Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2006

My heart goes boom

Ποιος μπορεί να καταλάβει ακριβώς αυτό που θες να πεις; Πώς γίνεται μέσα σε τόση ασυνεννοησία να υπάρχουν άνθρωποι που μ’ ένα βλέμμα συνεννοούνται; Πόσο κλεισμένοι στις παρωπίδες μας είμαστε, ώστε αρνούμαστε να καταλάβουμε κάθε ανθρώπινο πλάσμα έξω από μας;

Ο Χάρης δεν ήταν τέτοιο πλάσμα. Γενικώς, δεν έμοιαζε με κανένα πλάσμα. Είχε κάτι περίεργο, παρ’ όλο που ζούσε σ’ αυτόν τον κόσμο και φαινόταν συμβατός, ήταν ωστόσο το πιο αλλόκοτο πλάσμα του κόσμου.

Τι με τράβηξε στο Χάρη; Δεν ξέρω. Αρχικά μάλλον η φωνή του. Ήταν λίγο βαθιά, λίγο ονειροπαρμένη, λίγο βαριεστημένη, λίγο ρέουσα, μέχρι που ήθελε να διηγηθεί κάτι & τότε γινόταν ολοένα & πιο έντονη & παλλόταν διαρκώς.

Έμπαινε φορώντας πουλόβερ πάνω από πουκάμισο. Πάντα ζεσταινόταν και πάντα έβγαζε το πουλόβερ. Το πουκάμισο ήταν πάντα τσαλακωμένο, σαν απλώς να το ‘χε ρίξει πάνω του. Μετά σήκωνε τα μανίκια. Μ’ άρεσε αυτό. Ήταν σα να ετοιμαζόταν να κάνει κάτι ολόψυχα.
Το βλέμμα του ήταν επίσης αλλόκοτο. Κοιτούσε μ’ ένα ύφος που έλεγε ότι ξέρει εκ προοιμίου τι θα ‘λεγες κι αληθινά ξαφνιαζόταν κάθε φορά που δε γινόταν αυτό. Τότε γελούσε, κοιτούσε κάτω και κουνούσε προς το μέρος σου το δάχτυλο. Αυτό το σχόλιο που έπνιγε σε κάτι τέτοιες στιγμές άξιζε χρυσάφι.

Δεν ξέρω αν ο Χάρης ήταν τρελλός. Ποιος άλλωστε μπορεί να πει σήμερα ποιος είναι τρελλός και ποιος όχι; Πάντως ήταν ευθύς και ειλικρινής και χαμογελούσε αβίαστα. Και όμορφα. Και αυτό μ’ άρεσε.

Α, ναι, και το κοτσιδάκι. Είχε μονίμως δεμένα τα μαλλιά του σ’ ένα μικροσκοπικό κοτσιδάκι στη βάση του λαιμού του. Πάντα. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Λες και ήταν μια μικρή πολυτέλεια που παραχωρούσε στον εαυτό του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου