Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

- Έλενα
- …
- Έλενα.
- Τι έγινε;
- Ξύπνα. Έχουν περάσει δυο μέρες.
- Κιόλας;
- Κιόλας.
- Πού είναι;
- Έχει φρικάρει, Έλενα. Το μυαλό του δεν ξέρω αν μπορεί να αντέξει.
- Το μυαλό του μπορεί να αντέξει πολλά περισσότερα.
- Δε βουτάς έτσι έναν άνθρωπο από τη ζωή του και ξαφνικά του λες ότι όλος του ο κόσμος δεν είναι παρά ένα παραπέτασμα.
- Το υποψιαζόταν ήδη. Εδώ και καιρό. Ήξερε ότι υπάρχει κάτι άλλο εκεί έξω. Και βασανιζόταν.

Η Έλενα ανασηκώθηκε και ψαχούλεψε τα τσιγάρα της. Άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο τεράστιο παράθυρο απέναντι από το κρεβάτι της. Ο αέρας λυσσομανούσε έξω και τα κλαδιά των αιωνόβιων δέντρων χόρευαν στο ρυθμό του. Η λίμνη έμοιαζε να έχει ασήμι στην επιφάνειά της και ο τεράστιος πέτρινος τοίχος στο βάθος του ορίζοντα ήταν το μόνο πράγμα που έμοιαζε σταθερό.
Ξεφύσηξε τον καπνό και θυμήθηκε τι έγινε δυο βράδια πριν.

Περασμένα μεσάνυχτα στο βρεγμένο βρώμικο πλακόστρωτο. Ένας άντρας περπατάει αδιαφορώντας για τη βροχή. Η Έλενα τον παρακολουθούσε κρυμμένη στην πέτρινη κόχη της γέφυρας. Ήταν έξαλλη. Ο άντρας έπρεπε να είναι στο Βερολίνο εδώ και δύο μέρες. Δεν ήταν όμως. Ήταν ακόμα εκεί και περιφερόταν στους βρεγμένους δρόμους μόνος του. Η Έλενα βαθιά μέσα της φθόνησε την άγνοιά του και αναρωτιόταν αν η απόφασή της να του αποκαλύψει την αλήθεια ήταν κατά βάθος εγωιστική και άδικη. Δεν πρόλαβε να το σκεφτεί για πολύ. Μια μαυροντυμένη φιγούρα φάνηκε στο πλακόστρωτο και κατευθύνθηκε προς το μοναχικό άντρα. Η Έλενα είδε αμέσως την ασημένια λάμψη του μαχαιριού που είχε τραβήξει λίγα εκατοστά από τη θήκη του. Κατέβασε την κουκούλα, έκρυψε το πρόσωπό της, τράβηξε το σπαθί που έκρυβε κάτω από το μανδύα και του έφραξε το δρόμο. Ο Κυνηγός δεν περίμενε κάτι τέτοιο και μάλλον αιφνιδιάστηκε – είχε θεωρήσει ότι η δουλειά θα ήταν σχετικά απλή. Η θέα του βαθυκόκκινου μανδύα τον ανησύχησε, αλλά σκέφτηκε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπιζε έναν από αυτούς. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα το κεφάλι του έπεφτε στο πλακόστρωτο, λίγο μακρύτερα από το σημείο που στεκόταν εμβρόντητος ο μοναχικός άντρας. Η Έλενα έβαλε το σπαθί στη θήκη του και τον πλησίασε.
- Γιατί δεν είσαι στο Βερολίνο; ρώτησε ψιθυρίζοντας.
- Δεν…Τι; Τι ήταν αυτό;
- Κυνηγός. Εκτελεστής. Και ερχόταν για σένα.
- Ερχόταν…να με σκοτώσει;
Η Έλενα κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
- Ίσως θα έπρεπε να τον είχες αφήσει να το κάνει.
- Μη μου αρχίσεις πάλι τα αυτοκαταστροφικά σου, σε παρακαλώ.
- Πάλι; Γνωριζόμαστε;
Καμμία απάντηση.
- Τον αποκεφάλισες.
- Πράγματι.
- Τι είσαι; Τι είδους άνθρωπος κουβαλάει σπαθί νυχτιάτικα και αποκεφαλίζει κόσμο;
Η Έλενα σήκωσε τη βαριά κουκούλα από το πρόσωπό της.
- Δεν είναι δυνατόν!!! πισωπάτησε έντρομος.
- Λυπάμαι που συνέβη αυτό. Πραγματικά προσπάθησα να έρθω σε επαφή πάρα πολλές φορές μαζί σου με πολύ πιο ήπιο τρόπο. Αλλά ποτέ δε με άφησες. Ίσως να χρειαζόταν ένα τέτοιο δραστικό γεγονός για να καταλάβεις ότι πρέπει να δώσεις λίγη παραπάνω σημασία σε ό,τι έχω να πω. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν έπρεπε να είσαι εδώ. Γι’ αυτό ξαναρωτάω: γιατί δεν είσαι στο Βερολίνο;
Δεν πήρε απάντηση. Τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια μ’ έναν τρόπο τόσο έντονο που του προκάλεσε ναυτία. Έπειτα είπε:
- Ώστε έτσι λοιπόν. Είναι ώρα να επισκεφθούμε την αγαπημένη σου σύζυγο νομίζω.
Τρόμος ζωγραφίστηκε στα μάτια του, αλλά παρ’ όλ’ αυτά βρήκε τη δύναμη να ρωτήσει:
- Πώς το έκανες αυτό;
- Αν θέλεις, θα σου δείξω.
- Πώς να διαβάζω τη σκέψη ή πώς να αποκεφαλίζω κόσμο;
- Ας ελπίσουμε ότι θα μάθεις και τα δύο και πολλά ακόμα.
- Τι είσαι;
- ...
- …γιατί εμένα;
- Γιατί αν είσαι αυτός που νομίζω…
- Ποιος νομίζεις ότι είμαι;
Η Έλενα χαμογέλασε.
- Είσαι μελαγχολικός άνθρωπος. Σκοτεινός. Πάντα ανικανοποίητος. Πάντα ανήσυχος. Από πού πηγάζει αυτό; Πηγάζει από την ενδόμυχη πίστη σου ότι υπάρχουν πολλά πράγματα στον κόσμο που τα νιώθεις αλλά δε μπορείς να τα αγγίξεις. Αισθάνεσαι τις αύρες να σε διαπερνούν και ξέρεις ότι κάτι γίνεται, αλλά δε μπορείς να το δεις ή να το προσδιορίσεις. Και πράγματι. Υπάρχουν πράγματα που συμβαίνουν στο περιθώριο αυτού του κόσμου και πολλά απ’ αυτά είναι σημαντικά…αυτά θα σου δείξω. Και γι’ αυτά θα σου ζητήσω να πολεμήσεις.
- Δε μπορεί να πιστεύεις ότι θα πολεμήσω για οτιδήποτε.
- Κι όμως…μόλις καταλάβεις τι πράγματα είσαι ικανός να κάνεις…θα θελήσεις από μόνος σου να πολεμήσεις, πριν στο ζητήσω εγώ.
- Τι εννοείς;
- Φτάσαμε.
- Πώς ξέρεις πού μένω;
- Δεν ξέρω πού μένεις. Εσύ ξέρεις πού μένεις, ακολουθώ τις εικόνες που εσύ έχεις στο μυαλό σου.
Ψαχούλεψε τα κλειδιά του και προσπάθησε να σκεφτεί ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο μυαλό όταν ξύπνησε το πρωί. Η φαντασία του κάλπαζε, αλλά ποτέ δεν πίστεψε ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε. Παραιτήθηκε από την προσπάθεια να ξεκλειδώσει και απλά χτύπησε την πόρτα. Όταν η πόρτα άνοιξε, δεν πρόλαβε να μιλήσει.
- Γειά σου Ζωή, είπε η Έλενα.

- Γεια σου Έλενα, είπε η Ζωή.
Έλενα; αναρωτήθηκε εκείνος. Έλενα; Γιατί δε τη φωνάζει με το κανονικό της όνομα; Και, πάνω απ’ όλα, πώς είναι δυνατό να γνωρίζονται οι δυο τους;

- Μπορείς να γυρίσεις πίσω όποτε το θελήσεις, Ζωή.
Μια σκιά πέρασε από τα μάτια της Ζωής και ρυτίδες φάνηκαν στο πρόσωπό της.
- Όχι. Αυτός ο πόλεμος δεν είναι δικός μου. Έχω δει πάρα πολύ πόνο και θάνατο. Δε γυρίζω πίσω.
Η Έλενα την κοίταξε. Δεν της απάντησε γιατί κάπου μέσα της ήξερε ότι ίσως η Ζωή είχε δίκιο. Γύρισε σ' εκείνον.
- Πρέπει να φύγουμε. Θα σε περιμένω έξω.

Δυο μέρες μετά, η Έλενα χάζευε έξω από το παράθυρο και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι έκανε τη σωστή επιλογή. Ο Χάρης καθόταν ακόμα στην πόρτα. Η Έλενα ήξερε πολύ καλά τι περίμενε να ακούσει, αλλά δεν ήταν σε θέση να του το πει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου