Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

Ρόδες που παν στο πουθενά

Δεν είναι ρόδα η ζωή. Δεν γυρίζει. Ο,τι πέρασε δεν ξανάρχεται και όσο και να θες ποτέ δεν γυρίζεις πίσω εκεί που ήσουν πριν. Όσο και να θες. Η ζωή περνάει και ο καθένας τραβάει προς εκεί που νομίζει καλύτερα και ο χρόνος δε σταματάει. Ποτέ. Δεν έχει σημασία πόσο το θες, δεν έχει σημασία αν νομίζεις ότι θα είσαι καλύτερα, δεν έχει σημασία αν νομίζεις ότι το πισωγύρισμα θα σε λυτρώσει. Κι ακόμα κι αν με νύχια και με δόντια τραβάς πίσω και κάποιον άλλο μαζί σου, δε θα είναι ποτέ ο ίδιος. Τα μάτια του δε θα φέγγουν το ίδιο, δε θα αφήσει ποτέ πίσω τις μικρές πληγές του παρελθόντος απλώς και μόνο γιατί αποφάσισες να τις αφήσεις εσύ. Θα περπατήσει μαζί σου για λίγο, θα νομίζεις ότι μοιράζεται μαζί σου πράγματα για τη ζωή του, αλλά ουσιαστικά θα σου λέει απλά ό,τι θέλει να βγάλει από μέσα του. Ουσιαστικά δε θα σε ακούει, θα σε κοιτάζει χωρίς να σε βλέπει και θα γνέφει καταφατικά αλλά όσα του λες δε θα τον αγγίζουν. Τα αυτιά σου θα είναι ο κάδος που πετάει τα σκουπίδια του. Κι όταν οι δρόμοι σας χωριστούν ξανά, αυτή τη φορά θα είναι για πάντα. Τίποτα δε γυρίζει πίσω. Μπορείς να μην παραιτηθείς, να σκεφτείς ότι όλο αυτό είναι μια φριχτή απαισιοδοξία, μπορείς να προσπαθήσεις αλλά δεν πρόκειται να καταφέρεις τίποτα. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να αφεθείς σ’ αυτή την απαίσια συνειδητοποίηση να σε κυριεύσει, να τη νιώσεις βαθιά σαν βάρος μέσα σου και να μάθεις να ζεις πια μ’ αυτό. Δεν μπορείς να πάρεις τίποτα πίσω.

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

- Μ’ αγαπάς;
- Πολύ.
- Γιατί;
- Γιατί δεν ξέρω πώς να μη σ’ αγαπάω.

Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

Σειρήνες και πάπιες

Κάθομαι και δουλεύω όλη μέρα τη διπλωματική μου. Χάνομαι με τις ώρες στο γκούγκλ (δεν είναι τρομερά αστεία λέξη το γκούγκλ;) ψάχνοντας για τις διάφορες θεωρίες των διάφορων φιλοσόφων ανά τους αιώνας και βρίζω προσωπικά και με χυδαίες εκφράσεις αυτόν που ανακάλυψε τα γερμανικά. Όλες οι πηγές είναι στα γερμανικά. Μα εγώ δεν ξέρω γερμανικά. Εγώ είμαι στη Γαλλία ρε παιδιά. The understatement of the year. Είμαι σε μια προσπάθεια πρόσμιξης της γαλλικής με τη γερμανική κουλτούρα, και η προσπάθεια αυτή έχει καταλήξει επιτυχής μόνο όσον αφορά την αρχιτεκτονική. Όλα τα άλλα είναι για γέλια. Με αποκορύφωμα την τοπική αλσατική διάλεκτο, την οποία κάθε φορά μπερδεύω με τα γερμανικά, λέω δε σας καταλαβαίνω, δεν ξέρω γερμανικά, με κοιτούν βαθύτατα προσβεβλημένοι και η απομακρυνόμενη πλάτη λέει «C’est pas possible, c’est pas de l’allemand, c’est alsacien au nom de Dieu !!!» Παίρνω το βλέμμα του κογιότ που τρώει τη βόμβα στη μάπα και σκέφτεται ότι γιατί την ξανακάνω κάθε φορά την ίδια μαλακία; και τις τρελλές που έχουν λιώσει στο γέλιο και φύγαμε.

Η Αλσατία έχει ξεχωριστό Σύνταγμα απ’ όλη την υπόλοιπη Γαλλία. Δεν ξέρω αν πρόκειται για προϊόν αδιαβάθμητης ανθρώπινης βλακείας ή αν τα αλάνια οι Στρασβουργιανοί το έχουν φιλοσοφήσει το θέμα κι έχουν καταλήξει στο ότι άσε, δε ξέρεις σε ποια χώρα θα ανήκουμε αύριο, ας έχουμε και την καβάτζα.

Επίσης. Είμαι μόλις δυο βδομάδες στο Στρασβούργο και έχω βγει βόλτα στην πόλη και είναι Τετάρτη. Επί ένα τέταρτο προσπαθώ να περάσω μια γέφυρα και δε τα καταφέρνω, γιατί κάνω μπρος πίσω και ζιγκ ζαγκ λες και είμαι λιώμα παρατηρώντας μια πάπια που βουτάει στο νερό και ξαναβγαίνει όταν έχω πειστεί ότι πάει, πνίγηκε (κάτι που είναι βλακώδες, δε νομίζω ότι πνίγονται οι πάπιες, για την ακρίβεια δε νομίζω καν ότι πεθαίνουν οι πάπιες). Εκεί λοιπόν που μετράω πόση ώρα μπορεί να κρατήσει την αναπνοή της μια πάπια, σειρήνες. Αντιαεροπορικές. Τύπου τρέχτε στα καταφύγια. Δεν κάνω πλάκα. Σειρήνες.

Πρώτη σκέψη: Μας την πέφτουν οι Γερμανοί; Τώρα;
Δεύτερη σκέψη: Είμαι πολύ νέα για να πεθάνω, δεν έχω δει ακόμα τη Νέα Υόρκη!!!
Τρίτη σκέψη: Αν πεθάνω από το βομβαρδισμό και η Ελλάδα τη γλιτώσει, η μάνα μου δεν πρόκειται να με συγχωρήσει ποτέ.
Τέταρτη εικόνα: Έχω καταταγεί και είμαι με παραλλαγή σ’ ένα χαράκωμα και έχει λάσπες και βρέχει όπως στους Ατελείωτους Αρραβώνες. ΜΜΜ.

Αηδίες. Μέσα στον πανικό έρχεται και το πανάρχαιο αντανακλαστικό του να δεις τι κάνουν όλοι οι άλλοι για να κάνεις κι εσύ ακριβώς την ίδια μαλακία. Τι κάνουν όλοι οι άλλοι λοιπόν; Κοιτάω. Δεν κάνουν τίποτα. Απολύτως. Συνεχίζουν αμέριμνοι το ότι έκαναν και πριν πέντε δευτερόλεπτα. Ξανακοιτάω για να βεβαιωθώ. Κάπου εκεί διαπιστώνω ότι αυτό ήταν. Φωνάξτε αυτούς με τα άσπρα να με πάνε για θεραπεία. Ακούω σειρήνες γιατρέ μου. Και χρονομετρώ την αναπνοή της πάπιας. Δεν είμαι καλά. Ωστόσο οι σειρήνες συνεχίζουν για κανά τέταρτο, με διακοπές.

Φεύγω πανικόβλητη γιατί σκέφτομαι ή ότι έρχεται πόλεμος ή ότι πραγματικά έχω τρελλαθεί και δεν ξέρω τι προτιμάω απ’ τα δύο. Φτάνω στη σχολή καθυστερημένη και μπαίνω στην αίθουσα, πάντα πανικόβλητη και ο καθηγητής που με κοιτάει πλαγίως μόλις έχει ξεκινήσει να εξηγεί ότι κάθε πρώτη Τετάρτη του μήνα οι σειρήνες χτυπάνε στο Στρασβούργο και καλά σαν άσκηση ετοιμότητας. Welcome to Alsace, have a nice day. Μάλιστα. Το μάθαμε κι αυτό. Εγώ πάντως αν ήμουνα Γερμανός και ήθελα να μπουκάρω, θα διάλεγα στάνταρ την πρώτη Τετάρτη του μήνα. Κανείς δε θα έπαιρνε χαμπάρι το παραμικρό μέχρι που θα έφτανε ο φαντάρος να τους χώσει το όπλο στη μάπα με γιαβόλ και τα σχετικά. Σ’ αυτή την περίπτωση δε θα έτρωγα πλάτη στην ατάκα ότι δεν ξέρω γερμανικά, αλλά σφαίρα.

Τρίτη 10 Μαρτίου 2009

Ladies' night

Στο σημερινό μάθημα θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τα φοβερά, τρισμέγιστα άτομα που με ανέχονται εδώ στην ξενιτιά.

Η μάμα Ντάλτον είναι κολλημένη με την Ιρλανδία και κοντεύει να φτάσει στη Βαρκελώνη με το ποδήλατο και φτιάχνει τις ωραιότερες χωριάτικες πατάτες του κόσμου. Είναι ο άνθρωπος που θα κάνει τα πάντα την τελευταία στιγμή και παρ’ όλ’ αυτά ό,τι κάνει είναι συνήθως εξαιρετικό. Την αγαπάμε γιατί ξέρει πότε να σε υποστηρίξει και ξέρει πότε να στο πει όταν έχεις κάνει μαλακία. Δεν είναι θύμα ρε παιδί μου, είναι ο εαυτός της κι είναι και γαμώ τα παιδιά. Δέκα λεπτά με τη μάμα και δε θα σου μείνει άντερο. Λέει συνέχεια «Καλά παιδιά, τον παίζουμε» και ξέρει απίστευτα γαλλικά και τη μισούμε γι’ αυτό.

Η μικρή Ζέλα από το Γαζέλα είναι φοβερό party animal και πάντα βγάζει το κρεμμύδι από τους ντοματοκεφτέδες μου και λέει συνέχεια «Πω ρε coňo!!!» και είναι ο άνθρωπος που θα σε ξυπνήσει στις 3 η ώρα το πρωί γιατί έχει κέφια και θα στήσει επιτόπου αυτοσχέδιο πιτζάμα πάρτυ και θα πάμε στα καπάκια για μάθημα με τα μάτια τούμπανα και με ένα ελαφρύ hangover. Την αγαπάμε γιατί πάντα θα είναι μέσα σε ότι κανονίζουμε και, επίσης, πάντα θα κάτσει ν’ ακούσει ότι έχεις να πεις και θα προσπαθήσει να βοηθήσει. Πανικοβάλλεται με απίστευτα πράγματα ήσσονος σημασίας και οι εκδηλώσεις του πανικού αυτού θα έπρεπε να έχουν κινηματογραφηθεί. Έχει τα πιο τέλεια πόδια του κόσμου και τη μισούμε γι’ αυτό.

Η μικρή πριγκίπισσα θα σου βάλει τις φωνές άμα μπεις σπίτι με τα παπούτσια, αλλά θα σου φτιάξει και το μαλλί άμα είναι αχτένιστο. Είναι τρομερά φιλόξενη και μπορεί να κατοικοεδρεύεις σπίτι της 3 μέρες συνεχόμενες και να έχεις φάει όλα της τα μπισκότα και δε θα παραπονεθεί ποτέ, αρκεί να χρησιμοποιείς πάντα σουβέρ, λέει συνέχεια «Χαχαχα, τον ήπιαμε!» και θα σε πάρει τηλέφωνο ακριβώς πριν σηκώσεις το ακουστικό να την πάρεις εσύ για να πάτε να δείτε ακριβώς την ταινία που θες να δεις κι εσύ. Την αγαπάμε γιατί έχει απίστευτο γούστο και γιατί είναι η φοβερότερη παρέα του κόσμου για ταξίδια. Επίσης δε τη νοιάζει να μοιράζεται όλα της τα λεξικά και τις σημειώσεις. Είναι η μόνη που έχει μπανιέρα στο σπίτι της και τη μισούμε γι’ αυτό.

Η Her Majesty είναι ναζιάρα όσο δεν παίρνει, αλλά ένα βλέμμα της αρκεί για να μείνεις παγωτό και να λουφάξεις στη γωνιά σου αναρωτώμενη πού πήγε το λεωφορείο που μόλις σε πάτησε. Αλλάζει θέση στα έπιπλα κάθε βδομάδα και κερδίζει στο Scrabble ακόμα και τη μάμα Ντάλτον και λέει συνέχεια «C’est comme ça, tu vois?». Θα σου φτιάξει καφέ και ψιψιψόνια να μασουλήσεις και είναι ο άνθρωπος που μπορείς να συνυπάρξεις άνετα, είτε κουβεντιάζοντας με τις ώρες, είτε στην απόλυτη σιωπή. Μπορεί να έχεις βδομάδες να τη δεις, αλλά θα εμφανιστεί από το πουθενά και θα σε πάει στο πιο ωραίο μαγαζί της πόλης (αφού χαθεί 5 φορές στην πορεία). Την αγαπάμε γιατί άμα της δώσεις ένα μοχλό θα κινήσει τη γη ολόκληρη. Είναι εκπληκτικό. Μένει σε μια σοφίτα στον έκτο σ’ ένα κτίριο που δεν έχει ασανσέρ και τη μισούμε γι’ αυτό.

Ο άνθρωπος λοιπόν που ανέχονται αδιαμαρτύρητα, η pizza pano! (εγώ), θα μαγειρέψει λαχανοντολμάδες και θα καλέσει όλες τις προαναφερθείσες για φαϊ, θα ρωτήσει αν θέλει κανείς καφέ και μετά από μία ώρα δε θα έχει ξεκινήσει ακόμα να τον φτιάχνει, είναι η μόνη που θα κόψει λάσπη όταν όλες οι άλλες βλέπουν παιδάκι και τρέχουν να το ζουλήξουν, θα φορέσει δεκάποντα οποιαδήποτε ώρα της μέρας της τη βαρέσει, θα ρωτήσει ότι παράνοια τις έρθει στο κεφάλι σχετικά με το πιο άκυρο πράγμα του κόσμου και την πιο ακατάλληλη στιγμή του κόσμου, θα σου γράψει στο msn πάντα στα ελληνικά και θα σου σπάσει τα νεύρα, είναι η μόνη που μπορεί να την πάρεις τηλέφωνο στις 4 η ώρα το απόγευμα και να κοιμάται και λέει συνέχεια «Θα τεμαχιστείς!!!» και «Να πανικοβληθώ;». Παίζει συνέχεια φιδάκι την ώρα του μαθήματος και οι καρέκλες στο σπίτι της δε φτάνουν ποτέ για να κάτσουν όλοι και άμα αρχίσει μιλάει ακατάπαυστα και τη μισούμε γι’ αυτό.

Κορίτσια, αι λόβ γιου κάργα.

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009

Κουακ-κουακ

Δεν ξέρω αν έχεις δει ποτέ πάπιες πάνω σε παγωμένη λίμνη να γλιστράνε και να τρώνε σαβούρα αεροπλανική. Είναι ένα από τα πιο αστεία πράγματα που έχω δει στη ζωή μου.

Κυριακή 1 Μαρτίου 2009

Αναπολώντας την Αθήνα part 2

- Πάνταααα…..
- ….
- Πάνταααα….
-….
- Πάντα;
- Σου ‘χω πει εκατό φορές να μη με ξαναπείς Πάντα.
- Χαχαχα.
Τι βλαμμένο αυτό το παιδί. Έχει κέφια πάλι σήμερα. Τον αγνοώ και κάθομαι στο μπαρ δίπλα στην Ελευθερία και απέναντι από το Σπύρο που έχει αποφασίσει ότι είναι βραδιά Calexico σήμερα και είμαι ιδιαίτερα ευτυχής γι’ αυτό. Φιλιόμαστε σταυρωτά με την Ελευθερία λες και έχουμε να βρεθούμε 100 χρόνια.
- Κορίτσια, σφηνάκια!
Και ο Σπύρος έχει κέφια σήμερα.
- Ορκίστηκες;
- Αμέ.
- Και;
- Τι και;
- Είσαι χαρούμενη;
Τι να του πεις;
- Ναι.
- Ουουουου. Σίγουρα. Το βλέπω.
- Πάντααα…
Βρε καλώς τον.
Έχει στηθεί ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου και με κοιτάει. Θέλω πάρα πολύ να του σπάσω το κεφάλι αλλά δε μπορώ. Δε μπορώ γιατί είναι κούκλος και έχει γαλαζοπρασινογάλαζα μάτια στο χρώμα της Καραϊβικής μια μέρα ηλιόλουστη αλλά όχι πολύ ζεστή και μυρίζει αυτό το πράγμα που είναι σαν μαλακτικό και ψωμάκια που μόλις έχουνε βγει από το φούρνο. Επιπροσθέτως με κοιτάει μ’ αυτό το ύφος που λέει «Μόλις τελειώσω μαζί σου δε θα μπορείς να σταθείς στα πόδια σου.»
- Συγχαρητήρια! Είσαι μεγάλος φύτουκλας αλλά συγχαρητήρια! Πρέπει να πετάς στα σύννεφα!
- Ξανθούλη…
- Μμμ;
- Αει στο διάολο νυχτιάτικα.
- Χαχαχα.
Ωραία. Το ‘χουμε. Έχουμε κάνει την κουβέντα περί ορκωμοσίας ήδη, ξέρει πολύ καλά ότι δεν είχα κανέναν ενθουσιασμό και ότι με το ζόρι πήγα αλλά μάλλον πιστεύει ότι είναι ιδιαίτερα διασκεδαστικό να κάνει λες και κατέκτησα το διαγαλαξιακό πρωτάθλημα. Του φυσάω τον καπνό στη μούρη. Δεν πτοείται.
- Λοιπόν, τι πίνουμε;
Έχει σκύψει και καλά να δει τι πίνουμε, αλλά βασικά ακουμπάει το μάγουλό του στο δικό μου. Τα γένια του μου σηκώνουν την τρίχα και αυτομάτως σκέφτομαι ιδρώτες και αγκομαχητά και τα σχετικά, αλλά επίσης αυτομάτως και με σηκωμένο το φρύδι κοιτάω την Ελευθερία που προσπαθεί να μη γελάσει. Ακούω τη φωνή της στο κεφάλι μου «Δεν πρόκειται να βγάλεις άκρη μαζί του ποτέ!» Ενδεχομένως.
- Εμείς πίνουμε τεκίλα. Εσείς που είστε και σε ηλικία εμφράγματος καλύτερα να πάτε στο κρεβατάκι σας σιγά σιγά.
Όχι θα τον άφηνα.
- Δε σου έχω πει να σταματήσεις να πίνεις αηδίες;
Όχι θα με άφηνε.