Τρίτη 22 Μαΐου 2007

Lonely Carribean blues

Σε άλλους αρέσει όταν ο άλλος τους καταλαβαίνει μ’ ένα νεύμα. Μ’ ένα ύφος. Χωρίς να μιλήσουν. Πριν καν μιλήσουν. Μου το λένε μ’ ενθουσιασμό και νιώθουν τυχεροί που τους έτυχε κάτι τέτοιο. Εγώ και μόνο στη σκέψη ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο φρικάρω. Πνίγομαι. Εγώ θα ένιωθα παραβιασμένη αν εισέβαλλε κάποιος στο κεφάλι μου κατά βούληση. Οι άλλοι γιατί το κυνηγάνε; Και, αν μου συμβεί κάποτε κι εμένα, τι θα γίνει; Θα γαντζωθώ πάνω του και θα γίνω αυτό που μια ζωή κοροϊδεύω ή θα φύγω τρέχοντας;

Γενικά, μπορείς να γίνεις ευτυχισμένος αφήνοντας τη ζωή σου στα χέρια ενός άλλου ανθρώπου;

Το χαρτί βέβαια δεν πρόκειται να μου απαντήσει ποτέ τίποτα. Μήπως να πάω να τα πω σε κάναν άνθρωπο;

Επίσης. Ο μπάρμαν έχει τέλεια μάτια. Caribbean Blue.

Σάββατο 19 Μαΐου 2007

Rolling stone

Όταν ξεκινήσει η κατρακύλα, πού μπορεί να φτάσει; Μπορείς να τη σταματήσεις από μόνος σου ή χρειάζεσαι ένα γερό εξωτερικό ταρακούνημα; Και στην τελική, ποιος ορίζει τι είναι κατρακύλα; Μήπως μέσα απ’ αυτήν μπορείς να πάρεις ένα πολύτιμο μάθημα; Γιατί γενικώς την υποτιμούν;

Από πού ξεκινάει η τάση απομόνωσης; Από την απογοήτευσή μας για τους άλλους ή από την απογοήτευση για μας τους ίδιους; Αν είναι το πρώτο, αρκεί να γνωρίσεις κάποιους ‘άλλους’ για να την ξεπεράσεις; Αν είναι το δεύτερο;

Λείπεις. Από μένα, από ‘δω, γενικώς.
Ναι. Αναγνωρίζω την παράνοια της κατάστασης. Μου λείπεις, παρ’ όλο που δεν έχεις μορφή, δεν έχεις μυρωδιά, δεν είσαι παρά μια σκιά. Αλλά δε μπορεί. Αφού νιώθω την απουσία σου, δε μπορεί παρά να υπάρχεις.

Τι μου φταίει; Ξέρω; Ή απλώς αρέσκομαι ν’ αποκοιμίζω τον εαυτό μου μ’ απατηλές διαβεβαιώσεις;

Πέμπτη 17 Μαΐου 2007

Ήταν ένα μικρό καράβι...μετά;

Τι περίεργο! Πριν πιάσω το μολύβι να γράψω, υπάρχουν δεκάδες πράγματα στο κεφάλι μου που θέλω να βγάλω στο χαρτί. Όταν όμως ξεκινάω να γράψω εξαφανίζονται, σαν το παιδί που ξέρει το ποίημά του τέλεια & το ξεχνάει ξαφνικά όταν εμφανίζεται να το πει στο κοινό.

Μόνο που εγώ δε φοράω πια σοσόνια.

Είναι μέρες τώρα που δε μπαίνω στο μετρό. Η σκέψη και μόνο με πνίγει, κι έτσι παίρνω το λεωφορείο. Η ασχήμια όμως αυτής της πόλης με πλακώνει. Η αταξία, η παντελής έλλειψη αισθητικής, η μυρωδιά της, μου φέρνει αναγούλα. Απ’ την άλλη, όλες οι μεγαλουπόλεις είναι άσχημες. Γιατί; Αφού όλοι συγκεντρώνονται σ’ αυτές, γιατί είναι άσχημες;

Βλακείες σκέφτομαι. Αλλά ότι η έλλειψη αισθητικής δε μας ενοχλεί & το ότι ασχολούμαστε με άλλα ‘ουσιώδη’ πράγματα, νομίζω ότι λέει πολλά για το τι είδους άνθρωποι είμαστε.

Κάνει ζέστη. Συνέχεια. Εδώ και μήνες. Η φετινή χρονιά αποτελεί πλήρη αντιλογία σ’ όσους διατείνονται ότι θα ‘θελαν να ‘ναι άνοιξη συνέχεια. Αυτό το φετινό, εκτός από αρρωστημένο, είναι και εξαιρετικά βαρετό.

Αυτό τον καιρό δεν έχω όρεξη για τίποτα, είμαι σε συνεχή καταστολή.

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2007

Φόβος

Υπάρχουν κάποιες στιγμές διαύγειας. Λίγες, αλλά υπάρχουν. Στιγμές που ξέρεις ακριβώς ποιο είναι το πρόβλημα. Ξέρεις ακριβώς τι σου τρώει την ψυχή και πώς να το αλλάξεις. Ξέρεις ως δια μαγείας πώς θα ελευθερωθείς και βλέπεις το κάθε βήμα ως την κάθαρση.

Δεν αλαφρώνεις όμως. Τι είναι αυτό βαθιά μέσα μας που δε μας αφήνει να φτάσουμε στην ευτυχία, αν και ξέρουμε πώς; Γιατί, αφού βλέπουμε το δρόμο, φοβόμαστε να τον περπατήσουμε; Γιατί βουλιάζουμε ηθελημένα σ’ αυτό το βούρκο που μας πνίγει;
Δεν ξέρω τι με κρατάει πίσω. Μέσα μου το ξέρω, θέλω περισσότερο απ’ όλα μια καινούρια αρχή, μια σελίδα που θα γράψω εγώ, όχι μια σελίδα που άλλοι έγραψαν για μένα & που τρέχω να προλάβω από συνήθεια, & όχι από επιθυμία.

Φοβάμαι. Αυτό είναι. Φοβάμαι να ορθώσω το ανάστημά μου και να σταθώ στα πόδια μου. Έχω ζήσει όλη μου τη ζωή σα φυτό θερμοκηπίου.

Προσπαθείς να δείξεις στους άλλους ποιος πραγματικά είσαι. Προσπαθείς να δείξεις ότι δεν είσαι αυτό που θέλουν να πιστεύουν. Μερικές φορές θέλω να ουρλιάξω. Μερικές φορές νιώθω ότι ουρλιάζω αλλά κανείς δεν ακούει. Ότι όλοι εθελοτυφλούν πιστεύοντας αυτό που τους αρέσει. Μερικές φορές νιώθω ότι ασχολούμαι μ’ όλα τα προβλήματα του κόσμου εκτός απ’ τα δικά μου. Δε μπορείς όμως ν’ απαιτήσεις από τους άλλους να καταλάβουν κάτι που δε τους αφήνεις να δουν.

Περνάω την εφηβεία καθυστερημένα νομίζω.

Να ‘σαι πάλι. Καιρό είχα να σε σκεφτώ. Τι να κάνεις άραγε, πώς να περνάς; Μέσα μου θα ‘θελα πολύ να σε δω. Μέσα μου ξέρω πως πάντα χαρχαλεύεις στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Δε το παραδέχομαι όμως ποτέ.

Σε μυρίζω…είσαι άραγε κοντά; Με βλέπεις; Με αναγνωρίζεις;

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2007

Lost

Χάνομαι. Σιγά σιγά χάνομαι απ’ όλους. Δε μου το λένε, όχι. Αλλά το βλέπω στα μάτια τους, τ’ ακούω στη φωνή τους. Δεν καταλαβαίνουν γιατί, ούτε και με ρωτάνε. Το συζητάνε μεταξύ τους, το βλέπω. Κοιτιούνται στα μάτια όταν τους μιλάω, προσπαθούν να δουν αν ισχύει το συμπέρασμα που έβγαλαν. Αλλά δε μου λένε τίποτα, μου λένε άσχετα.
Μπορεί να νομίζουν ότι αρχίζω να ξεφεύγω, να τα χάνω. Έχει νόημα να τους εξηγήσω; Αλλά, τι να τους εξηγήσω; Αφού ούτε και ‘γω ξέρω τι ψάχνω.
Διέξοδο…ναι αυτό είναι…ψάχνω μια διέξοδο. Από τι; Δεν ξέρω. Μια εκτόνωση. Να σπάσει το απόστημα, αυτό θέλω. Ν’ ανακουφιστώ. Να μη σκέφτομαι τόσο. Να μη χρειάζεται να σκέφτομαι τόσο. Να ηρεμήσω. Να προλαβαίνω το χρόνο.

Εσύ; Εσύ προλαβαίνεις το χρόνο; Σίγουρα τον προλαβαίνεις. Αφού τον προλάβαινες εδώ, θα τον προλαβαίνεις κι εκεί.

Γιατί δε μπορώ να ξεκολλήσω απ’ το παρελθόν; Επειδή ήταν και καλά καλύτερο; Δεν ήταν. Απλώς ήταν πιο ασφαλές. Τώρα είναι λίγο πιο ασταθή τα πράγματα. Ασταθή όμως επειδή γκρεμίζονται ή επειδή χτίζονται καινούρια; Δεν ξέρω. Μερικές φορές νιώθω ότι το άνοιγμα που κάνω παραείναι μεγάλο. Ότι το κάνω για ν’ αποδείξω αυτό που έτσι κι αλλιώς φοβάμαι, ότι δηλαδή δε μπορώ. Ότι είμαι για πιο ασφαλή και προσγειωμένα πράγματα. Αν μπορώ όμως;

Δε τους αρέσει, το βλέπω. Αυτή η τάση αποδέσμευσης και απομόνωσης δεν τους αρέσει. Θα με πολεμήσουν με νύχια και με δόντια. Για να με κρατήσουν προσγειωμένη. Μπορούν;

Με ζορίζουν. Γιατί με ζορίζουν τόσο; Τι φοβούνται; Αυτό που υπάρχει από κάτω;

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2006

Ευχαριστούμε τα διαπασών και το Εκκρεμές του Φουκώ

Ωπ. Βιβλίο. Κάτι του θύμιζε το βιβλίο. Και το μαλλί επίσης.

- Σου ‘πα ότι δεν πρόκειται να καταφέρεις να το τελειώσεις, είπε πλησιάζοντάς την.
Σήκωσε το κεφάλι και τον είδε. Τα μάτια της έλαμψαν αλλά ήλπισε πως ο Χάρης δε θα το πρόσεχε.

- Θα το τελειώσω. Είναι θέμα εγωισμού. Με προκάλεσες.
Ο Χάρης χαμογέλασε. Ένιωσε…όμορφα.

- Λοιπόν; συνέχισε κεφάτα το πάντα, πέταξες κανένα διαπασών σε κάνα κεφάλι πρόσφατα;
Γέλασε. Το όμορφα γινόταν πιο όμορφα.

- Τέλος πάντων. Τα λέμε! του πέταξε και ξεκίνησε να φύγει. Στα μισά κοντοστάθηκε και γύρισε πίσω. Το βιβλίο μου!

Πήρε το βιβλίο απ’ το τραπέζι. Ο Χάρης την κοίταξε κατευθείαν στα μάτια μ’ ένα χαρούμενο χαμόγελο. Το πάντα τον κοίταξε & χαμογέλασε κι αυτή σαν παιδί. Άπλωσε το χέρι της κι άγγιξε με τ’ ακροδάχτυλά το πρόσωπό του. Άνοιξε το στόμα του να πει κάτι αλλά δεν τα κατάφερε. Έφυγε και τον άφησε να κοιτά το κενό σα βλάκας.

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2006

My heart goes boom

Ποιος μπορεί να καταλάβει ακριβώς αυτό που θες να πεις; Πώς γίνεται μέσα σε τόση ασυνεννοησία να υπάρχουν άνθρωποι που μ’ ένα βλέμμα συνεννοούνται; Πόσο κλεισμένοι στις παρωπίδες μας είμαστε, ώστε αρνούμαστε να καταλάβουμε κάθε ανθρώπινο πλάσμα έξω από μας;

Ο Χάρης δεν ήταν τέτοιο πλάσμα. Γενικώς, δεν έμοιαζε με κανένα πλάσμα. Είχε κάτι περίεργο, παρ’ όλο που ζούσε σ’ αυτόν τον κόσμο και φαινόταν συμβατός, ήταν ωστόσο το πιο αλλόκοτο πλάσμα του κόσμου.

Τι με τράβηξε στο Χάρη; Δεν ξέρω. Αρχικά μάλλον η φωνή του. Ήταν λίγο βαθιά, λίγο ονειροπαρμένη, λίγο βαριεστημένη, λίγο ρέουσα, μέχρι που ήθελε να διηγηθεί κάτι & τότε γινόταν ολοένα & πιο έντονη & παλλόταν διαρκώς.

Έμπαινε φορώντας πουλόβερ πάνω από πουκάμισο. Πάντα ζεσταινόταν και πάντα έβγαζε το πουλόβερ. Το πουκάμισο ήταν πάντα τσαλακωμένο, σαν απλώς να το ‘χε ρίξει πάνω του. Μετά σήκωνε τα μανίκια. Μ’ άρεσε αυτό. Ήταν σα να ετοιμαζόταν να κάνει κάτι ολόψυχα.
Το βλέμμα του ήταν επίσης αλλόκοτο. Κοιτούσε μ’ ένα ύφος που έλεγε ότι ξέρει εκ προοιμίου τι θα ‘λεγες κι αληθινά ξαφνιαζόταν κάθε φορά που δε γινόταν αυτό. Τότε γελούσε, κοιτούσε κάτω και κουνούσε προς το μέρος σου το δάχτυλο. Αυτό το σχόλιο που έπνιγε σε κάτι τέτοιες στιγμές άξιζε χρυσάφι.

Δεν ξέρω αν ο Χάρης ήταν τρελλός. Ποιος άλλωστε μπορεί να πει σήμερα ποιος είναι τρελλός και ποιος όχι; Πάντως ήταν ευθύς και ειλικρινής και χαμογελούσε αβίαστα. Και όμορφα. Και αυτό μ’ άρεσε.

Α, ναι, και το κοτσιδάκι. Είχε μονίμως δεμένα τα μαλλιά του σ’ ένα μικροσκοπικό κοτσιδάκι στη βάση του λαιμού του. Πάντα. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Λες και ήταν μια μικρή πολυτέλεια που παραχωρούσε στον εαυτό του.