Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Clean cut


Ξυπνώ σε ένα κρεββάτι που δεν αναγνωρίζω, σ’ ένα δωμάτιο που δεν αναγνωρίζω, σ’ ένα σπίτι που δεν αναγνωρίζω. Δεν υπάρχουν πουθενά φωτογραφίες. Δεν υπάρχουν σημειωματάκια στο ψυγείο. Δεν υπάρχουν αφιερώσεις στους καθρέφτες. Η μνήμη του κινητού μου είναι άδεια. Ο φάκελος με τα μηνύματα επίσης. Δεν υπάρχουν γράμματα στα συρτάρια, ούτε ατζέντα με επαφές και υποχρεώσεις. Στην επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή μου υπάρχει μόνο ένα έγγραφο με μια διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ένα όνομα χρήστη κι έναν κωδικό που δεν αναγνωρίζω. Συνδέομαι και ο φάκελος με τα εισερχόμενά μου είναι άδειος, κι αυτός με τα εξερχόμενα επίσης. Δεν υπάρχουν καταχωρημένες επαφές. Ο φυλλομετρητής μου δεν έχει τίποτα αποθηκευμένο στη μνήμη. Στα έγγραφά μου δεν υπάρχει τίποτα. Ούτε στις εικόνες μου. Υπάρχουν ρούχα στις ντουλάπες. Πολλά. Ανήκουν σε μια γυναίκα που είτε δεν έχει αποφασίσει ακόμα τι ακριβώς είναι, είτε έχει προνοήσει για παν ενδεχόμενο. Ριγάτα παντελόνια και γιλέκα. Στενά φορέματα και κορσέδες. Κυπαρισσί και μαύρα και ασημί και κόκκινα και λευκά και σκούρα μπλε. Ψηλοτάκουνα μποτάκια και μπαλαρίνες και αθλητικά παπούτσια για τρέξιμο. Μακριές φούστες, μαύρα τζιν, κοντά παλτό και καπαρντίνες. Σάλια και μαντίλια και μαλακά και σκληρά καπέλα. Πλεκτά πουλόβερ, βαμβακερά μπλουζάκια, μεταξωτά πουκάμισα με τριγωνικά μανίκια. Μικρά, κομψά δαχτυλίδια και βραχιόλια και στέκες και κορδέλες. Δεν υπάρχουν αναμνηστικά της παιδικής ηλικίας, κούκλες, αρκουδάκια ή σφηνοτουβλάκια ή τηλεκατευθυνόμενα. Δεν υπάρχουν παλιά σχολικά βιβλία ή τετράδια. Δεν υπάρχει χαρτομάνι ή κάποιου είδους συλλογή από αναμνηστικά ή μη έγγραφα. Δεν υπάρχει πουθενά κανένα ίχνος οποιουδήποτε γραφικού χαρακτήρα. Δεν υπάρχει κάποιο κουτί η συρτάρι με εισητήρια και αποδείξεις από ταξίδια ή θεάματα. Δεν υπάρχουν αφίσες, κορνίζες ή πίνακες. Το ντουλάπι κάτω από την τηλεόραση, που δεν έχει κανένα κανάλι αποθηκευμένο, είναι γεμάτο ταινίες που άλλες αναγνωρίζω κι άλλες όχι. Η δισκοθήκη είναι γεμάτη με άλμπουμ που άλλα αναγνωρίζω κι άλλα όχι. Δεν υπάρχουν εφημερίδες ή περιοδικά. Δεν υπάρχουν λογαριασμοί ή ημερολόγια. Υπάρχουν όμως βιβλία. Πολλά. Μυθιστορήματα, ιστορικά, βιογραφίες, νουβέλες, δοκίμια, μυθολογίες, ποιήματα, θεατρικά έργα, βιβλία μυστηρίου, από συγγραφείς κλασσικούς και μη, σε πέντε διαφορετικές γλώσσες. Δεν έχω επισκέψεις ποτέ. Το τηλέφωνο δε χτυπάει ποτέ. Δεν υπάρχει πρόγραμμα κανενός είδους. Οι δρόμοι του κόσμου αυτού είναι γνώριμοι, δεν ξέρω όμως γιατί και πρόσωπο δεν αναγνωρίζω κανένα. Ούτε κανείς δείχνει να αναγνωρίζει εμένα. Δεν υπάρχουν μνήμες κανενός είδους στο κεφάλι μου. Δεν επιθυμώ να δω κάποιον. Δεν θυμάμαι κανέναν. Δεν υπάρχει πουθενά πορτοφόλι, μόνο μια κάρτα τράπεζας που μοιάζει καινούρια, σε μια θήκη μαζί μ’ ένα κομματάκι χαρτί με τέσσερα τυπωμένα νούμερα πάνω. Δεν υπάρχουν αποθηκευμένα κάπου χριστουγεννιάτικα στολίδια, αποκριάτικα κοστούμια, ομπρέλες και ξαπλώστρες παραλίας, παιδικά ρουχαλάκια. Δεν έχω να πάω στη δουλειά μου, ή σε κανενός είδους δουλειά. Στο ραδιόφωνο δεν υπάρχουν καταχωρημένοι σταθμοί και όταν το ανοίγω παίζει μόνο παράσιτα. Το σπίτι είναι σε τάξη, πέρα από μικρές πρακτικές λεπτομέρειες. Ένα ζευγάρι παπούτσια δίπλα στην πόρτα, μια τσάντα κρεμασμένη στον καλόγερο, που έχει μόνο σκόρπια χαρτονομίσματα, ένα ζευγάρι γυαλιά και το κλειδί του σπιτιού μέσα, ένα ποτήρι του νερού στον πάγκο της κουζίνας, μία κουβέρτα στον καναπέ, μία κρέμα για τα χέρια στο κομοδίνο. Το μοναδικό ρολόι δεν έχει καμμία ώρα καταχωρημένη για ξυπνητήρι. Στην πρώτη σελίδα κάθε βιβλίου υπάρχουν ίχνη από ένα όνομα σβησμένο, που δε μπορώ να διακρίνω. Μετά από καιρό μόνο, σ’ ένα μικρούλι βιβλιαράκι χωμένο ανάμεσα σε άλλα μεγαλύτερα, ίσα που διακρίνω μια λεξούλα να ξεπροβάλλει δειλά, μισοκρυμμένη, μισοσβησμένη.

Για κάποιο λόγο είμαι βέβαιη ότι όλο αυτό το προκάλεσα εγώ στον εαυτό μου. Απολύτως συνειδητά.

Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

Πώς;


Είναι στιγμές σαν κι αυτές που πιάνεις τον εαυτό σου να έχει ταχυπαλμίες και τις πρώτες γκρίζες τρίχες να εμφανίζονται… κι εκεί αναρωτιέσαι: Θύμισέ μου, γιατί νιώθω έτσι; Είναι επειδή είσαι στη μέση ή μήπως δεν είσαι; Πώς ξέρεις που είναι η μέση αν δεν ξέρεις το τέλος; Είναι επειδή έχεις άγχος ή μήπως δεν έχεις; Πώς γίνεται να έχεις άγχος για κάτι που δεν περνάει από το χέρι σου πια; Είναι επειδή δε μπορείς να βρεις καλύτερη δικαιολογία και απλά πλανάσαι άσκοπα στο μυαλό σου… μόνος…  γυμνός… και κολασμένος τόσο! Τα χρόνια που μπορούσες να πεις «δε γαμιέται» έχουν περάσει και γι’ αυτό… Ώωωωπα! Τι είπα; Τα χρόνια που μπορούσα να πω «δε γαμιέται» έχουν περάσει; Α! Ωραία… κατάλαβα τουλάχιστον γιατί νιώθω έτσι… είναι κι αυτό μια αρχή! Τα λέμε σε λίγο… πρέπει να προλάβω!