μου καίει. Η φωτιά ανάβει από μόνη της από στάχτες που νόμιζα ότι δε θα ζεσταθούν ξανά. Είχα ξεχάσει ότι η φλόγα δε σβήνει ποτέ.

Έλα.

Here we go.

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Βρουμ βρουμ


Γράφω, σβήνω, ξαναγράφω, μουτζουρώνω. Η ίδια δουλειά εδώ και βδομάδες. Δε μ’ αρέσει τίποτα. Μισώ τη συννεφιά, την υγρασία, το γραφείο και όλο τον κόσμο και μένα μαζί. Προσπαθώ να διοχετεύσω την οργή δημιουργικά. Στη δουλειά, στο δωμάτιό μου, στα γραφτά μου. Αλλά γίνεται αυτό; Δε ξέρω. Αγοράζω ξανά ρούχα και βάφω ξανά τα μαλλιά μου και τρέχω ξανά στο γυμναστήριο. Δεν αλλάζει τίποτα. Ή μήπως αλλάζει κάτι;

Βγαίνω έξω, μιλάω, χορεύω, φωνάζω. Πίνω. Πολύ. Το κεφάλι μου γίνεται σβούρα και γελάω υστερικά και τρεκλίζω στα ψηλά τακούνια μου. Για έναν άνθρωπο με το δικό μου σωματότυπο δεν είναι δύσκολο να φανώ προκλητική. Υπάρχουν στιγμές που με κοιτάνε όλοι. Άλλες φορές μ’ αρέσει η προσοχή κι άλλες ψάχνω να βρω ό,τι πιο αδιάφορο και ουδέτερο υπάρχει στη ντουλάπα μου, ώστε να μη με προσέξει κανείς.

Όταν πίνω ο κόσμος αλλάζει. Μεταμορφώνεται σε μια εθνική οδό που τα αυτοκίνητα τρέχουν με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Σε σωματίδια που εκρήγνυνται στο διάστημα. Στο χάος που επικρατεί σ’ ένα χρηματιστήριο. Στον πανικό ενός γραφείου εφημερίδας. Τα πάντα τρέχουν και τρέχω κι εγώ μαζί. Ποτά, κουβέντες, ρυθμοί, φώτα, τσιγάρα, πρόσωπα, χορός. Όλα γίνονται ταυτόχρονα. Όλα θέλω να τα κάνω ταυτόχρονα. Και όταν γυρίσω σπίτι τα πάντα χορεύουν μες το κεφάλι μου. Θυμάμαι πράγματα που έχω θάψει από καιρό, ανθρώπους που έχω ξεχάσει, μέρη και κουβέντες και εικόνες που έχω διαγράψει από τη μνήμη μου. Λυπάμαι λίγο. Χαίρομαι λίγο. Αρπάζω το τηλέφωνο για να συνδέσω μια φωνή με τις ξεχασμένες μνήμες. Κοιτάω το όνομα στην οθόνη. Το βάζω στο αθόρυβο και θάβομαι κάτω από το πάπλωμα.

Και μέσα από τον ίλιγγο της μέθης έρχεται η αδράνεια. Η τρομερή ησυχία. Τα πάντα όλα βγάζουν το σκασμό. Με αγκαλιάζει σφιχτά, δε μ’ αφήνει να φύγω. Αλλά δε δυσανασχετώ. Παραδίνομαι απόλυτα και κοιμάμαι για δεκατέσσερις ώρες.

Με αποδέχομαι σιγά σιγά. Μπορεί. Μπορεί και όχι.

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

one day the animals will rule the world

Από μια φοβερή σύμπτωση (φίδια - το προσχεδιάσαμε το έγκλημα), το Ρακούν και το Πάντα βρίσκονται εδώ και ένα εξάμηνο στην Αγγλία, μένουν στο ίδιο σπίτι και δουλεύουν στο ίδιο γραφείο. Πανηγύρι.

Το Πάντα έμαθε μια βλαχούρικη παραλλαγή του "yes", aka "yarp" την οποία επαναλαμβάνει σαν υπνωτισμένη όλη την ώρα. Επίσης το Πάντα πληροφορήθηκε την ύπαρξη αυτού του πλάσματος. Η ανακάλυψη αυτή συντάραξε το είναι μου σε βαθμό που ετοιμάζομαι α) να κλέψω ένα γούμπατ από το ζωολογικό κήπο ή, αν το ιδιοφυές σχέδιο αυτό αποτύχει (που αποκλείεται) να δωροδοκήσω έναν Άγγλο τουρίστα που επισκέπτεται την Αστραλjία, να το χώσει σε μια βαλίτσα, να το εισάγει στη χώρα και να μου το χαρίσει. Στη συνέχεια θα το ονομάσω Wolfgang, καθότι θεωρώ ότι αυτό είναι το πλέον τρισμέγιστο όνομα, αν βέβαια είσαι γούμπατ.

Στο πλαίσιο της παραπάνω παράνοιας, καθώς και της παράνοιας που επικρατούσε στο γραφείο σήμερα γενικώς, εξελίχθηκε η κάτωθι ανταλλαγή τηλεπιστολών (ψψψψ...)

From: Raccoon (mavromatikus@nocturnal_mammals_rule.com) 
To: Panda (zzzzzzzz@eucalyptus_is_not_for_smoking.com)
Subject: Γουλφ

Δεν πας να πάρεις λίγο αέρα?? Σε λίγο θα απαντάς με γουλφ….

From: Panda (zzzzzzzz@eucalyptus_is_not_for_smoking.com)
To: Raccoon (mavromatikus@nocturnal_mammals_rule.com) 

Subject: RE: Γουλφ

Yarp yarp yarp yarp yarp yarpo yarp yarp!!!!!!
Yarp.

From: Raccoon (mavromatikus@nocturnal_mammals_rule.com) 
To: Panda (zzzzzzzz@eucalyptus_is_not_for_smoking.com)
Subject: Γουλφ

Γυρίιισατε?  Τι θέλετε να σας κάνω πείτε μου!

From: Panda (zzzzzzzz@eucalyptus_is_not_for_smoking.com)
To: Raccoon (mavromatikus@nocturnal_mammals_rule.com) 

Subject: RE: Γουλφ

Wo-wo-wo-wo-wo-woooooooooombat wombat wombat wombat wombat wombat wombat.
Θες να γράψεις ένα ποστ για το μπλογκ γιατί δεν προλαβαίνω;

From: Raccoon (mavromatikus@nocturnal_mammals_rule.com) 
To: Panda (zzzzzzzz@eucalyptus_is_not_for_smoking.com)
Subject: Γουλφ

Αχαχαχαχαχα θα γελάσει ο  κάθε πικραμένος…

From: Panda (zzzzzzzz@eucalyptus_is_not_for_smoking.com)
To: Raccoon (mavromatikus@nocturnal_mammals_rule.com) 

Subject: RE: Γουλφ

Wolfgang the wombat με γερμανική πγοφογά.
Μαλάκα γελάω από μέσα μου.

From: Raccoon (mavromatikus@nocturnal_mammals_rule.com) 
To: Panda (zzzzzzzz@eucalyptus_is_not_for_smoking.com)
Subject: Γουλφ

Das ist Spitze!

From: Panda (zzzzzzzz@eucalyptus_is_not_for_smoking.com)
To: Raccoon (mavromatikus@nocturnal_mammals_rule.com) 

Subject: RE: Γουλφ

Ναι, ναι, τι να πεις, όλα για τον άνθρωπο είναι.


Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

Σκέψεις χαμένες στον ίδιο χρονοχώρο, με όλες τις υπόλοιπες και όμως ξεχωρίζουν..."Τι θα συμβεί αλήθεια αν τελικά δεν είμαι αυτός που νομίζουν;" Ή χειρότερα "τι θα συμβεί αν τελικά ΕΙΜΑΙ αυτός που νομίζουν;" Ή χειρότερα ακόμα "τι θα συμβεί αν με ΠΕΙΣΟΥΝ πως τελικά ΕΙΜΑΙ αυτός που νομίζουν;" Ή χειρότερα...Πάει μακρυά η βαλίτσα, κάτσε, ένα ένα! Αυτός που δέχεται τα πάντα και ας τον είπαν ακατάδεχτο. Αυτός που φρόντισε για σένα με εγωϊσμό. Ο απότομος που σου μίλησε ευγενικά.Ο μαλάκας που είναι φίλος σου.Ο χαλαρός που δεν καταλαβαίνεις τελευταία...μπορώ να το κάνω αυτό για ώρες, το θέμα είναι πόσο διατεθειμένος / διατεθειμένη είσαι να διαβάζεις...θα σου πω εγώ. ΔΕΝ είσαι...Και ξέρεις γιατί; Γιατί δεν σε νοιάζει...Ωραία! Ούτε και μένα...φτου ξελευτερίαααααααα!!!!! Α! Μισό...χεχε...Δεν σου είπα το καλύτερο! Δεν ξέρεις αν είμαι αυτός ή αυτή...το υπέθεσες ναι, σίγουρα, οκ, εντάξει...! Αλλά...ποσο σίγουρος είσαι τι ΕΙΜΑΙ; Τα λέμε μετά...

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Clean cut


Ξυπνώ σε ένα κρεββάτι που δεν αναγνωρίζω, σ’ ένα δωμάτιο που δεν αναγνωρίζω, σ’ ένα σπίτι που δεν αναγνωρίζω. Δεν υπάρχουν πουθενά φωτογραφίες. Δεν υπάρχουν σημειωματάκια στο ψυγείο. Δεν υπάρχουν αφιερώσεις στους καθρέφτες. Η μνήμη του κινητού μου είναι άδεια. Ο φάκελος με τα μηνύματα επίσης. Δεν υπάρχουν γράμματα στα συρτάρια, ούτε ατζέντα με επαφές και υποχρεώσεις. Στην επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή μου υπάρχει μόνο ένα έγγραφο με μια διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ένα όνομα χρήστη κι έναν κωδικό που δεν αναγνωρίζω. Συνδέομαι και ο φάκελος με τα εισερχόμενά μου είναι άδειος, κι αυτός με τα εξερχόμενα επίσης. Δεν υπάρχουν καταχωρημένες επαφές. Ο φυλλομετρητής μου δεν έχει τίποτα αποθηκευμένο στη μνήμη. Στα έγγραφά μου δεν υπάρχει τίποτα. Ούτε στις εικόνες μου. Υπάρχουν ρούχα στις ντουλάπες. Πολλά. Ανήκουν σε μια γυναίκα που είτε δεν έχει αποφασίσει ακόμα τι ακριβώς είναι, είτε έχει προνοήσει για παν ενδεχόμενο. Ριγάτα παντελόνια και γιλέκα. Στενά φορέματα και κορσέδες. Κυπαρισσί και μαύρα και ασημί και κόκκινα και λευκά και σκούρα μπλε. Ψηλοτάκουνα μποτάκια και μπαλαρίνες και αθλητικά παπούτσια για τρέξιμο. Μακριές φούστες, μαύρα τζιν, κοντά παλτό και καπαρντίνες. Σάλια και μαντίλια και μαλακά και σκληρά καπέλα. Πλεκτά πουλόβερ, βαμβακερά μπλουζάκια, μεταξωτά πουκάμισα με τριγωνικά μανίκια. Μικρά, κομψά δαχτυλίδια και βραχιόλια και στέκες και κορδέλες. Δεν υπάρχουν αναμνηστικά της παιδικής ηλικίας, κούκλες, αρκουδάκια ή σφηνοτουβλάκια ή τηλεκατευθυνόμενα. Δεν υπάρχουν παλιά σχολικά βιβλία ή τετράδια. Δεν υπάρχει χαρτομάνι ή κάποιου είδους συλλογή από αναμνηστικά ή μη έγγραφα. Δεν υπάρχει πουθενά κανένα ίχνος οποιουδήποτε γραφικού χαρακτήρα. Δεν υπάρχει κάποιο κουτί η συρτάρι με εισητήρια και αποδείξεις από ταξίδια ή θεάματα. Δεν υπάρχουν αφίσες, κορνίζες ή πίνακες. Το ντουλάπι κάτω από την τηλεόραση, που δεν έχει κανένα κανάλι αποθηκευμένο, είναι γεμάτο ταινίες που άλλες αναγνωρίζω κι άλλες όχι. Η δισκοθήκη είναι γεμάτη με άλμπουμ που άλλα αναγνωρίζω κι άλλα όχι. Δεν υπάρχουν εφημερίδες ή περιοδικά. Δεν υπάρχουν λογαριασμοί ή ημερολόγια. Υπάρχουν όμως βιβλία. Πολλά. Μυθιστορήματα, ιστορικά, βιογραφίες, νουβέλες, δοκίμια, μυθολογίες, ποιήματα, θεατρικά έργα, βιβλία μυστηρίου, από συγγραφείς κλασσικούς και μη, σε πέντε διαφορετικές γλώσσες. Δεν έχω επισκέψεις ποτέ. Το τηλέφωνο δε χτυπάει ποτέ. Δεν υπάρχει πρόγραμμα κανενός είδους. Οι δρόμοι του κόσμου αυτού είναι γνώριμοι, δεν ξέρω όμως γιατί και πρόσωπο δεν αναγνωρίζω κανένα. Ούτε κανείς δείχνει να αναγνωρίζει εμένα. Δεν υπάρχουν μνήμες κανενός είδους στο κεφάλι μου. Δεν επιθυμώ να δω κάποιον. Δεν θυμάμαι κανέναν. Δεν υπάρχει πουθενά πορτοφόλι, μόνο μια κάρτα τράπεζας που μοιάζει καινούρια, σε μια θήκη μαζί μ’ ένα κομματάκι χαρτί με τέσσερα τυπωμένα νούμερα πάνω. Δεν υπάρχουν αποθηκευμένα κάπου χριστουγεννιάτικα στολίδια, αποκριάτικα κοστούμια, ομπρέλες και ξαπλώστρες παραλίας, παιδικά ρουχαλάκια. Δεν έχω να πάω στη δουλειά μου, ή σε κανενός είδους δουλειά. Στο ραδιόφωνο δεν υπάρχουν καταχωρημένοι σταθμοί και όταν το ανοίγω παίζει μόνο παράσιτα. Το σπίτι είναι σε τάξη, πέρα από μικρές πρακτικές λεπτομέρειες. Ένα ζευγάρι παπούτσια δίπλα στην πόρτα, μια τσάντα κρεμασμένη στον καλόγερο, που έχει μόνο σκόρπια χαρτονομίσματα, ένα ζευγάρι γυαλιά και το κλειδί του σπιτιού μέσα, ένα ποτήρι του νερού στον πάγκο της κουζίνας, μία κουβέρτα στον καναπέ, μία κρέμα για τα χέρια στο κομοδίνο. Το μοναδικό ρολόι δεν έχει καμμία ώρα καταχωρημένη για ξυπνητήρι. Στην πρώτη σελίδα κάθε βιβλίου υπάρχουν ίχνη από ένα όνομα σβησμένο, που δε μπορώ να διακρίνω. Μετά από καιρό μόνο, σ’ ένα μικρούλι βιβλιαράκι χωμένο ανάμεσα σε άλλα μεγαλύτερα, ίσα που διακρίνω μια λεξούλα να ξεπροβάλλει δειλά, μισοκρυμμένη, μισοσβησμένη.

Για κάποιο λόγο είμαι βέβαιη ότι όλο αυτό το προκάλεσα εγώ στον εαυτό μου. Απολύτως συνειδητά.