Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

Nothingness

Πώς έφτασα σπίτι απόψε, δεν ξέρω. Κάποια στιγμή χάθηκα, βρέθηκα σ’ ένα δρόμο που δεν ήξερα, και κάτι σκυλιά κυνηγούσαν το αυτοκίνητο. Οδήγησα; Μάλλον…αλλά από πού; Και πού πήγαινα; Τι είχα σκοπό να κάνω; Έκανα βόλτες με το αυτοκίνητο μάλλον. Τίποτα. Δε συμβαίνει τίποτα που να με αφορά…δεν υπάρχει τίποτα. Κενό. Μόνο αυτό. Πώς να ζήσεις με αυτό; Τι θα γίνει; Δε θέλω τίποτα. Θέλω μόνο να ξαπλώσω και να ηρεμήσω. Και να μην κουνηθώ ξανά ποτέ. Για κανένα λόγο. Τίποτα δεν έχει νόημα. Βαράω τις γροθιές μου σ’ έναν τοίχο άθραυστο. Στο τίποτα. Χωρίς σκοπό. Νομίζω ότι παλεύω. Δεν παλεύω όμως. Δεν υπάρχει τίποτα για να παλέψω. Τίποτα. Κανείς δεν είναι εδώ. Τίποτα δεν υπάρχει. Τίποτα δεν αξίζει να παλέψω. Μάταια ματώνω τις γροθιές μου. Το αίμα ρέει άσκοπα. Όπως πάντα. Δε μπορούσα να δω. Δεν ήθελα να δω. Νόμιζα ότι όλα γίνονται για κάτι. Νόμιζα ότι κάτι υπάρχει εκεί έξω. Κάτι μεγαλύτερο από μένα, ένας απώτερος σκοπός, ένα νόημα. Δεν υπάρχει τίποτα. Τίποτα. Δεν ξέρω γιατί είμαι ακόμα ζωντανή. Αγγίζω το δέρμα μου και νιώθω ένα μούδιασμα μόνο. Τίποτε άλλο. Λες και δεν είναι τα δικά μου δάχτυλα. Λες και βλέπω όλο τον κόσμο πίσω από μία μεμβράνη. Όπως τότε… Κανείς δεν είναι όπως πιστεύουμε. Κανένα δεν ξέρουμε τόσο καλά όσο νομίζουμε. Τίποτα δε μπορεί να γίνει όπως πριν. Κι εγώ θέλω τόσο πολύ να γίνουν όλα όπως πριν…τότε που νόμιζα ότι όλα γίνονται για κάποιο λόγο…τότε που νόμιζα ότι κανείς δεν είναι πραγματικά κακός…κανείς δεν είναι στ’ αλήθεια σκληρός κι εκδικητικός…έτσι πίστευα…τι βλάκας…τι ανόητη…Πού να σου εξηγώ…δεν αντέχω άλλο…εγώ αγαπάω τόσο τη ζωή…πώς κατάντησα έτσι εγώ; Τίποτα. Ούτε εσύ, ούτε τίποτα. Θολούρα. Θολούρα και κόκκινα μάτια. Και πίκρα. Και φυγή. Και λησμονιά.