Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2006

Φτάσαμε. Και τώρα τι;

Είμαι μόνη στο δωμάτιο. Σπάνιο αυτό. Κάθε φορά που κλείνει πίσω μου η πόρτα αισθάνομαι ανακούφιση που επιτέλους μένω μόνη με τον εαυτό μου. Η ανακούφιση δυστυχώς κρατά ελάχιστα κι έτσι σύντομα ψάχνω παρέα. Δώρον άδωρο. Ούτε οι άλλοι με ανακουφίζουν. Είναι άλλοι, άγνωστοι, όχι δικοί μου, η μυρωδιά τους μου είναι ξένη.
Ο αρχικός ενθουσιασμός κράτησε πολύ λιγότερο απ’ το αναμενόμενο. Ξεθώριασε ήδη πριν φύγω απ’ την Αθήνα. Κάποια στιγμή αναρωτήθηκα γιατί τελικά ήρθα, τι ακριβώς περιμένω; Όλοι με κοιτούσαν λες κι αυτό το ταξίδι ήταν στη μοίρα μου να γίνει. Δε το νιώθω έτσι – ως τώρα τουλάχιστον. Νιώθω ένα μούδιασμα, κάτι άδειο που κάνει ηχώ – ηχώ που μεταφέρει τις σκέψεις μου μόνο. Είμαι μόνη μου, είναι απίστευτο. Έχω παρέα, γνωρίζω ανθρώπους συνέχεια, αλλά είμαι μόνη μου.

Μου λείπει το σπίτι μου. Δε τολμάω να βάλω τις φωτογραφίες στον τοίχο, φοβάμαι ότι θα με μελαγχολήσουν ακόμη περισσότερο. Μου λείπει. Μου λείπει το άγγιγμά του, η αγκαλιά του, η μυρωδιά του. Η πόλη έχει πολλά πράγματα να κάνεις, αλλά δεν έχω όρεξη για τίποτα. Δε θέλω να κάνω τίποτα και ταυτόχρονα εκνευρίζομαι μ’ αυτή μου την αδράνεια. Είναι αρχή ακόμα. Είναι πολύ νωρίς, σύντομα θ’ αλλάξουν οι ρυθμοί, θέλω να πιστεύω. Σήμερα, μου λέει ο Ρουσλάν, η ζωή είναι σήμερα, εκμεταλλεύσου την, μη σκέφτεσαι χθες και αύριο. Μπορώ άραγε; Κι αν δε σκέφτομαι χθες και αύριο, τότε εγώ τι είμαι; Τι άλλο είμαι, αν όχι το χθες και το αύριο;

Οι μέρες δύσκολα συνηθίζονται. Δεν ξημερώνει ποτέ κανονικά – όλη η μέρα περνάει και δε το καταλαβαίνεις, ο ουρανός είναι σα να ‘ναι συνέχεια απόγευμα. Ξυπνάω απόγευμα, βγαίνω έξω απόγευμα, τρώω πάλι απόγευμα. Ελπίζω κάποια στιγμή να φτιάξει αυτό, μπας και δω επιτέλους λίγο ήλιο.

Είμαι στον τέταρτο και η θέα απ’ το παράθυρο φτάνει πολύ μακριά. Όλα δείχνουν μονίμως πολύ ήσυχα. Απ’ το δρόμο που χαζεύω συνήθως περνάει ένα αυτοκίνητο ανά πεντάλεπτο κι ένας πεζός ανά τέταρτο. Κι είμαι πέντε λεπτά απ’ το κέντρο. Περίεργο. Αυτή η πόλη έχει τόσο κόσμο – πού διάολο είναι όλοι;