Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Αντί να κοιμάμαι θυμάμαι

Δεν έχω μεθύσει ποτέ. Η τουλάχιστον, δεν έχω μεθύσει ποτέ τόσο ώστε να χάσω τον έλεγχο, να μη θυμάμαι. Φοβάμαι πάρα πολύ. Να χάσω τον έλεγχο, εννοώ. Δεν ξέρω πως μπορεί ν’ αντιδράσω, δεν ξέρω τι μπορεί να κάνω κι αυτό με τρομάζει. Κάθομαι απλώς, ελαφρώς ζαλισμένη, και κοιτάω όσους είναι μεθυσμένοι με φοβερή περιέργεια. Τις κινήσεις τους, τις αντιδράσεις τους, τα λόγια τους. Έχω δει μεθυσμένους πανευτυχείς, που γελούν και χορεύουν και φωνάζουν δυνατά χωρίς να τους νοιάζει τι σκέφτονται όσοι τους βλέπουν. Έχω δει μεθυσμένους με μάτια χαμένα να κοιτάνε το απόλυτο κενό, ανίκανοι να τινάξουν το τσιγάρο που καίγεται ανάμεσα στα δάχτυλά τους. Έχω δει μεθυσμένους να μη μπορούν να κρατηθούν και να τρέχουν να ξεράσουν στο κοντινότερο μπαλκόνι ή νεροχύτη. Έχω δει μεθυσμένους να κάνουν φιλοσοφικές συζητήσεις και να προσπαθούν να πείσουν τους πάντες ότι είναι μια χαρά. Εγώ δεν ξέρω σε ποια κατηγορία ανήκει ο μεθυσμένος εαυτός μου. Ίσως μάθω κάποια μέρα.

Θυμάμαι. Ήμασταν σπίτι σου, στο κρεβάτι σου. Κεριά αναμμένα. Ποτήρια κρασιού άδεια στο κομοδίνο. Η μουσική έπαιζε ακόμα. Νερά στο πάτωμα. Δε θυμάμαι τι ώρα ήταν, πάντως ήταν νύχτα. Δε σε αγγίζω, κι όμως σε νιώθω πάνω μου παντού. Εσύ θυμάσαι; Νομίζω ότι κοιμάσαι. Δεν κοιμάσαι όμως. Ανασηκώνεσαι στο κρεβάτι, βάζεις το μαξιλάρι στην πλάτη σου. Αρχίζεις να μιλάς. Δε δίνω και πολλή σημασία σε ότι λες, είμαι ακόμα χαμένη στο διάστημα. Μέχρι που μου πετάς τη βόμβα. Η ηχώ της αντηχεί σε κάθε μήκος και πλάτος του μυαλού μου, την ακούω από μακριά και νομίζω στην αρχή ότι με κοροϊδεύεις. Γυρνάω και σε κοιτάω. Έχεις σταυρωμένα τα χέρια και κοιτάς κάτω. Μιλάς σοβαρά λοιπόν. Νομίζω ότι αυτό που έπαθα ήταν η πρώτη – και μοναδική – κρίση πανικού που έχω πάθει ποτέ. Δεν είναι απλώς ότι δεν το χωράει το μυαλό μου. Αυτό που ένιωσα ήταν λες και ένας δυνατός σεισμός κατέστρεψε όλο τον κόσμο μου. Μετά από κάτι τέτοιο, δε μπορεί να υπάρξει πια ζωή. Αρνούμαι να το επεξεργαστώ, αρνούμαι να μιλήσω, δε μπορώ καν ν’ ανασάνω. Σηκώνομαι σαν τρελλή κι αρχίζω να ντύνομαι. Δεν κουνιέσαι καθόλου, είσαι ακόμα με τα χέρια σταυρωμένα και το μόνο που λες είναι «Σταμάτα. Άκουσέ με λίγο.» Εγώ όμως δε θέλω ν’ ακούσω τίποτα. Θέλω να πάω κάπου, οπουδήποτε, προκειμένου να σταματήσει η καρδιά μου να σκίζεται σε κομμάτια. Βγαίνω από το δωμάτιο και μόνο τότε αποφασίζεις να με ακολουθήσεις. Θυμάσαι; Φτάνω στην πόρτα και μετά βίας βάζω τα παπούτσια μου. Έχεις σταθεί στην κάσα της πόρτας με τα χέρια σταυρωμένα και μου λες «Σταμάτα. Άκουσέ με λίγο.» Δε μπορώ πια να κρατηθώ, δε μπορώ πια να κάνω τίποτε άλλο από το ν’ αρχίσω να ουρλιάζω σαν παράφρων, να σε κατηγορώ με ό,τι λέξεις μου έρχονται στο κεφάλι, να σε βρίζω για τα σκατά που έχεις στο κεφάλι σου, για το αβυσσαλέο θράσος και τη σκληρότητα που πρέπει να ‘χει ένας άνθρωπος για τολμήσει να ξεστομίσει κάτι τέτοιο. Εσύ ωστόσο όχι μόνο δεν έχεις βγει εκτός εαυτού, όχι μόνο δεν εξάπτεσαι και δε φωνάζεις, αλλά με τα χέρια πάντα σταυρωμένα με κοιτάς στα μάτια και μου λες «Σταμάτα. Άκουσέ με λίγο.» Τότε συνέβη. Για πρώτη και τελευταία φορά. Έχασα το χρόνο, έχασα την υπομονή μου, έχασα ό,τι ανθρώπινο υπάρχει μέσα μου, κράτησα μόνο την οργή και το παράπονο και άρχισα να σπάω τα πάντα. Ό,τι υπήρχε στο δωμάτιο και μπορούσε να γίνει κομμάτια το έσπασα. Και ούρλιαζα. Και έσπαζα. Τα πάντα. Από τη μία άκρη στην άλλη. Ποτήρια και πιάτα και ρολόγια και λάμπες και μπουκάλια και διακοσμητικά και κορνίζες και κρύσταλλα και βάζα, όλα έπεφταν στο πάτωμα σε μια βροχή από γυάλινες σταγόνες. Κι όμως. Δεν κουνιέσαι ούτε χιλιοστό. Με παρακολουθείς ήρεμος να καταστρέφω τα πάντα και να ουρλιάζω και το μόνο που κάνεις είναι να επαναλάβεις «Σταμάτα. Άκουσέ με λίγο.» Έχω ξεμείνει από γυαλικά, από αξιοπρέπεια, από φωνή, από δάκρυα, από δύναμη, από υπομονή, ανοίγω την πόρτα και φεύγω τρέχοντας. Κατεβαίνω τη σκάλα και φτάνω στην είσοδο σα να με κυνηγάνε χίλιες ύαινες. Παλεύω ν’ ανασάνω, να ηρεμήσω, να πολεμήσω τους κεραυνούς μες το κεφάλι μου και να σκεφτώ λογικά. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, πάντως δε τα κατάφερα. Απ’ ό,τι και να είσαι φτιαγμένος, σε θέλω. Κάθε σκέψη μου σε αφορά, δε μπορώ να φύγω. Όταν το σαράβαλο κορμί μου φτάνει πίσω στην πόρτα σου, δε χρειάζεται να χτυπήσω. Είναι ανοιχτή και είσαι εκεί και με περιμένεις.

Θυμάσαι;

Ξημερώνει…και χιονίζει πάλι. Όλα είναι λευκά έξω. Πάω για ύπνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου