Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Αναποφάσιστη

Τι; Όλα. Τίποτα. Το τώρα. Το χτες. Το απρόβλεπτο. Το χτύπημα στο στομάχι. Το χαμόγελο και το θρόισμα των δέντρων. Τα νερά και η έρημος. Μαύρο και πράσινο. Μοβ και βυσσινί. Κίτρινο και μπλε. Γαλάζιο και λευκό. Όλα είναι απαίσια. Όλα είναι τέλεια. Όλα είναι ανησυχητικά. Όλοι είναι σοβαροί. Όλοι είναι τρελλοί. Όλοι είναι αδιάφοροι. Λεφτά λεφτά λεφτά. Έχουμε καταντήσει να σκεφτόμαστε όλο τα κωλολεφτά. Γίνεται να μη με απασχολήσουν ποτέ ξανά τα λεφτά;

Νυστάζω σήμερα. Νιώθω κουρασμένη και δεν έχω κάνει τίποτα. Λευκό και γκρι. Χακί και κόκκινο. Φανάρια, κάμερες, κιγκλιδώματα, virtual διαφημίσεις, αστυνομικοί, βρώμα, μαυρίλα. Το Children Of Men δε μου φαίνεται και τόσο εξωπραγματικό πλέον. Είναι μάλλον η αναπόφευκτη κατάληξη.

Μπαλόνια. Μπαλόνια;
Μου λείπει η Αθήνα. Αλλά δε θέλω να γυρίσω. Τι σχιζοφρένεια!
Κανείς δεν κοιτάει κανέναν.
Κανείς δεν προσέχει τίποτα.

Ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται εμένα.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

The Hunt For The Perfect Bubble

Κυνηγάμε τον ήλιο με το δίκαννο. Έτσι και σκάσει μύτη ξέρω ότι όταν γυρίσω σπίτι, όλοι θα έχουν βγει στην αυλή και θα πίνουν, θα ποτίζουν, θα ετοιμάζουν μπάρμπεκιου και θα χαίρονται γενικά. Δεν μπορούσα να το αντιληφθώ αυτό σε μια χώρα που έχει ήλιο 8 μήνες το χρόνο. Αλλά εδώ η χαρά λόγω εμφάνισης ήλιου είναι νομικά κατοχυρωμένο συναίσθημα. Το γέλιο είναι ότι συχνά αρχίζει να βρέχει ή να νυχτώνει κάποια στιγμή, οπότε καταλήγουμε να πίνουμε ή να μασουλάμε μπριζόλες κάτω από μια ομπρέλα θαλάσσης (η ομπρέλα θαλάσσης μας φέρνει πιο κοντά!) ή τυλιγμένοι με κουβέρτες ωσάν Εσκιμώοι.

Σήμερα επιθυμώ διακαώς να κόψω τις φλέβες μου με τσιμπιδάκι για τα φρύδια και στη συνέχεια να τις πλέξω σταυροβελονιά. Αυτή η επιθυμία είναι απόρροια της προσπάθειας εγκατάστασης καινούριας γραμμής ίντερνετ ΚΑΙ καινούριου router ταυτόχρονα στο γραφείο, η οποία απεδείχθη ατελέσφορη και κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Ο τυπάς από την σούπερ ουάου τραλαλά logistics δεν-ξέρω-και-γω-τι εταιρία ιδρώνει και ξεϊδρώνει προσπαθώντας να ακολουθήσει τις οδηγίες που του φωνάζει ένα πράμα που μοιάζει με gameboy. Ανεπιτυχώς. Ως αποτέλεσμα, κανείς δε μπορεί να λάβει mail, ergo δεν έχουμε κανένα λόγο να βρισκόμαστε εδώ αφού όλες οι επικοινωνίες με πελάτες και προμηθευτές γίνονται ηλεκτρονικά. Οπότε κοιταζόμαστε απελπισμένα, λέμε ανούσιες αηδίες και καλά για να περάσει η ώρα, αλλά όλοι έχουμε στο μυαλό μας τα mail που περιμένουμε από τους πελάτες, τα οποία κάπου έχουν σκαλώσει και δεν έρχονται και ωχ αμάν τι θα κάνουμε τώρα, παναγία μου, βοήθειααααααααααα.

Επίσης ήθελα να πω για το εκπληκτικό σπορ που ονομάζεται το Κυνήγι Της Τέλειας Σαπουνόφουσκας, το οποίο παίζεται ως εξής: καταρχάς βουτάμε αυτή την αηδία που φτιάχνει τις σαπουνόφουσκες από την πιτσιρίκα που δεν κάνει μ’ αυτές τίποτε σημαντικό ούτως ή άλλως. Στη συνέχεια η Joyce κι εγώ αρματωνόμαστε τη φωτογραφική της έκαστη και ο Dean παίρνει θέση στο τραμπολίνο. Το επόμενο εικοσάλεπτο έχει ως εξής: Dean χοροπηδάει τραμπολίνο ξεφυσώντας φούσκες όσο το δυνατόν ψηλότερα, Joyce κι εγώ προσπαθούμε προλάβουμε φωτογραφήσουμε πριν σκάσουν. Προκύπτουν απίστευτες καραγκιοζιές, ταρζανιές κι αυστραλοπιθηκισμοί, επειδή έχουμε τα μάτια μας στις φούσκες με αποτέλεσμα να κουτουλάμε η μία την άλλη, το φράχτη, το τραπέζι, τις καρέκλες, την ομπρέλα και τα πάντα γενικώς κι επίσης γινόμαστε σύσκατες γιατί πριν λίγες ώρες στάνταρ είχε βρέξει κι εμείς κυλιόμαστε στο γκαζόν προσπαθώντας να φωτογραφήσουμε τις σαπουνόφουσκες με φόντο τον ουρανό τρομάρα μας. Ο Vince είναι ο λιγότερο σχιζοφρενής της ομήγυρης, μας παρακολουθεί με την πιτσιρίκα που της βουτήξαμε τις σαπουνόφουσκες αγκαλιά, και κανείς από τους 2 δε μπορεί ν’ αναπνεύσει απ’ το γέλιο. Ευτυχώς η συγκατοικός μου λείπει από το σπίτι πολύ συχνά, και δεν ξεφτιλίζομαι εντελώς τελείως. Εδώ θα έπρεπε ίσως να προσθέσω ότι οι γείτονες, Dean, Joyce και Vince είναι γύρω στα 45-50, αν αυτό σου λέει κάτι. κι επίσης θα έπρεπε μάλλον να πω ότι συνήθως προηγείται οινοποσία (χικ).

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

I can see you

Στο δωμάτιό μου ξεκουράζονται χαλαρά οι κούτες με τα πράγματά μου που έφερα από τη Γαλλία. Πού και πού με κοιτάνε απορημένες, ρωτάνε αν έχω σκοπό να τις ανοίξω. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω. Δεν αποφασίζω να τις ανοίξω γιατί δεν ξέρω αν θα μείνω. Δεν ξέρω αν αυτό το σπίτι θα γίνει σπίτι μου. Δεν ξέρω αν θέλω να γίνει σπίτι μου.
Ο καιρός περνάει πολύ γρήγορα τώρα τελευταία. Άρα περνάω καλά μάλλον. Δεν έχω τις παρέες μου, δεν έχω καν κάποιον να μιλάει τη γλώσσα μου∙ αλλά ίσως αυτό να μην έχει & πολλή σημασία.

Είμαι ξαπλωμένη στο χορτάρι με κλειστά μάτια και νιώθω στο δέρμα μου τον ήλιο να παίζει κρυφτό με τα σύννεφα. Το χορτάρι γαργαλάει τις παλάμες μου. Ένα πράσινο ζωύφιο χοροπηδάει στα δάχτυλά μου. Ξέρω ότι είσαι εκεί. Νιώθω την αύρα σου γύρω μου παντού. Ξέρω ότι οι κατάμαυρες ίριδες των ματιών σου με παρακολουθούν.

Σάββατο 20 Ιουνίου 2009

Διάλογος 4

- Ζέστη.
- Μμμ. Σε λίγο θα ρίξει καρέκλες πάλι.
- Τι αισιοδοξία θέ μου.
- Γι’ αυτό με λατρεύεις.
- ……βαριέμαι.
- Μπα; Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε.
– Λέω να πάω καμμιά βόλτα.
- Στο καλό.
- Τι; Πες μου ότι δε θα ‘ρθεις. Πες το μου κι αυτό.
- Δε θα ‘ρθω.
- Ιχιχιχιχιχιχιχιχι
- Τι γελά’ ρε μογγολάκι;
- Με τα χάλια σου.
- Μια χαρά είναι τα χάλια μου σε σύγκριση με τα δικά σου.
- Ναι αλλά εγώ είμαι και γαμώ τα παιδιά.
- Γάμησέ τα είσαι.
- Α πάγαινε ρε.
- Τι θα γίνει μ’ εκείνη τη βόλτα;
- Φύγαμε.
( Καμμιά κίνηση)

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009

Διάλογος 3

- Γιατί σπουδάζουμε;
- Ποιοι;
- Γενικά ρε παιδί μου. Γιατί σπουδάζει ο κόσμος;
- Για να έχει δικαιολογία που δε δουλεύει και να καταναλώνει το πατρικό εισόδημα χωρίς τύψεις.
- Λες;
- Κανονικά.
- Και μετά γιατί δουλεύουμε;
- Γιατί νομίζουμε ότι έτσι θα βγάλουμε λεφτά.
- Κι αφού δε βγάζουμε γιατί δεν τα παρατάμε; Γιατί μένουμε στα ίδια μετά για μια ζωή;
- Γιατί μετά βολεύεσαι ρε. Βολεύεσαι να γκρινιάζεις για τη μιζέρια σου & ουσιαστικά βαριέσαι να κυνηγήσεις κάτι άλλο.
– Δηλαδή πρέπει να τα παρατήσω και να ψάξω κάτι άλλο;
- Όχι. Όχι ακόμα. Είναι νωρίς για σένα. Περίμενε λίγο να δεις πού θα σε πάει.
- Μάλιστα.
- Ρε, φρικιάζεις πάρα πολύ. Δε χρειάζεται να φρικιάζεις τόσο.
- Ναι αλλά τα χρόνια περνάνε και μάλιστα γρήγορα.
- Δεν έχει να κάνει αυτό. Τα χρόνια θα περάσουν ότι και να κάνεις. Οπότε μη τα περνάς μες τον πανικό.
- Καλά.
- Καλάμια.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

Διάλογος 2

- Με γουστάρει λες;
- Μπαρδόν;
- Λέω, εσύ τι λές; Με γουστάρει;
- Έτσι πιστεύεις;
- Απάντησέ μου ρε παιδί μου.
- Να σου πω μια ριζοσπαστική ιδέα; Γιατί δε τον ρωτάς επιτέλους να τελειώνουμε; Έλεος!
- Αυτό αποκλείεται.
- Όμορφα. Κάτσε λοιπόν βράσε στο ζουμί σου και σκάσε.
- Δε με βοηθάς.
- Εσύ δε σε βοηθάς.
- Εσύ δηλαδή θα τον ρώταγες.
- Εγώ θα του την είχα πέσει στεγνά χρόοοοοονια τώρα. Κότα.
- Τι λε’ ρε παιδί μου. Έχω μια μάντρα στο αυτοκίνητο.
- Κορόιδευε. Εμένα δε με τσούζει που δεν ξέρω, δε γυρίζω εγώ μες το κουβάρι μου.

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

Διάλογος 1

- Δεν είμαι καλά.
- Σώωωωωπα
- Όχι αλήθεια. Δεν είμαι καλά.
- Αλήθεια. Ποτέ δεν είσαι καλά.
- Σκάσε
- Τι να σκάσω; Αφού πάντα κάτι σου φταίει.
- Δεν είναι έτσι.
- Αλλά; Πώς είναι; Μια είσαι μόνη σου και θες παρέα, μια έχεις παρέα και θες να είσαι μόνη σου. Μια δεν έχεις ελεύθερο χρόνο και γκρινιάζεις ότι δεν προλαβαίνεις και μια έχεις ελεύθερο χρόνο και γκρινιάζεις ότι βαριέσαι. Είσαι στην Ελλάδα και μιζεριάζεις γιατί θες να πας Γαλλία. Πας Γαλλία και μιζεριάζεις γιατί θες να πας Αγγλία. Πας Αγγλία και μιζεριάζεις γιατί δεν ξέρεις πού θες να πας. Παράτα με. Κουράστηκα.
- Δε σε παρατάω. Χρειάζομαι κάποιον να μιλάω.
- Έχεις πολύ κόσμο διαθέσιμο άμα θες να μιλήσεις.
- Ναι αλλά δεν είναι εδώ. Δε μπορούν να καταλάβουν.
- Δεν τους αφήνεις να καταλάβουν.
- Δε μπορώ. Τα είπαμε αυτά.
- Δεν είπαμε. Εσύ είπες ότι δε τους αφήνεις να δουν τι είσαι. Γι’ αυτό κάθεσαι και πρήζεις εμένα.
- Θες να τους αφήσω να δουν τι είμαι;
- Μπα; Από πότε σε νοιάζει τι θέλω εγώ; Αφού τα δικά σου θα κάνεις πάλι στο τέλος.
- Δεν είναι αλήθεια. Πάντα σκέφτομαι και τους άλλους.
- Αυτό λέω κι εγώ.

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

Welcome to England

‘You’re not bad-looking’

Σόρι ρε παιδιά. Είναι ατάκα αυτή;