Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

Αναπολώντας την Αθήνα

Κοιτάω κάτω. Οι μοβ σατινένιες γόβες μου με κοιτάνε κι αυτές και μου λένε «Άστο κοπελιά, δε το ‘χεις. Σήμερα δε το ‘χεις.» Τις αγνοώ. Κοιτάω τα μάτια μου στον καθρέφτη του οδηγού. «Το ‘χεις χάσει, το ξέρεις; Μιλάς με τα παπούτσια σου.» Πετάμε το τσιγάρο, φοράμε το γυαλί. Φύγαμε. Κατεβαίνουμε την εθνική όπως κάνουμε κάθε μέρα τα τελευταία έξι συναπτά έτη. Όπως πάντα υπάρχουν διάφοροι απίστευτοι τύποι δεξιά κι αριστερά που λατρεύω να τους παρατηρώ (αλλά μη φύγουμε και σε κανένα διάζωμα). Οι οδηγοί νομίζουν ότι είναι αόρατοι, λες και τα αυτοκίνητα είναι φτιαγμένα από συμπαγές μπετόν. Γελάω μόνη μου πάλι. Φτάνω μετά από 45 λεπτά (γιατί δεν έχει κίνηση και γιατί όταν είμαι μόνη στο αυτοκίνητο – πάντα δηλαδή – τρέχω σαν τρελλή) παρατηρώντας με στερεοσκοπική όραση μη μας την πέσει κανένας πολjιτσμάνος, γιατί εννοείται δεν κυκλοφορούμε στο δακτύλιο σήμερα. Βρίσκω να παρκάρω στη Σίνα και κάνω νοερό memo να παίξω λόττο αύριο. Κατεβαίνω, παίρνω τις σακούλες στο ένα χέρι, τον καφέ στο άλλο, ψιλοτρέχω γιατί έχω αργήσει και πάντα πάντα πάντα μετά από τρία λεπτά γυρνάω πίσω γιατί δε θυμάμαι αν κλείδωσα. Κάπου στο μεσοδιάστημα πάντα πάντα πάντα χτυπάει το κινητό, χαίρομαι, σκέφτομαι ότι είναι ο μπάρμαν με κανά χαζό σχολιάκι για να ξεαγχωθώ, αλλά φυσικά όχι μόνο δεν είναι ο μπάρμαν, αλλά όταν επιτέλους βρίσκω το τηλέφωνο έχει σταματήσει να χτυπάει κι υπάρχει από ένα άγνωστο σταθερό ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή του στυλ «Έλα, εγώ είμαι, πάρε με.» χωρίς βέβαια να πει ποιος είναι και κάθομαι σαν την ηλίθια κάθε φορά ν’ αναρωτιέμαι ποιο υπερφίαλο εγωκεντρικό ον με πήρε. Αίσχος.

Μπαίνω στο Ροζ. Επικρατεί το ίδιο χάος όπως κάθε μέρα. Ενθουσιώδη σχολιάκια ακούγονται από την ομήγυρη αλλά δε μασάω, είναι οι γόβες, είναι πάντα οι γόβες. Τους κοιτάω επιτιμητικά. Άλλοι σφουγγαρίζουν, άλλοι μαζεύουν τα πάντα που είναι πεταμένα παντού, άλλοι διαβάζουν το κείμενο, άλλοι ράβουν ξηλωμένα ρούχα, άλλοι τεντώνονται, χασμουριούνται και πίνουνε καφέ και λένε για την εξεταστική που δε λέει να τελειώσει ποτέ. Αυτοί ακριβώς οι τελευταίοι με το που με βλέπουν σηκώνονται και τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις χωρίς λόγο κατά την ταπεινή μου άποψη, γιατί εγώ είμαι πααααρα πολύ γλυκιά όπως όλοι ξέρουμε, αλλά αυτοί σκέφτονται «Μαλάκες πάμε να κάνουμε καμμιά δουλειά γιατί άμα βάλει τις φωνές πάλι θα την κόψω κομματάκια.» Κοιτάω πλαγίως τη Μαριλένα που γελάει κάτω από τα μουστάκια της και λέει «Πραγματικά έπρεπε να είχες διαλέξει άλλο επάγγελμα.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου