Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011

Missed me?


Ο λαγός είναι ύποπτος. Το σκέφτηκα εξαρχής. Το σκέφτηκα αλλά δεν έκανα τίποτα γι’ αυτό. Γιατί; Γιατί είμαι μαλάκας με τα πράγματα στα οποία δε μπορώ ν’ αντισταθώ. Ένα απ’ αυτά είναι το μωβ. Ο λαγός λοιπόν, που είχε το μέγεθος ας πούμε μεταξύ αγελάδας και πολύ χοντρής αγελάδας, που ήταν τόσο αφύσικα άσπρος και που ακόμα και ο τρόπος που στέκονταν τ’ αυτιά του ήταν ύποπτος, αποφάσισα ότι ήταν άκακος, χάρη στις εκπληκτικές μωβ βούλες που έσπαγαν την ασπρίλα του τριχώματός του.

Λέει ότι εδώ και χρόνια κατοικεί στη δεξιά φλούο πορτοκαλοπρασινοφούξια γόβα μου,  ότι σκεπάζεται με την επίσης δεξιά μου κάλτσα με τα μπλε καρώ, κι ότι είναι αντερκάβα σε μυστική λαγοαποστολή. Αυτό πρέπει έως ένα βαθμό να είναι αληθές, μια που την εν λόγω κάλτσα την έχω χάσει από καιρό, και τις προαναφερθείσες γόβες τις αγόρασα σε μια κρίση ελεκτρο-fashion μανίας και δεν παίζει να τις έχω φορέσει ποτέ σε φάση.

Στη συνέχεια λέει ότι έχει πλήρη εξουσιοδότηση από τους ανωτέρους του (κι εδώ εύχομαι κάπου στο πίσω μέρος του μικρού μου μυαλού να μην είναι μεγαλύτεροι απ’ τον ίδιο) να επιτάξει τα εσώρουχά μου. Και για να δω τι καλός που είναι, λέει ότι δε θα τα επιτάξει όλα. Τα μαύρα θέλει οπωσδήποτε και τα μωβ. Αυτό σημαίνει ότι θα μείνω με ... για να δούμε ... περίπου τρία σετ εσώρουχα. Το πολύ. Τα χρειάζεται λέει, είναι θέμα ζωής και θανάτου. Οι λαγοεπιστήμονες προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα καινούριο ύφασμα για εξελιγμένα αερόστατα, τα οποία θα χρησιμοποιήσουν για να δραπετεύσουν απ’ τον πλανήτη. Και θα μου κάνουν την τιμή να επιτάξουν τα δικά μου εσώρουχα για τις μελέτες τους. Επειδή προχτές αποφάσισα να πάρω μέρος στη μάζωξη των ψυχασθενών καρναβαλιστών του Λονδίνου και να παίξω «φύσα τη σφυρίχτρα μέχρι να φτύσεις πνεύμονα». Μάστα.

Επίσης παρακολουθεί τις δραστηριότητές μου μέσα από τη γόβα εδώ και κάποιο διάστημα. Είναι ιδιαιτέρως δυσαρεστημένος με τις ηλεκτρονικές μου αγορές, καθώς και με τα τηλεοπτικά προγράμματα που παρακολουθώ. Αφενός λέει, αυτές οι Αγγλικές αρχαιολογίες που πήγα και ξέθαψα προβλήθηκαν περί μία δεκαετία νωρίτερα. Αφετέρου, το γεγονός ότι χρησιμοποιώ το Άμαζον (το λογαριασμό του οποίου επίσης σκοπεύει να επιτάξει, για το δικό μου καλό) προς  απόκτηση των εν λόγω αρχαιολογιών, καθώς και του πράσινου τισερτίου με τους κεραυνούς, μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα.

Κι εδώ κάπου με χτυπάει η υστερική υστερία, ο πανικόβλητος πανικός, η τρελλή τρέλλα. Του λέω ότι δε με νοιάζει, ότι πάρτα όλα, τα εσώρουχα, το Άμαζον, την κάλτσα και τη δεξιά γόβα, αν θες και τη σφυρίχτρα από το καρναβάλι και το εισητήριο του τγαμ της Λυών, την αφίσα του Johnny και της Florence, τα δαντελωτά γάντια, όλα, αλλά για όνομα του Δία, βγάλε το σκασμό! Σηκώνει το αριστερό αυτί και σχολιάζει ότι η εξέλιξη αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Έχω καταπιεί το σεισμό, έχω λαχανιάσει σα να ‘χω τρέξει μαραθώνιο, και πιάνομαι από το καλώδιο του πιστολακίου. Τι μαλάκας. Το πιστολάκι απογειώνεται από το ράφι παρασέρνοντας μαζί του το μουσικό κουτί, τον Τατή, τον Αιχμάλωτο του Αζκαμπάν, τη σφήκα που σκότωσα προχτές και το στρατιωτικό μπερέ του αδερφιού μου που βούτηξα την τελευταία φορά που τον είδα. Όλα μαζί σκάνε στο κεφάλι μου κι εγώ σκάω στο πάτωμα. Ο λαγός καγχάζει. «Τον έχεις δει πώς είναι; Σαν ... » αυτό μόνο προλαβαίνει να πει πριν συρθώ από τη χαραμάδα της πόρτας και ορμήξω στη σκάλα. Στο δρόμο πέτυχα την Τίρζα την αράχνη που κάποτε κυνηγούσα να σκοτώσω με τις ώρες αλλά πλέον έχω παραιτηθεί. Της λέω ότι αν ξεπαστρέψει το λαγό θα της προσφέρω όλη τη σοφίτα για την υπόλοιπη ζωή της. Το σκέφεται λίγο, φωνάζει το σύζυγο και τα τέκνα (το ένα εκ των οποίων επτάποδο το άμοιρο, ενδεχομένως να του έκοψα το όγδοο πόδι με τη μύτη της ασημί γόβας, δεν είμαι βέβαιη, ήμουν υπό την επήρρεια) και αναλαμβάνουν δράση.  Στο μεταξύ αρπάζω τη βούρτσα της τουαλέτας, κατρακυλάω τις σκάλες κι ορμάω στην κουζίνα ψάχνοντας το κουτί με τις καραμέλες με σκοπό να βουλώσω τ’ αυτιά μου. Εντωμεταξύ η μάχη επάνω μαίνεται, ο σαματάς που κάνουν είναι εκκωφαντικός. Πού και πού ακούω το επτάποδο αραχνοπαίδι («Φάτονα Βρασίδα, φάτονα!») αλλά γενικά ακούω ένα παινδαιμόνιο, τούβλα, πόδια, τρίχες, ιστοί, μωβ βούλες, καδρόνια, σπάηντερμεν και μισό λαγοαυτί κατρακυλούν τις σκάλες και διαλύουν τη στοίβα με την αλληλογραφία του προηγούμενου ενοικιαστή που μαζεύω στωικά και αρνούμαι να πετάξω.

Και ξαφνικά όλα σωπαίνουν. Όλες οι εικόνες εξαφανίζονται. Το μόνο που υπάρχει είναι η Θεία Μουσική που έρχεται από το σαλόνι. Τη σκηνή που παίζει την ξέρω απέξω. Ο Άραγκορν πάει να βρει το στρατό των νεκρών, μαζί με το νάνο και το ξωτικό. Την έχω δει εκατό φορές. Ακούω τι λέει στο σκελετοφάντασμα βασιλιά πριν του το πει. Ακούω τα κρανία να κατακλύζουν τη σπηλιά πριν τα κρανία κατακλύσουν τη σπηλιά. Βλέπω τα πρόσωπά τους χωρίς να τα βλέπω. Κι έχω μείνει στην κουζίνα αλοιφή, με τις καραμέλες και τη βούρτσα της τουαλέτας ανά χείρας, κι όταν πλέον ο λαγός με ενάμισο αυτί ορμάει στην κουζίνα με λεκέδες αίμα και αράχνες-χαλκομανία να σκεπάζουν τις βούλες του, με αρπάζει απ΄το λαιμό και με καρφώνει στο πάτωμα με αβυσσαλλέο μίσος, είναι πλέον πολύ αργά για ν’ αντιδράσω. Γιατί, όπως προείπα, είμαι μαλάκας με τα πράγματα στα οποία δε μπορώ ν’ αντισταθώ.  Κι όπως αποχαιρετώ τη ζωή, το κίτρινο καπάκι του μεταλλικού κάδου που χρησιμοποιώ για κομοδίνο εισέρχεται γκαζωμένο στην κουζίνα σα φρίσμπι και αποκεφαλίζει το λαγό. 

Ανασαίνουμε τώρα. Η πρώτη μου σκέψη είναι ότι, αν καθαριστεί, το άσπρο τρίχωμα με τις μωβ βούλες θα κάνει μια γούνα μούρλια.  Η δεύτερη απορία μου είναι αν το καπάκι είναι ας πούμε ζωντανό ή αν κάποιος το πέταξε. Σηκώνομαι στους αγκώνες και βλέπω στην κουπαστή της σκάλας το επτάποδο, με τα δύο πόδια σταυρωμένα, τσιγαράκι, καπελάκι μαφιόζου χαμογελάκι γαμαωδέρνουλα, να μου κλείνει ένα από τα δε-ξέρω-κι-εγώ-πόσα μάτια του.

Γενικά δε βαριέμαι πάντως.