Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

Search for: σφηνοτουβλάκια

Ο γείτονας χτίζει ένα δωμάτιο-προέκταση στο ήδη υπάρχον σπίτι. Κάθε πρωί κατασκοπεύω ανελλιπώς την κατεδάφιση της αποθήκης που υπήρχε πριν, την απομάκρυνση των μπάζων, τη συγκέντρωση των απαραίτητων οικοδομικών υλικών και, πλέον, το χτίσιμο. Τουβλάκι, λάσπη, τουβλάκι, κι άλλη λάσπη, κουφώματα.
Είμαστε στη φάση όπου οι τρεις νέοι τοίχοι έχουν ένα μέτρο ύψος περίπου, και στη μέση δύο εξ’ αυτών ορθώνονται δύο κουφώματα (πόρτα και παράθυρο) στο τίποτα, τα οποία ξεπερνάνε πολύ το ύψος των τουβλακίων.

Ξέρω, ναι, οι τοίχοι θα πάρουν μπόι, θα μπει στέγη, κρα κρα κρα, δε θα μείνει έτσι το οικοδόμημα να χάσκει στον αιώνα τον άπαντα, κρα κρα κρα, αλλά η εικόνα που έχει τώρα είναι φοβερά αστεία.

Όταν ήμουνα κοριτσάκι έπαιζα μανιωδώς με τα σφηνοτουβλάκια του αδερφού μου, φτιάχνοντας αποκλειστικά και μόνο κάμπριο σπιτάκια. Αγχωνόμουνα να τελειώσω την κατασκευή μου πριν το αδέρφι μου πάρει όλα τα μονά και διπλά τουβλάκια και δεν έχω με τι να γεμίσω τα κενά στους τοίχους. Το αδέρφι μου βέβαια, τεράστιο αιλουροειδές παιδιόθεν, τα είχε γραμμένα τα μονά και τα διπλά κομμάτια. Είχε στο μυαλό του τι ήθελε να φτιάξει, ανεξαρτήτως των διαθέσιμων κομματιών. Όταν λοιπόν χρειαζόταν ένα σχήμα ή ένα μέγεθος σφηνοτουβλακίων μη διαθέσιμο, έπαιρνε έναν αναπτήρα ή ένα κερί κι έλιωνε, έστριβε, καμπύλωνε, λέπταινε τα τουβλάκια μέχρι να τα φέρει στα μέτρα του. Έτσι προέκυπταν ρόδες και φτερά για να ολοκληρώσει τα αεροπλάνα του, κι εγώ ο βλάκας ζοχαδιαζόμουνα που στέκονταν στραβά τα σπιτάκια μου.

Αυτός είναι ένας από τους λόγους που το αδέρφι μου είναι τρισμέγιστο άτομο. Εμένα οι τοίχοι μου έχουν ακόμα κενά. Ψάχνω να βρω το τέλειο κομμάτι να τα γεμίσω. Πρέπει να είναι μονό, διπλό, τριπλό, κόκκινο, αφού το υπόλοιπο κομμάτι είναι κόκκινο, ξύλινο αν το υπόλοιπο ταβάνι είναι ξύλινο.

Πρέπει να είναι ταιριαστό, γουστόζικο, πρέπει να είναι ψηλό, να έχει χιούμορ, να έχει ταξίδια, να έχει δύο υπνοδωμάτια και χώρο για επισκέπτες, κουζίνα γκαζιού και όχι ηλεκτρική, προοπτικές ανέλιξης και προαγωγής, να μ’ αγαπάει χωρίς να με πνίγει, να με ανέχεται όταν δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα ή όταν δουλεύω άπειρες ώρες, να έχω αρκετή άδεια και αρκετά λεφτά για να ταξιδεύω, να είναι smoker & pet friendly, να έχει σοκολάτα αλλά να μη με λιγώνει, να πάω στην έκθεση του Ρέμπραντ, να είμαι δίκαιη, να βρω καινούριες μουσικές, να είναι καθαρό και τακτοποιημένο, να μην είναι απαγορευτικά μακριά από την Ελλάδα, να μάθω πότε να ουρλιάζω και πότε να το βουλώνω, να είναι μαλλιάς, να είναι μεταλλάς, να είναι τετρακούνα, να δω τον Πολίτη Κέιν, να έχει κήπο, να είναι το μαλλί μου κόκκινο και το τζιν μου ψηλοκάβαλο, να έχει καλή μόνωση και θέρμανση, να διαβάσω κι άλλα βιβλία, να είναι πλατεία και όχι εξώστη, να είναι πικάντικο αλλά όχι πολύ καυτερό, να είναι μεγαλώσωμος και μαλλιαρός και αρσενικός και να δαγκώνει όσους δε συμπαθώ, να μην είναι σκυλάδικο, να μην έχει ελιές, να μην έχει μπανάνα, να είναι ζουμερό, να μην απαιτεί πολλή προετοιμασία, να είναι μεν απαιτητικός, να μην είναι άγουρο, να αναγνωρίζει δε την προσπάθεια, δικαιοσύνη δικαιοσύνη δικαιοσύνη, γέλιο γέλιο γέλιο, σεξ σεξ σεξ, χορός χορός χορός, ταξίδια ταξίδια ταξίδια, ύπνος ύπνος ύπνος.

Τα κομμάτια μου. Τα κομμάτια που μου λείπουν, που θέλω ν’ αλλάξουν θέση ή χρονικό πλάισιο, ν’ αλλάξουν συχνότητα, ν’ αλλάξουν τρόπο, ν’ αλλάξουν προοπτική.
Κομμάτια που ενδεχομένως λείπουν από το σπίτι μου, τη δουλειά μου, τους φίλους μου, τους γκόμενούς μου, το αμάξι μου, μέρη που δεν έχω πάει, κομμάτια που πάλιωσαν, που θέλω, που αναζητώ, που έχασα και ψάχνω να ξαναβρώ.

Και ρωτάω. Να λιώσω τα υπάρχοντα κομμάτια και να τα φέρω στα μέτρα μου; Να ψάξω μέχρι να βρω τις τέλειες ρόδες και τα τέλεια φτερά ή να αυτοσχεδιάσω; Να πάψω την αναζήτηση και να μείνω με τα κενά επειδή είναι πολύ προχώ; Να τα γεμίσω με ετερόκλητα, μη ταιριαστά κομμάτια; Ή να εξαπολύσω πέντε δέκα κεραυνούς και ναπανσταδιάλα τα πάντα όλα;

Ε;

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

Τι;

Turn my grief to grace, ψιθυρίζει στ’ αυτί μου. Μέσα στη θολούρα μου δε το σκέφτομαι, δε το επεξεργάζομαι. Τώρα πάλι το θυμήθηκα. Τόσο καιρό μετά αναδύεται στον ορίζοντα της σκέψης μου και μένω αδρανής. Και το σκέφτομαι.

Αυτό είναι; Βουλιάζεις τόσο πολύ στην απελπισία ώστε να μη θες να ξαναβγείς; Βολεύεσαι μέσα στην αρπάγη της και μένεις εκεί;

Και μετά; Τη φέρνεις στα μέτρα σου, την κάνεις όμορφη; Την οικειοποιείσαι και φτιάχνεις απ’ το χλωμό της πρόσωπο κάτι όμορφο; Προσποιείσαι ότι η ανάσα της που πονά είναι χάδι;

Κι ο καταλύτης ήμουν εγώ; Ήμουν εγώ που σ’ έκανα να πάψεις να την πολεμάς; Και τι να σκεφτώ για μένα; Είμαι το θαύμα ή το όνειδος;

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

sex and mayhem

Κάθομαι στο γραφείο, μπροστά στις δύο οθόνες μου, και τσεκάρω ένα αρχείο.
Πώς βρέθηκα εδώ;
Δεν ξέρω. Προσπαθώ να θυμηθώ πού ήμουν, τι μεσολάβησε.
Δε μπορώ.
Ξύπνησα στις πέντε το πρωί.
Έτσι, χωρίς λόγο. Αφουγκράστηκα την ησυχία.
Ο εγκέφαλός μου ούρλιαζε ‘γύρνα πλευρό και ξανακοιμήσου ΑΜΕΣΩΣ, αλλιώς θα σέρνεσαι αύριο’.
Τον αγνόησα και σηκώθηκα.
Τα γυμνά μου πόδια ανατρίχιασαν μόλις αποχωρίστηκαν το μαλακό πάπλωμα και θυμήθηκα ότι ο χειμώνας φτάνει.
Ψαχούλεψα τα τσιγάρα μου και σκαρφάλωσα στο περβάζι του παραθύρου. Το τζάμι ήταν παγωμένο.
Θαύμασα το λαμπρό φως του φεγγαρόφωτου. Πώς γίνεται σ’ αυτή τη χώρα οι μέρες να είναι τόσο συννεφιασμένες και οι νύχτες τόσο ξάστερες;
Και μετά θυμήθηκα.
Σταγόνες ιδρώτα, σταγόνες κρασιού, σταγόνες νερού, άγρια χαρά, γυμνά δόντια, βαμμένα χείλη και πυκνά φρύδια, χέρια σα δυνατές αρπάγες, πόδια σαν μαρμάρινες κολόνες ατέλειωτες, στιλπνές και ακλόνητες, μαλλιά ακατάστατα, μυτερά γένια, λαχάνιασμα, μισές λέξεις, μισές φράσεις, σκέψεις που έμειναν στη μέση, σεντόνια, κουβάρι στον καναπέ, στο πάτωμα, παπούτσια μες τη μέση σαν εμπόδια, το κοντρόλ ακριβώς κάτω από την πλάτη μου, σήκωμα απότομο που φέρνει ζαλάδα, πνιχτά γέλια, απόγνωση, η απόσταση μηδενίζεται και πολλαπλασιάζεται σε κλάσματα δευτερολέπτου, εδώ, αλλού, ξανά εδώ, ξανά αλλού, ο αέρας σπρώχνει τις κουρτίνες για να μπει μέσα, μια νυχτοπεταλούδα χτυπιέται στο τζάμι αλλά κανείς δε την προσέχει, γιατί προσέχουμε μόνο πώς θα καούμε ζωντανοί αλλά δε μας νοιάζει, δε μας αφορά τίποτα, ο ένας κατευθείαν στα μάτια του άλλου, λαχάνιασμα, σπασμός, κι άλλος σπασμός, θολούρα.
Το τσιγάρο καίγεται ανάμεσα στα δάχτυλά μου.
Σηκώνομαι και κουβαλάω τη σαράβαλη ύπαρξή μου πίσω στο κρεβάτι.
Εδώ όμως πώς βρέθηκα;