Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009

Η απάντηση στην ερώτηση

Να πω κάτι εξαρχής. Δε λέω ποτέ αυτό που σκέφτομαι. Ποτέ. Το επιχείρησα κάποιες φορές στο παρελθόν και δε μπορώ να πω ότι μου βγήκε σε καλό. Προφανώς ό,τι σκέφτομαι είναι υπερβολικά σκληρό και ακατέργαστο ή υπερβολικά ροζ και ρομαντικό για να ειπωθεί και άρα κανείς δεν είναι διατεθειμένος να κάτσει να ακούσει. Επομένως τι κάνω; Δημιουργώ αμυντικό μηχανισμό. Ο μηχανισμός αυτός λειτουργεί ως εξής: σκέφτομαι κάτι, ακολουθώ το νήμα της σκέψης μου, περνάω από μία, δύο, πενήντα φάσεις και επιλογές και ενδεχόμενα, και εν τέλει καταλήγω σε μία φράση – ή μια απόφαση, ας πούμε. Η φράση αυτή είναι που ξεστομίζω τελικά και, πλέον, ο μηχανισμός έχει τελειοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, που ο συνομιλητής θα καταλάβει κάτι σχετικά μετριοπαθές και ανώδυνο και, σε κάθε περίπτωση, ένα θλιβερό ανδρείκελο εκείνου που έχω στο μυαλό μου. Σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις άνθρωποι που με ξέρουν καλά ή που ξέρουν ακριβώς το contexte στο οποίο αναφέρομαι αντιλαμβάνονται τι σκέφτομαι. Κι αυτοί οι άνθρωποι είναι ελάχιστοι.

Με σένα δεν πρόκειται να βγάλω άκρη όμως, γιατί δίνεις υπερβολική σημασία και σε ό,τι λέω, και στη διεργασία που έχει προηγηθεί αυτού που λέω. Οπότε λέω να σου πω τι σκέφτομαι, και μετά κάνε ό,τι καταλαβαίνεις.

Μπορώ άνετα να σου πω ότι θα γίνω η καλύτερη που έχεις δει ποτέ. Δεν είναι ψωνισμένη δήλωση, είναι απλώς ότι έχω αρκετή εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, ώστε ξέρω ότι μπορώ να γίνω η καλύτερη. Μπορώ να σου πω ότι αυτό που μου ζητάς να αλλάξω είναι σχετικά πανεύκολο. Μπορώ να σου πω ότι κατά το παρελθόν έχω αλλάξει διάφορα στοιχεία του χαρακτήρα μου για πολύ πιο ασήμαντους λόγους από αυτόν. Αλλά δε θα σου πω τίποτα τέτοιο. Θα καλύψω τη σκέψη μου και τα νώτα μου λέγοντας απλώς ότι θα προσπαθήσω.

Κι επίσης. Δεν έχω υποχρεώσεις, είναι γεγονός. Έχω όμως ανοιχτά μέτωπα που πρέπει να κλείσω. Θα ήθελα πάρα πολύ να σου πω ότι η οικογένεια και η πατρίδα είναι τα σημαντικότερα πράγματα στον κόσμο για μένα. Αλλά δε το πιστεύω και δε θα στο πω.

Κι ακόμα. Το ζητούμενο είναι η ελευθερία. Το ζητούμενο είναι να χτίσω μια ζωή με προτεραιότητες δικές μου και όχι προτεραιότητες που έθεσαν άλλοι.

Δεν ξέρω τι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Το λέω έτσι ωμά και ίσως να ακούγεται λίγο ανεύθυνο, αλλά είναι αλήθεια. Δεν ξέρω. Δε μπορώ να υποσχεθώ ότι θα μείνω εδώ για πάντα. Μπορώ να υποσχεθώ ότι για όσο καιρό μείνω εδώ, θα είμαι εδώ ψυχή τε και σώματι.

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009

Πώς να έλθετε εις γάμου κοινωνίαν στο Ηνωμένο Βασίλειο

Συνταγή:

Αλκοόλ! (η ποσότητα τείνει στο άπειρο)

Κήπος! (ανεξαρτήτως μεγέθους)

Ομπρέλες και στέγαστρα! (γιατί σ’ αυτή τη χώρα δε χρειάζεται να δεις δελτίο καιρού, ξέρεις ότι κάποια στιγμή θα ρίξει καρέκλες)

Καλεσμένοι! (αποφύγετε τους συγγενείς – προτιμήστε φίλους και γείτονες, κυρίως όσους είναι για δέσιμο)

SOS: κάντε ότι περνάει από το χέρι σας προκειμένου να μην έρθουν σε επαφή άτομα που έχουν πλακωθεί στις μπουνιές κατά το παρελθόν – εκτός αν είστε σταρχιδιστής οπότε βάλτε τους να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι και κόφτε και εισιτήρια για το θέαμα

F-o-o-d! Προσοχή-προσοχή, βρίσκεστε στη χώρα όπου ΟΛΟΙ ανεξαιρέτως έχουν αλλεργία σε κάτι, οπότε εφοδιάστε τις κατσαρόλες με ταμπελάκια: περιέχει καρύδια, σόγια, γάλα, άμυλο, γαρίδες, βανίλια Μαδαγασκάρης, τρίχες από τουκάν και μαύρες βούλες από πάντα (και δεν εννοώ εμένα το Πάντα, εννοώ γενικά τα πάντα).

Πυροτεχνήματα (δεν είναι υποχρεωτικά αλλά η ύπαρξή τους αποτελεί επιπρόσθετο bonus)

Μουσική! στην προκειμένη περίπτωση vintage Rolling Stones, Cranberries, Frank Sinatra έτσι για να γουστάρουμε....

Ένας τουλάχιστον σχιζοφρενής φωτογράφος με χρυσό σακάκι και σαρδόνιο γέλιο και σηψαιμική αίσθηση χιούμορ (he always comes in handy!)

Τρεις (τουλάχιστον) αντικειμενικά θεο^$*#%, για να έχουμε κάτι να ασχολούμαστε και να μην αναρωτιόμαστε τι σκατά ήρθαμε να κάνουμε σ’ αυτή τη χώρα.

Ένας (τουλάχιστον) καλεσμένος από το εξωτερικό και όχι μυημένος στα ντόπια έθιμα, έτσι ώστε να μπορέσει να παρατηρήσει το όλο γεγονός αντικειμενικά – και καλά – και μετά να το καταγράψει. Αν καταφέρει να σταθεί στα πόδια του μέχρι το τέλος. Εγώ φίλες και φίλοι, αγαπητοί τηλεθεατές από Ελλάδα και Κύπρο, δεν τα κατάφερα.

Ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που πιστεύουν ότι αν φύγουν από την Αθήνα με οποιοδήποτε προορισμό εκτός του εξωτερικού, θα πέσουν από την άκρη της Γης στο τίποτα. Το πιστεύω και δε ντρέπομαι να το δηλώσω. Γουστάρω Αθήνα και φασαρία και πανικό και γαμωσταυρίδια στις 7 το πρωί που έχεις πήξει στην Εθνική και μπόχα και κόρνες και Ιάπωνες τουρίστες με καλτσούλα και πεδιλάκι και ζέστη στο μετρό και σαρδέλα στα λεωφορεία (αν και οδηγώ πλέον και δε το εξασκώ το άθλημα) και πατείς με πατώ σε στους Διόσκουρους Πάνω και όλα τα θέατρα και το Αν και το Gagarin και το Louis Vuitton της Βουκουρεστίου. Γουστάρω καφέ στη Μεγάλη Βρετανία και Hoxton και Booze και Σερμπέτια και έκφραση αηδίας από τον περιπτερά επειδή πας να πληρώσεις τα Silk Cut με πενηντάευρο. Γουστάρω να ανεβοκατεβαίνω την Ιπποκράτους και τη Χαριλάου Τρικούπη μέχρι να ξοδέψω και το τελευταίο μου χαρτονόμισμα σε δεκάποντες γόβες και τα ρέστα Frappuccino. Γουστάρω κίτρινα ταξί. Γουστάρω να με παίρνει η Lion Queen να πάμε για καφέ στο Verde και να καταλήγουμε στο Χαλάνδρι γιατί έχουμε αγανακτήσει από την κίνηση. Δε σκέφτομαι ποτέ να αποσυρθώ στα εξήντα μου σ’ ένα σπιτάκι πάνω σ’ ένα βουνό και να παντρευτώ βοσκούς και να ακούω τη χλόη στα πτερύγια των μελισσοφάγων που κυνηγάνε βίσωνες στους Ωκεανούς. Όχι, δεν έχω πάει ποτέ στη Θεσσαλονίκη και δε σκοπεύω και όχι, δεν ξέρω τι χάνω. Δεν έχω πάει ούτε στο Πήλιο, ούτε στη Μονεμβασιά, ούτε σε καμμία ελληνική πόλη βορειότερα της Χαλκίδας, πλην της Ξάνθης, και δε μπορώ να πω ότι βρήκα το νόημα της ζωής στη Θράκη, σε καμμία περίπτωση.

Δε μπορώ να μη γελάσω όταν ακούω επαρχιώτικη προφορά στην Πανεπιστημίου και ιδίως όταν η εν λόγω προφορά τολμήσει να με ρωτήσει πού είναι η Σκουφά ή η Αγίων Ασωμάτων. Ναι, είμαι μια ψωνισμένη υπερφίαλη πρωτευουσιάνα και δε ντρέπομαι γι’ αυτό, επαναλαμβάνω. Ζήτησα εγώ ποτέ οδηγίες στην Ξάνθη ή στη Μυτιλήνη όταν η Μαρίνα ήταν στο εργαστήριο και καλλιεργούσε σαλμονέλλα; Όχι. Έβγαλα το σκασμό και χάθηκα όπως ήρμοζε. Βεβαίως.

Δεν έχω μείνει ποτέ στην επαρχία πάνω από 8 μέρες, κι αυτό επειδή κάποτε πίστεψα ότι το νόημα της ζωής κυκλοφορεί κάπου στη Σαντορίνη, συν το ότι γίνονταν οι Ολυμπιακοί εκείνη την περίοδο, αλλά φυσικά πλανήθηκα πλάνην οικτράν.

Οι μόνοι σοβαροί λόγοι λοιπόν για τους οποίους έχω εγκαταλείψει το αγαπημένο μου χάος – πλην του εξωτερικού – είναι 1. το Τέλος Του Κόσμου στην Εύβοια, και 2. προσκλήσεις από φίλους που σπούδαζαν στην επαρχία.

Γενικά δεν ξέρω πολύ κόσμο από επαρχία. Όλοι μου οι γνωστοί – από τη σχολή, από το θέατρο, από τα ισπανικά, από το φλαμένκο, από τη Γαλλία, από οπουδήποτε, γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Αθήνα.

Και βέβαια ο λόγος που τα λέω όλα αυτά είναι γιατί υπάρχουν κι εξαιρέσεις.

Ο φίλος μου ο Κωνσταντίνος Β’ λοιπόν, κατάγεται από τη λεβεντογέννα Κρήτη και σπούδαζε στο Ρέθυμνο. Υπό Κανονικάς Συνθήκας δε θα του είχα ρίξει ούτε κατά διάνοια δεύτερη ματιά, ιδίως γιατί παρ’ όλο που δεν έχει προφορά, είναι ακριβώς ο τύπος του ανθρώπου που θα με ρωτούσε πού είναι η Αγίων Ασωμάτων (με δυσκολία προσανατολίζεται στο ίδιο του το σπίτι) και θα προτιμούσε να πάει με τα πόδια προκειμένου να μη μπει στο μετρό. Ένα από τα σημαντικότερα πράγματα που έχω καταφέρει σ’ αυτή τη ζωή είναι που τον έπρηξα αρκετά ώστε πριν δυο χρόνια μετακόμισε από την Κρήτη στην Κυψέλη – που ακόμα κι εγώ ούτε να τη φτύσω. Είμαι και γαμώ τα παιδιά ώρες ώρες.

Σε κάθε περίπτωση, γνωριστήκαμε στο Erasmus – εξ ου και δεν ισχύουν οι Κανονικές Συνθήκες – και μοιραστήκαμε όλες τις ανελέητες καφρίλες που σου (μου) έρχονται στο κεφάλι την πρώτη φορά που βρίσκεσαι ασφαλής μακριά από το σπίτι σου. Οπότε ξέρω πράγματα που μπορεί να τον καταστρέψουν και ξέρει πράγματα που μπορεί να με καταστρέψουν. Επομένως κάνουμε τουμπεκί και περνάμε γαμάτα.

Ο ιδιαζόντως ψυχασθενής αυτός άνθρωπος λοιπόν είχε ένα σούπερ σπιτάκι στο Ρέθυμνο. Η σουπερότητα της εν λόγω κατοικίας συνίσταται στο ότι συνόρευε (μεσοτοιχία, όχι αστεία) με το νεκροταφείο. Φαντάζεται λοιπόν κανείς τι γέλιο έπεφτε όταν ο Κωνσταντίνος Β’ γύριζε φουριόζος σπίτι από τη σχολή – όταν αξιωνόταν να πάει that is – με προσπερνούσε σα να μη με έβλεπε, έτρεχε στο παράθυρο, μετρούσε τα μνήματα, «Για να δω, είμαστε όλοι εδώ, λείπει κανείς; Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, δέκα, τριανταδύο, σαράντατέσσερα. Θαύμα!» και μετά θυμόταν να με ρωτήσει τι μαγειρεύω και καθόταν να στρίψει τσιγάρο, εμφανώς ευχαριστημένος με τον εαυτό του.

Όλο αυτό το πράμα είναι βέβαια άσχετο με αυτό που ήθελα αρχικά να πω, που έχει σχέση με την Αγγλία και τους γάμους, και το ξέρω ότι είναι καφρίλα και αίσχος κι αυτό όντως είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπομαι, αλλά το Σάββατο στο γάμο, όταν το ζευγάρι αντάλλαζε όρκους και βέρες, δε μπόρεσα να μη σκεφτώ τον Κωνσταντίνο Β’ με τις μαύρες μπούκλες να πέφτουν στη μούρη του – γιατί ουδέποτε έδωσε σημασία στα μαλλιά του αυτό το παιδί – να σκύβει για να μετρήσει τα μνήματα. Καθόμουν δίπλα στο παράθυρο του registry office, τα φτερά του καπέλου μου κυμάτιζαν ανέμελα, και δαγκωνόμουν ο μαλάκας να μη γελάσω με τις αηδίες που σκεφτόμουνα.

Αλλά ας πάρουμε την εξαιρετική αυτή μέρα με τη σειρά. Ο γάμος ήταν το Σάββατο όπως είπα, και το ζευγάρι ήταν ο Dean και η Joyce, οι όχι-ακριβώς-δίπλα-αλλά-παρά-δίπλα γείτονες, πενήντα κάτι αμφότεροι, πρώην hippies και νυν hippies – εξ’ ου και ούτε να ακούσουν για εκκλησίες και παπάδες και άρα διάλεξαν το registry office. Στην αρχή ήμουν πολύ επιφυλακτική και κλειστή, αλλά κάτι που είναι γαμώ τα παιδιά, κάτι που η συγκάτοικός μου είναι απαίσια, καταλήξαμε να χαζογελάμε κάθε απόγευμα σα τους ηλίθιους και να παίζουμε το Κυνήγι Της Τέλειας Σαπουνόφουσκας. Συχνά όλοι πήγαιναν για ύπνο, μέναμε στον κήπο εγώ και ο Dean, και αφού είχε γίνει αλοιφή από το ποτό άρχιζε τις ιστορίες για το συγκρότημα – είναι drummer – και τις περιοδείες και το κάψιμο και τα σχετικά και από πάνω μας περνάγανε τα αεροπλάνα για το Gatwick και γούσταρα τρελλά. Και, παρ’ όλο που δε με ξέρουν κι από χτες, με κάλεσαν στο γάμο και στο πάρτυ. Σ’ αυτό το σημείο ένιωσα ιδιαιτέρως ευτυχής για δύο (ψέμματα, τρεις) λόγους: Πρώτον, συγκινήθηκα, είναι η αλήθεια. Δεύτερον, το Σαββατοκύριακο των γενεθλίων μου ήμουνα στο Λονδίνο με το ρακούν – που ήρθε από την Αθήνα να μου κάνει έκπληξη – και τον Ανδρέα. Σε κάποια φάση περνάμε από μια βιτρίνα και μένω κεραυνόπληκτη μπροστά σ’ ένα εκπληκτικό μικροσκοπικό μαύρο καπελάκι με ασπρόμαυρα φτερά και βέλο. Εξυμνώ την ομορφιά του εν λόγω αντικειμένου και το ρακούν κοιτάει ψηλά απεγνωσμένα και δηλώνει ότι με βαρέθηκε και ότι δεν είναι δυνατόν να ασχολούμαι με τέτοια πράγματα – Ταύρος με τα όλα της η φιλενάδα μου – και ότι είναι άχρηστο και τι θα το κάνεις και πού σκατά θα το φορέσεις; Είχε δίκιο ως συνήθως βέβαια, αλλά επειδή ακριβώς είχε δίκιο μπήκα στο μαγαζί, πήρα το καπέλο – ο Ανδρέας είχε πεθάνει στο γέλιο – και το φόρεσα από το μεσημέρι του Σαββάτου μέχρι που έφτασα στο γραφείο τη Δευτέρα το πρωί. Παντού. Είμαι και γαμώ τα παιδιά ώρες ώρες, ξαναλέω. Και τέλοσπάντων δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι δέχτηκα να πάω στο γάμο.

Σάββατο πρωί ξυπνητήρι ντριν-ντριν. Γαμώ την τύχη μου τη μπλε σαββατιάτικα. Σηκώνομαι και τρέχω να μαζέψω την κουζίνα που την έχω αφήσει μπάχαλο επειδή μαγείρευα για το γάμο μέχρι τις 3 το πρωί, πριν γυρίσει η συγκάτοικός μου και σκοτωθούμε πάλι. Χτυπάει η πόρτα και είναι η Cleo, η κόρη της Joyce (αλλά όχι του Dean) και καλημέρα και ότι τρέχα. Τρέχω. Το σαλόνι της Joyce είναι σα μπάχαλο σε μετακόμιση και η Joyce είναι στη μέση όλου αυτού με το νυφικό και τα σχετικά και η Diva η κόρη του Dean (αλλά όχι της Joyce) της φτιάχνει τα μαλλιά. Ο Dean βέβαια έχει εξοριστεί αποβραδίς στο σπίτι της Diva και της μαμάς της, Heidi (πρώην σύζυγος του Dean). Εδώ θα ήθελα να κάνω μια μικρή παύση και να πω ότι, ως γόνος κλασσικής πυρηνικής μικροαστικής οικογένειας, αν ήμουν εγώ, που να πάγωνε η κόλαση δε θα ‘στελνα το μελλοντικό μου σύζυγο να μείνει στο σπίτι της πρώην συζύγου του το βράδυ πριν το γάμο. Όχι για να εξηγούμαστε. Όλο αυτό το μπέρδεμα με τα παιδιά και τους πρώην και ποιος είναι ποιανού με έχει προβληματίσει βαθύτατα. Βεβαίως.

“Hey Athens! (εγώ είμαι αυτή) So, what do you think?” Η Joyce έχει σηκωθεί, μου δείχνει τα τριγωνικά αλά Galadriel μανίκια του νυφικού πανευτυχής σαν πεντάχρονο, έρχεται, με φιλάει – σωστά αυτή τη φορά, τρεις μήνες στην Αγγλία έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου «Δύο φιλιά, δύο, ένα σε κάθε μάγουλο, μη με αφήνετε να στέκομαι μετέωρη σαν ηλίθια με τα χείλη σουφρωμένα!!!» – και μου λέει αν έχω χρόνο και αν έχω την καλοσύνη και αν δε με πειράζει και αν έχω όρεξη και σε παρακαλώ και όλες τις κλασσικές Αγγλικούρες, να επιμεληθώ τις ανθοδέσμες και τα μπουκετάκια στα πέτα των ανδρών και το στόλισμα του αυτοκινήτου. Βεβαίως στρατηγέ μου.

Το θέαμα πρέπει να ήταν εξαιρετικά γελοίο. Δεν έχω ντυθεί ακόμα – εννοείται, φοράω τις πιτζάμες μου, αλλά έχω βάψει πολύ μαύρα και πολύ μωβ τα μάτια μου, και το μαλλί δεν έχει στρώσει ακόμα από την τελευταία φορά που το έβαψα και είναι μαυροβυσσινομώβ και πολύ μακρύ και κατσαρό και πρέπει να μοιάζω με τη μάγισσα Φράου Χέλγκα με πιτζάμες, καθώς κάθομαι κάτω από τα στολισμένα στέγαστρα του κήπου καπνίζοντας και φτιάχνοντας μπουκέτα και φιόγκους. Δεν αντιλαμβάνομαι τη γελοιότητα της κατάστασής μου μέχρι που έρχεται ο πάρα-παραδίπλα γείτονας – άλλος κάφρος κι αυτός – που τυγχάνει να είναι και ο φωτογράφος του όλου γεγονότος, κι αρχίζει να φωτογραφίζει τα πάντα γενικά κι εμένα συγκεκριμένα. “Vince, put down the damn camera” μουγκρίζω. “Geez, someone woke up in a good mood” χαζογελάει. Του βγάζω τη γλώσσα και το φωτογραφίζει και αυτό ο άθλιος. Μετά αρχίζει να μπαινοβγαίνει κόσμος από παντού, να τρέχει προς όλες τις κατευθύνσεις, να πίνει, να μαζεύει, να απλώνει και να ξαναμαζεύει και χαμός γενικά. Και επίσης, για πρώτη φορά μετά από δυο βδομάδες δε βρέχει και έχει σούπερ ήλιο – ευτυχώς γιατί όλο το τζέρτζελο θα γινόταν στον κήπο.

Μετά αρχίσαμε να γελάμε και να λέμε βλακείες και μετά όσοι δεν είχαμε αυτοκίνητο ψάχναμε να βρούμε αυτούς που είχαν αυτοκίνητο μπας και μας πάρουν και μας μαζί.

Όταν άκουσα για πρώτη φορά registry office, φαντάστηκα τον τρίτο όροφο ενός δημαρχείου και διάφορα ζευγάρια να περιμένουν τη σειρά τους, τίποτα το ιδιαίτερο. Αλλά η πραγματικότητα με εξέπληξε. Το κτίριο ήταν μια μεγάλη μονοκατοικία στη μέση ενός πανέμορφου κήπου με γλαδιόλες και κισσούς και πασχαλιές (ήμαρτον πασχαλιές αυγουστιάτικα!) και λεπτοδουλεμένους πολυέλαιους και βαριές βελούδινες κουρτίνες και μάρμαρα και σκαλιστά κάγκελα στις σκάλες και γενικώς έμεινα να χαζεύω σα βλάκας μέχρι που κάποιος έβαλε τις φωνές και διαπίστωσα ότι το αριστερό μου πόδι είχε σκιστεί κι έτρεχε αίμα στο αστραφτερό αριστερό μου Geiger’s. Ποτέ και κανείς δεν κατάλαβε πώς συνέβη αυτό. Στην προσπάθειά μου να βρω το μπάνιο βρήκα το Dean να καπνίζει, εμφανώς αγχωμένος κι εμφανέστατα συγκινημένος. Τα μαλλιά του είναι τόσο μακρυά που κάθεται πάνω τους, και είναι όλα ράστα. Σκέφτηκα ότι ίσως ξεφορτωνόταν τη ράστα για το γάμο κι αμέσως με οικτίρω για τη στενομυαλιά μου. Είναι πραγματικά πάρα πολύ ευτυχισμένος. Μετά τρέχουμε να τον χώσουμε στο δωμάτιο γιατί ακούμε κόρνες και έρχεται η Joyce. Λαμβάνουμε θέσεις, μουσικές ταρατατζούμ ταρατατζούμ, μπαίνει η Joyce, λέει κάτι η τύπισσα υπεύθυνη για το όλο θέμα και μετά ανταλλάσσουν όρκους. Η νύφη τα ‘χει παίξει και κλαίει τόσο που δε μπορεί να αρθρώσει λέξη. Ήταν πολύ συγκινητικό. Χωρίς πλάκα, πραγματικά ήταν. Ήταν πολύ ωραίο. Αλλά εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα τον Κωνσταντίνο B’ να μετράει τα μνήματα και προσπάθησα τόσο να πνίξω το γέλιο μου που πόνεσε το σαγόνι μου. Τι πρόβλημα έχω ακριβώς δεν έχω καταλάβει ακόμα. Τελοσπάντων μετά βγήκαμε έξω για φωτογραφίες και είχε φοβερό ήλιο και το σκάω με το Brett για τσιγάρο – γιατί ήταν κι η συγκάτοικός μου καλεσμένη και με έχει απειλήσει ότι έτσι και με δει να καπνίζω θα φάω μια έξωση όοοοοολη δική μου – και μου λέει ότι έχει κανονίσει πυροτεχνήματα για το βράδυ κι ενθουσιάζομαι πλήρως.

Μετά γυρίσαμε σπίτι, στον κήπο, που θα γινόταν το πάρτυ και το Sympathy for the devil ακουγόταν από χιλιόμετρα. Γενικώς το soundtrack ήταν ό,τι να ‘ναι μεν, εξαιρετικό δε. Iggy, Rolling Stones, Elvis, Aerosmith, Sabbath, Beatles, Depeche Mode, τρέλλα και κορδέλα. Και κουβεντούλα και μπύρες και κρασιά και φαγητό και η Joyce να χαιρετάει όλο τον κόσμο περιχαρής με ένα φλιτζάνι τσάι στο χέρι και σκέφτομαι «Ντάξ’ δε μπορεί παρά να είμαι στην Αγγλία, δε γίνονται αυτά». Και μετά ο Linden – ο ακριβώς δίπλα γείτονας – έφερε τον κουβά με το Pimm’s. Καταστροφή. Αυτό το πράγμα ήταν τόσο γλυκό και τόσο ωραίο και τόσο μπόμπα που στο δεύτερο ποτήρι η κατάσταση ήταν let me go wild, όπως τραγουδούσαν και οι Scissor Sisters : Τα γέλια και οι φωνές δυνάμωσαν και άρχισαν να χορεύουν. Και μετά νύχτωσε και άρχισαν να πυροτεχνήματα και έγινε πανδαιμόνιο γιατί κανείς δεν ήξερε τίποτα – ήταν έκπληξη για τους νεόνυμφους. Όλο αυτό το διάστημα κουβέντιαζα με όσους ήξερα και με πολλούς άλλους που δεν ήξερα και μιλούσα στο τηλέφωνο – γιατί ταυτόχρονα εξελισσόταν μια μίνι σύρραξη στην Αθήνα, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.

Και μετά ήρθαν οι μπάτσοι.

Οι μπάτσοι στην Αγγλία είναι εξίσου ανόητοι όπως και σε κάθε άλλη χώρα όπου έχω πάει (με εξαίρεση τη Γερμανία – το σωστό να λέγεται). Επιπροσθέτως και προκειμένου να πείσουν και τους πιο σκεπτικιστές ότι είναι αδιαβάθμητα βλαμμένοι, φοράνε αυτά τα εξαιρετικά καπελάκια του πυροσβέστη – σε μαύρη φυσικά εκδοχή. Οι μπάτσοι λοιπόν σκάσανε μύτη γιατί κάποιος είχε πάρει τηλέφωνο να παραπονεθεί γιατί τα πυροτεχνήματα άρχισαν να πέφτουν στις 21:53΄και σταμάτησαν στις 22:04΄ και όπως ξέρετε απαγορεύεται η εκτόξευση πυροτεχνημάτων μετά τις 22:00΄. Μάλιστα. Εγώ εκείνη τη στιγμή κατά ένα περίεργο τρόπο κρατούσα ένα μωρό στην αγκαλιά και η κυρία αστυνομικός θεώρησε ότι δε θα ήτο πρέπον να με ενοχλήσει και ζήτησε να μιλήσει με το Dean. Κάκιστη επιλογή και κάκιστο timing.

Άφησα την τριχόμπαλα με τη μαμά της και έψαξα για το γαμπρό. Ο γαμπρός ήταν πιο λιώμα κι από λιώμα και σκόπευε να συνεχίσει το λιώσιμο. Γελούσε ακατάπαυστα, έπινε ό,τι υπήρχε και κάπνιζε ένα τεράστιο τρίφυλλο. Τον ακολουθώ προς το περιπολικό και σκέφτομαι αν το καπελάκι μου θα ταιριάζει με τη φλούο πορτοκαλί στολή του θανατοποινίτη. Η ξανθιά μπατσίνα ξεκινάει να του πει κάτι αλλά σταματάει, τον κοιτάει με σοβαρό διερευνητικό ύφος και του λέει ότι μυρίζει skunk. Σώωωωωπα. Ο γαμπρός, ο κήπος, η γειτονιά και όλο το στενό της Μάγχης επίσης. Τσακάλι μου εσύ! “Have you been smoking?” ρωτάει το τσακάλι. “No ma’am” απαντάει ο αγαπημένος μου γείτονας, που έχει καπνίσει μισή φυτεία (σήμερα). Η μπατσίνα αρχίζει το κήρυγμα για τα πυροτεχνήματα και τον κίνδυνο πυρκαγιάς και μπλα μπλα μπλα μπλα και ο Dean λέει ότι άρχισαν να πέφτουν πριν τις 10 και η εκτόξευσή τους έγινε υπό αυστηρή επίβλεψη. Το τσακάλι γυρίζει να συμβουλευτεί το αρχιτσακάλι που τη συνόδευε και που δεν έχει ασχοληθεί και πολύ με το όλο ζήτημα, το αρχιτσακάλι κάνει κάτι σα νεύμα και η μπατσίνα αποφασίζει να προσφέρει απλόχερα το – ομολογουμένως – εξαιρετικό της χαμόγελο στο γαμπρό και σε μένα, που στέκομαι σε απόσταση ασφαλείας, προκειμένου να βουτήξω στους θάμνους αν αποφασίσει να βγάλει το μυδραλιοβόλο και να μας γαζώσει όλους. “Sir, just one last thing. I can still smell the skunk.” Ο Dean την κοιτάει για ένα πικοσεκόντ, ρίχνει τους ώμους σε ένδειξη πλήρους παραίτησης, και βγάζει το τρίφυλλο από την κωλότσεπη που το είχε χώσει. Άραγε θα με αφήσουν να πάρω το i-pod μαζί μου στο κελί; Ντάξ’, προφανώς έχω κλάσει μέντες και νιώθω ότι καρδιά μου ετοιμάζεται να πηδήξει έξω και ν’ αρχίσει να τρέχει την κατηφόρα πανικόβλητη. Η μπατσίνα παίρνει το τρίφυλλο, αναστενάζει, κοιτάει τον Dean, το κάνει κομματάκια, το πετάει, κάνει μεταβολή, ανοίγει την πόρτα του περιπολικού, ρίχνει ένα πολύ κινηματογραφικό βλέμμα του στυλ «Το νου σας, ρεμάλια» μπαίνει μέσα και φεύγει.

“What’s the matter, Athens? You chickened out?” με ρωτάει ο Dean ενώ παλεύω να καταλάβω πώς όχι μόνο στεκόταν όρθιος μετά από τόσο λιώσιμο, αλλά κατάφερε να υποστηρίξει τον προαναφερθέντα υποτυπώδη διάλογο με το όργανο της τάξης. “She was hot! Damn!” αναστενάζει και βγάζει απαθής από τη μέσα τσέπη του σακακιού του ένα μεταλλικό κουτάκι το περιεχόμενο του οποίου έφτανε για 30 τσιγάρα τουλάχιστον. Εκεί πια κατάλαβα ότι το είχε ξαναδεί πολλές φορές το έργο και ήταν μέγα αιλουροειδές όσον αφορά το dodge. Γυρίσαμε στην ομήγυρη η οποία δεν είχε πάρει πρέφα το παραμικρό, πρώτον γιατί οι μπάτσοι ήταν ιδιαζόντως διακριτικοί και δεύτερον γιατί η ομήγυρη ήταν λιάρδα επίσης. Όσο για μένα, που πάντα δηλώνω απερίφραστα ότι δεν έχω μεθύσει ποτέ – και καλά ως ένδειξη αυτοσυγκράτησης και μεγαλοσύνης, αλλά στην πραγματικότητα να μου πάει – πρέπει να πω ότι κάποια στιγμή άρχισαν τα οχτάρια και η θολούρα. Τα αστραφτερά μου Geiger’s με έβριζαν από μέσα τους, είμαι βέβαιη. Κάποια στιγμή βρέθηκα μούρη με μούρη μ’ έναν ελεεινό τύπο και ήμουν τόσο χάλια που ούτε μια ατάκα δε μπορούσα να σκεφτώ για να εξαφανιστώ. Θυμάμαι όμως ότι έπαιζε το She’s like a rainbow. Εν τέλει κάποια στιγμή που βρέθηκε δίπλα μου ο Vince, τον άρπαξα από το μπράτσο τόσο δυνατά που έχει ακόμα γρατζουνιές και του είπα “Get me out of here. Now!” και με τράβηξε παραπέρα και καλά να μου πει κάτι. Μετά κενό. Μετά το κενό ξύπνησα στο κρεβάτι μου στις πεντέμισι το πρωί, πάνω από το πάπλωμα, φορώντας το φόρεμά μου, τα παπούτσια και το καπέλο μου. Το επόμενο πρωί μου είπαν ότι μιλούσα αρχικά στο τηλέφωνο και μετά εξαφανίστηκα και με ψάχνανε. Ωραία. Το ‘χουμε!

Όχι ότι έχω και μεγάλη εμπειρία από ελληνικούς γάμους, αλλά αν τέτοια σκηνικά συμβαίνουν και στη μαμά πατρίδα, παρακαλείσθε όπως με ενημερώσετε πάραυτα.