Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Brainstorming




I’m just looking at the cursor flashing on my screen. I dream that words are gonna start writing themselves and that “Knock-knock Stormy” will appear and that I’ll grab it and let it carry me through a swirling vortex of psychedelic colours to a reality that isn’t this one.

I write in English now. Check me out. I catch myself speaking in English to even my fellow countrymen. Do I hate me for that? Maybe.

My room is slowly becoming an assortiment of stuff. All sorts of stuff. Books, DVDs, work stuff, gym stuff, shoes, cushions, clothes, bills, teddy bears, notes, jewelry, posters, hair products, tickets, phone chargers, ashtrays, hats, bathrobes, photos, souvenirs, mugs, fairy wings, shine-in-the-dark wigs and more shoes. I get angry, I realise I don’t need so much crap, I spend ages throwing away everything that, under careful consideration, classify as useless and then I accumulate even more stuff.

Lists are a very important thing these days. Grocery-shopping lists, to-pay lists, to-do lists, items-to-pack-in-my-suitcase lists, albums-to-listen lists, movies-to-watch lists, books-to-read lists. To hell with the lists. I must convince myself to burn them all.  

The fact that I need to be focused all the time and, more specifically, the realisation that I’m most certainly not, is finally catching up with me. I was standing at a bus-stop the other day. Actually, my body was at the bus stop. I was a million miles away. Anyway, this lady asks “Have you been here long?” and I simply reply “About three years”. I had to see the horror in her eyes to realise than I was being an idiot. See what I mean?

Also, it’s becoming imperative that I reorganise the archiving system of my brain, because the current one is basically useless. I have a superhuman storage capacity when it comes to song lyrics and book quotes, but I cannot for the life of me remember birthdays, dentist appointments, or to buy that damn bottle opener to replace the one I lost a year ago. Maybe I should keep the lists after all.

My brain has also gotten into the horrible habit of starting to analyse all sorts of problems I had, have or possibly will have, alongside with all sorts of existential and universal issues, when I want to sleep. “Oh excellent, I see you’re going to bed. Remember that thing that person said to you fifteen years ago? What was that all about? Shall we do something about it? Remember that thing that happened at work three months ago? Let’s see how we can torture you with it. You know that thing that will be the result of that other thing you’ve been postponing for the past year? Let’s think about that.”

Which is probably why, when I finally do manage to go to sleep, I find myself very unwilling to wake up. When I have no plans for the weekend, I’m perfectly comfortable to spend it all in bed. I have this sleeping mask that I put on when daylight fills the room. It’s quite funny actually because it tricks me to thinking it’s still dark, so I sleep some more and when I finally wake up I have no idea what day it is, let alone what time it is. That’s not a problem in England though because, generally, it’s so gloomy that you don’t know what time it is anyway. 

I’m not sure what I’m trying to say with all this. Maybe all I need is a mug of steaming hot milk.

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

The morning after.


Ξυπνάω στο κρεββάτι μου. Καλό σημάδι αυτό. Διψάω τρομερά και νιώθω το στόμα μου σα να έχω φάει χώμα. Κακό σημάδι αυτό. Βγάζω τη μάσκα και διαπιστώνω ότι είναι μέρα. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω α) ότι κάποιος αναπνέει δίπλα μου και β) τη λευκή φούστα και την άσπρη περούκα που φωσφορίζει στο σκοτάδι στο πάτωμα. Φλασιά πυραμίδα πλαστικά ποτήρια με διάφορα ποτά, δέκα στο σύνολο και κίτρινα μπαλάκια του γκολφ που πρέπει να σουτάρεις μέσα σε ένα από τα ποτήρια προκειμένου να πιει η άλλη ομάδα και η Έλσπεθ φοράει χριστουγεννιάτικα στολίδια στα μαλλιά της. Ανασηκώνω ελαφρώς το πάπλωμα και διαπιστώνω ότι δίπλα μου κοιμάται ένας κλόουν. Αναρωτιέμαι λίγο ποιος είναι αυτός ο κλόουν. Φλασιά κάποια στιγμή όλοι αποφασίσανε να ανταλλάξουν στολές με όλους. Ο Κονραντ ήρθε δεινόσαυρος, μετά ντύθηκε χορεύτρια φλαμένκο και μετά φόρεσε τα ρόλερ της Κατ και τράκαρε, με πρόγραμμα, με όλες τις κάσες του σπιτιού. Αποφασίζω ότι δε θα ασχοληθώ με τον κλόουν αλλά θα πιω νερό οπωσδήποτε. Σηκώνομαι και εντοπίζω μια γενναία μελανιά στο πόδι μου. Πρωτοφανές. Το σπίτι είναι φοβερά ήσυχο και μυρίζει ιδρώτα και αλκοόλ.

Στη μπανιέρα μου βρίσκω μια κοπέλα ντυμένη πρόβατο να κοιμάται. Ο θόρυβος της πόρτας την ξυπνάει. Την καλημερίζω, αν και δεν έχω ιδέα τι ώρα είναι, και η φάτσα μου είναι μάλλον αρκετά απορημένη, γιατί μου εξηγεί ότι ήθελε να κάνει αφρόλουτρο αλλά μάλλον κοιμήθηκε στην πορεία. Κοιτάω τη φάτσα μου στον καθρέφτη. Παραπλεύρως του καθρέφτη εντοπίζω μπύρα και σπίρτα. Το μαλλί μου πετάει προς όλες τις κατευθύνσεις και στη μια πλευρά του διακρίνω σκόνη. Παρατηρώ καλύτερα. Αλεύρι που έχει κολλήσει ωραιότατα στη λακ. Φόραγα λακ κάτω από την περούκα; Φλασιά είχαμε δυο μάγειρες στο πάρτυ που είχαν βουτήξει τις μούρες τους στο αλεύρι. Για την ακρίβεια, τους φύσαγα αλεύρι από τη χούφτα μου στη μούρη. Το μέτωπό μου έχει ασημόμαυρο γκλίτερ. Ποιος φόραγε ασημόμαυρο γκλίτερ; Επίσης σε λίγο θα σκοντάψω στους μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια μου. Πονάω και μόνο στη σκέψη του να χτενίσω τα μαλλιά μου. Τα μαζεύω σ’ ένα θλιβερό κότσο, ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου και πίνω λαίμαργα. Κατεβαίνω.

Το πάτωμα της κουζίνας είναι ένας υπέροχος καμβάς από μπύρα, κρασί, αλεύρι, κάποιου είδους σφολιάτα, γρασίδι, χαρτοπόλεμο, τόνικ και σοκολάτα. Σε κάθε επιφάνεια βρίσκονται ταψιά, γλυκά, ποτήρια, κουτιά μπύρας, πιάτα, μπουκάλια, τσιπς, ένα καπέλο, ένα άηποντ κι ένα τούβλο. Κυριολεκτώ. Ένα τούβλο.

Το πάτωμα του σαλονιού είναι δημοφιλές. Τα μαξιλάρια από τις πολυθρόνες είναι σκορπισμένα στο πάτωμα και πάνω τους κοιμάται κόσμος. Ανάσκελα, μπρούμυτα και εμβρυακά. Η μπαλκονόπορτα είναι ανοιχτή και έξω στο γρασίδι βρίσκω άλλον έναν να ροχαλίζει. Είναι ξαπλωμένος στο στρώμα θαλάσσης (πού σκατά βρέθηκε αυτό;). Φλασιά ο Φρέηζερ, ο Σάημον, ο Πι-Μπι, η Κάρολαην και η Έλσπεθ τραγουδάνε με όλη τους τη δύναμη και με φοβερή παραφωνία We Come From The Land Down Under. Αν και η τελευταία είναι μισή Αγγλίδα και μισή Σκωτσέζα. Από την άλλη βέβαια σιγά μην ήταν βέρτζιν η Μαντόνα ή Στάγκερ Λη ο Κέηβ.

Πίσω στην κουζίνα το πρόβατο έχει ανοίξει το ψυγείο, κοιτάει τα περιεχόμενα με βλέμμα απαθές και με ρωτάει αν έχουμε μπέηκον. Στη συνέχεια εισβάλλει στην κουζίνα ο Φρέηζερ μεγαλοφώνως και μας λέει ότι ήταν και γαμώ τα πάρτυ αυτό. Σε αντίθεση με μένα και το πρόβατο, δεν φαίνεται ότι είναι με ελάχιστες ώρες ύπνου των οποίων προηγήθηκε δεκάωρο πιώμα και μαϊμουδιές πάσης φύσεως. Αν εξαιρέσεις βέβαια ότι το μόνο που φοράει είναι ένα μποξεράκι, κι αυτό ανάποδα. Φλασιά ο Φρέηζ με παίρνει να χορέψουμε και γρήγορα αντιλαμβάνομαι ότι αυτό που θεωρεί χορό περιλαμβάνει σάλτα από το τραπεζάκι του καφέ στην πολυθρόνα, τον καναπέ, το πάσο και τούμπαλιν. Στριφογυρίζω στην κουζίνα επιθεωρώντας το χάος μέχρι που ζαλίζομαι και μυρίζω κάτι δυνατό. Φέρνω το ποτήρι που κρατάω στη μύτη μου. Ούζο. Φλασιά όταν τελείωσε το Γιαγκερμάηστερ η παλιοφριτέζα ο Άλεξ αποφάσισε να φτιάξει τα υπόλοιπα Γιάγκερμπομς με ούζο. Τι κάφρος. Στο τέταρτο απ’ αυτά νομίζω έκανα force shutdown. Πριν απ’ αυτό πρόσφερα κεκάκια σ’ όλη την ομήγυρη και μάλλον επέμεινα λίγο παραπάνω σ’ όποιους δύο χαμουρεύονταν στη σκάλα. Τι ζώο. Στο μεταξύ, στο εξαιρετικό χανγκοβεριασμένο παρόν μας, ο Φρέηζ και το πρόβατο τηγανίζουν αυγά, μανιτάρια, λουκάνικα, ντομάτες και μπέηκον. Ταυτοχρόνως χορεύει υπό μια μουσική υπόκρουση που βρίσκεται αποκλειστικά στο κεφάλι του. Εμφανίζεται η Έλσπεθ με μια φάτσα που υποδηλώνει εξαντλημένη χαζοχαρουμενίαση. Κρατάει δυο παυσίπονα, μου προσφέρει το ένα, και στη συνέχεια καταπιάνεται με το μάζεμα. Στο μεταξύ, μάλλον από τη μυρωδιά του φαγητού, αρχίζει να ξυπνάει κι άλλος κόσμος. Αργά, με τεντώματα, χασμουρητά, εκφράσεις κουρασμένης έκπληξης και βαθιές αναπνοές. Γελάω ηλίθια ενώ η Έλσπεθ μαζεύει ποτήρια από τα πιο απίθανα μέρη και τα φέρνει δέκα δέκα στο νεροχύτη. Χαίρομαι ιδιαίτερα για την εργασιακή της εμπειρία ως μπαργούμαν. 

Χτυπάει το κουδούνι και πάω ν’ ανοίξω. Είναι ο Κόνραντ. Φοράει ένα μπλε πουλόβερ, ένα κολάν με φλούο τυρκουάζ, μωβ και φούξια ρίγες και αυτές που κάποτε ήταν οι υπέροχες γκέτες μου. Πλέον είναι ένα ζευγάρι βρεγμένα κουρέλια, γαρνιρισμένα με λάσπες και γρασίδι, δεδομένου ότι δε φοράει παπούτσια. Με κοιτάει μ’ ένα τρόπο που με κάνει να με κοιτάξω κι εγώ, οπότε και διαπιστώνω ότι φοράω μόνο το ένα μανίκι της μπλούζας μου. Το άλλο κρέμεται άδειο, αφού πέρασα το ένα χέρι και το κεφάλι μου στην ίδια τρύπα. Oh well. Με αγκαλιάζει πιο δυνατά απ΄ όσο αντέχω, γελάει λες και έβαλε γκολ στον τελικό του Μουντιάλ και εισέρχεται στην κουζίνα φωνάζοντας στο αυτί του Φρέηζ ότι σκόραρε δυόμισι φορές χτες βράδυ. Δέχεται συγχαρητήρια και αναλαμβάνει τα υπόλοιπα αυγά. Βάζω καφέ για μας τους παλιούς που το κάνουμε σωστά και νερό για τα φρίκουλα που επιβιώνουν με τσάι. Καταφτάνει και ο Πι-Μπι με ένα τεράστιο χασμουρητό, φοράει ακόμα την ποδιά του σεφ και ξεκινάει να λέει κάτι που δεν καταλαβαίνω. Όχι ότι τον καταλαβαίνω στα κανονικά του (ή στα δικά μου). Η Έλσπεθ φέρνει το τελευταίο ποτήρι το οποίο, μετά από μια μανούβρα ο σκοπός της οποίας παραμένει ανεξιχνίαστος, σκάει με ελεεινό πάταγο στο πάτωμα. Μια ματιά στους παρευρισκόμενους αρκεί για να δω ότι είμαστε όλοι ξυπόλητοι. Αναστενάζω και ξεκινάω να μαζέψω τα γυαλιά, μια που η Έλσπεθ έχει μείνει παγωτό να κοιτάει την απώλεια. Το πρωινό μοιράζεται ισομερώς σε μια ντουζίνα πιάτα και σε όποιον βρίσκεται τριγύρω. Ο Φρέηζ μου χώνει ένα πιάτο στη μάπα και μου επισημαίνει ότι είναι ώρα για φαί, όχι για κωλοφάκην καθάρισμα. Μάλλον είμαι σε καλύτερη κατάσταση απ’ ότι νομίζω, γιατί αντιλαμβάνομαι πως όντως πεινάω.   

Σύντομα είμαστε δέκα άτομα καθισμένα στο μπιχλέ πάτωμα μασουλώντας και με μια κούπα μπροστά μας ο καθένας. Περνάει κάμποση ώρα, κατά την οποία ξαναγεμίζουμε τις κούπες και τα πιάτα μας και γελάμε σαν καθυστερημένα συζητώντας τις χορευτικές φιγούρες του τύπου με την ουλή του οποίου το όνομα μου διαφεύγει, τις μεθυσμένες αηδίες μου, τα σκορ του Κόνραντ και την σύσσωμη καραόκε εκτέλεση (στα δύο μέτρα) του Living On A Prayer στις τέσσερις το πρωί, η οποία προκάλεσε την οργισμένη επίσκεψη του γείτονα ο οποίος, αφού κανείς δεν άκουγε να του ανοίξει την πόρτα την οποία χτύπησε επανειλημμένα, πήδηξε το φράχτη, μπήκε στο σπίτι από τη μπαλκονόπορτα και απείλησε ότι θα καλέσει την αστυνομία αν δε σταματήσουν τα ουρλιαχτά. Κάπου εκεί με έπιασε η τέταρτη ούζομπομ και δε θυμάμαι τη συνέχεια, η οποία ήταν ένα τελευταίο καραόκε (My Heart Will Go On) και μετά διαλυθείτε ησύχως. Η Έλσπεθ μου εξηγεί ότι μετά κι απ’ αυτό το Ρακούν με βρήκε στο μπάνιο να γελάω ανεξέλεγκτα και με οδήγησε στο κρεββάτι μου. Στο μεταξύ, πίσω στο πάτωμα της κουζίνας, μπαινοβγαίνει κόσμος, τσιμπάνε από τα πιάτα μας, πηγαινοέρχονται στο μπάνιο και αναζητούν τα ρούχα τους τα οποία βρίσκονται πεταμένα στη σκάλα, το χωλ, το δωμάτιο του Φρέηζ και το σαλόνι. Οι περισσότεροι φεύγουν και μένουμε – σταθερά στο πάτωμα – ο Φρέηζ, η Έλσπεθ, ο Κόνραντ, ο Πι-Μπι, εγώ και το Ρακούν. Τελευταία εμφανίζεται η Κέιτυ, ντυμένη, βαμμένη και χτενισμένη στην τρίχα και τη μισώ απύθμενα. Κάποια στιγμή αποφασίζουμε να μεταφερθούμε στο σαλόνι, όπου βυθιζόμαστε στον καναπέ και τις πολυθρόνες, μοιραζόμαστε τις κουβέρτες και σύντομα μας έχει πάρει όλους ο ύπνος. Αποζητώ το κρεββάτι μου και σέρνομαι ως το δωμάτιό μου. Κάτω από το πάπλωμα βρίσκεται ακόμα ο κλόουν. Σηκώνω το πάπλωμα απ’ τη μούρη του. Φακ γηέα. 

Πάρτυ στο Baldreys Estate. Να το ξανακάνουμε.