Τρίτη 22 Αυγούστου 2006

αιγαίο

…στο βάθος του ορίζοντα υπάρχει ένα νησί. Ένας μεγάλος βράχος που προεξέχει απ’ το συνεχές γαλάζιο σαν αιώνιος φύλακας των συνόρων.

Ένα νησί σα χρονοδίνη που σε συνεπαίρνει, σ’ αγκαλιάζει και σε υποβάλλει στους νωχελικούς του ρυθμούς, στην καλοκαιρινή ραστώνη, αιώνια θαρρείς. Ατενίζεις το πνιγμένο στο πράσινο αρχαίο κάστρο έχοντας χάσει πλέον την αίσθηση του χρόνου. Τον έχεις ήδη καταχωνιάσει, το μικρό δαίμονα, σ’ ένα σκονισμένο συρτάρι, έχεις – ουσιαστικά αυταπατάσαι, αλλά είναι μια εκπληκτική και εθελούσια αυταπάτη – απελευθερωθεί από τα καταπιεστικά του δεσμά. Λίγες ματιές αρκούν για να πειστείς ότι όλα όσα άφησες πίσω ήταν ένα όνειρο, ένα παρελθόν μακρινό και άπιαστο και νεφελώδες. Όλα. Οι τρελλοί, φρενήρεις αγχωτικοί ρυθμοί, οι υποχρεώσεις, οι κραιπάλες και τα hangover, οι μικρές αμαρτίες και οι μικρές πληγές. Ο χρόνος πλέον σου αρκεί, γι’ αυτό και δεν τον σκέφτεσαι. Οι αυτοκινητόδρομοι του μυαλού σου εγκαταλείπονται, σπάζουν, και πάνω τους αρχίζουν να φυτρώνουν μυστηριώδη φυτά.

Και μένεις μόνος με τον εαυτό σου. Τον ξαναβρίσκεις, συνειδητοποιείς ότι τον είχες χάσει, το μικρό του χρυσαφένιο κλειδί, γιατί πριν δεν προλάβαινες ν’ ασχοληθείς μαζί του, αδιαφορούσες για τις επιθυμίες του. Ήταν άλλωστε πολύ βολικό να τις αγνοείς, προφασιζόμενος φτηνά πως είχες άλλα πράγματα να κάνεις. Όμως, όσο και να τον αποδιώχνεις, ο εαυτός σου σε κατατρέχει. Σκαρφαλώνει στους τοίχους του μυαλού σου και τους πλημμυρίζει, παραμονεύει πίσω απ’ τις κουρτίνες σαν ψίθυρος, σαν ένοχο μυστικό γλιστρά απ’ τις χαραμάδες. Ώσπου πνίγεσαι. Ασφυκτιείς. Και φεύγεις.

Φεύγεις. Μια κουβέντα είναι αυτό. Πόσες φορές άλλωστε υποσχέθηκες στον εαυτό σου ότι θα κάνεις πράγματα που ποτέ τελικά δεν έκανες; Ποτέ δεν πίστεψα ότι θα το κάνω. Ναι, είπα ότι αυτό ήταν, δεν αντέχω άλλο, φ-ε-υ-γ-ω. Αλλά δεν το αντιλήφθηκα πραγματικά, ωσότου απ’ το παράθυρο του πλοίου δεν έβλεπα τίποτα, παρά μόνο θάλασσα.

Και φτάνεις στο νησί. Ο υπέροχος κόλπος με τις πολύχρωμες βάρκες σε προκαλεί ν’ αγκυροβολήσεις. Να κλειστείς μέσα του και να τα κλειδώσεις όλα απ’ έξω. Ενδεχομένως και να πετάξεις το κλειδί. Ενδεχομένως.

Και αντικρίζεις πρόσωπα αγαπημένα. Τι σημασία θα ‘χε άλλωστε οποιοδήποτε μέρος χωρίς αυτά; Τι καταφύγιο θα ‘ταν; Πρόσωπα που αντιπροσωπεύουν μια ολόκληρη ζωή, είναι τα λιγοστά επιθυμητά ενθύμια από ένα κεφάλαιο που έκλεισε οριστικά και δε μπορείς να γυρίσεις πίσω. Εν μέρει δε θες κιόλας. Προσπαθείς μανιωδώς να χτίσεις μια καινούρια ζωή όπως ακριβώς τη θέλεις, και νιώθεις το χέρι που κρατούσες τόσα χρόνια να σ’ έχει αφήσει, εντούτοις έχεις ακόμα τη ζεστασιά του στην παλάμη σου. Μπορείς να το πιάσεις ξανά και να πορευτείς μαζί του για λίγο. Να κλέψεις προσωρινά τους ρυθμούς του, να ζήσεις τη ζωή του. Και ζεις.

Σ’ ένα μικρό σπιτάκι, πνιγμένο στα δέντρα. Καθώς βλέπεις τη φύση που το περιζώνει, την κορυφή του πύργου και τη θάλασσα ξεγελιέσαι και γυρίζεις στο μεσαίωνα. Στροβιλίζεσαι και γίνεσαι ένα με τη μυρωδιά της θάλασσας, των πεύκων, του χώματος, της μαυροδάφνης, της νύχτας.

Η νύχτα…η νύχτα στο νησί είναι μαγευτική. Γόησσα και ξελογιάστρα, σε προκαλεί να τη ζήσεις, να μη χάσεις ούτε λεπτό της. Είναι μια νύχτα πυκνή, που τη νιώθεις στο δέρμα σου σαν πέπλο. Ο τόπος αλλάζει. Οι άνθρωποι, τα κτίρια, η θάλασσα, όλα υποτάσσονται στη σαγήνη της. Και συ, ανίκανη ν’ αντισταθείς στο κάλεσμά της, ορμάς να προλάβεις να τη χορτάσεις προτού τελειώσει. Παρέα με πρόσωπα αγαπημένα αλλά και άλλα, άγνωστα, που εντούτοις δε τα νιώθεις σαν τέτοια. Επειδή έχεις ήδη ακούσει γι’ αυτά. Περιπλέκεσαι λοιπόν σ’ ένα παιχνίδι με τον εαυτό σου που έχει ήδη πλάσει μια εικόνα για τον καθένα πριν τον αντικρύσει. Σα νοερό στοίχημα, πόσο μοιάζει η πραγματικότητα με την ιδέα που έχεις μέσα στο κεφάλι σου.

Και βιώνεις μια νέα κατάσταση που περιλαμβάνει ποτά ρεφενέ, παραλία, ταβερνούλα, κιθαρίτσα και τρελλό κέφι. Ενδεχομένως και μια αφορμή, όπως μια έκπληξη ή έναν αποχαιρετισμό. Απλή συνταγή. Και συ μένεις άναυδη και παρακολουθείς. Λίγο επειδή δεν ταιριάζει το όλο σκηνικό με τις δικές σου συνήθειες, λίγο επειδή αιφνιδιάζεσαι, λίγο επειδή νιώθεις έξω απ’ τα νερά σου.

Και η νύχτα κυλά συμπορευόμενη με το ξεφάντωμα.
Και επιστρέφεις στο χαμένο στο χρόνο σπίτι.

Και μένεις με την αίσθηση της ήρεμης ευτυχίας. Όχι της ξέφρενης τρελλής και αχαλίνωτης, αλλά της συνειδητοποιημένης, της ευτυχίας που συνίσταται στην έκφραση που μένει στο πρόσωπό σου μετά το χαμόγελο, στο καταλάγιασμα, στην ευφορία που νιώθεις στην ψυχή σου.

Έπειτα αρχίζουν οι εξομολογήσεις.