Κυριακή 1 Μαρτίου 2009

Αναπολώντας την Αθήνα part 2

- Πάνταααα…..
- ….
- Πάνταααα….
-….
- Πάντα;
- Σου ‘χω πει εκατό φορές να μη με ξαναπείς Πάντα.
- Χαχαχα.
Τι βλαμμένο αυτό το παιδί. Έχει κέφια πάλι σήμερα. Τον αγνοώ και κάθομαι στο μπαρ δίπλα στην Ελευθερία και απέναντι από το Σπύρο που έχει αποφασίσει ότι είναι βραδιά Calexico σήμερα και είμαι ιδιαίτερα ευτυχής γι’ αυτό. Φιλιόμαστε σταυρωτά με την Ελευθερία λες και έχουμε να βρεθούμε 100 χρόνια.
- Κορίτσια, σφηνάκια!
Και ο Σπύρος έχει κέφια σήμερα.
- Ορκίστηκες;
- Αμέ.
- Και;
- Τι και;
- Είσαι χαρούμενη;
Τι να του πεις;
- Ναι.
- Ουουουου. Σίγουρα. Το βλέπω.
- Πάντααα…
Βρε καλώς τον.
Έχει στηθεί ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου και με κοιτάει. Θέλω πάρα πολύ να του σπάσω το κεφάλι αλλά δε μπορώ. Δε μπορώ γιατί είναι κούκλος και έχει γαλαζοπρασινογάλαζα μάτια στο χρώμα της Καραϊβικής μια μέρα ηλιόλουστη αλλά όχι πολύ ζεστή και μυρίζει αυτό το πράγμα που είναι σαν μαλακτικό και ψωμάκια που μόλις έχουνε βγει από το φούρνο. Επιπροσθέτως με κοιτάει μ’ αυτό το ύφος που λέει «Μόλις τελειώσω μαζί σου δε θα μπορείς να σταθείς στα πόδια σου.»
- Συγχαρητήρια! Είσαι μεγάλος φύτουκλας αλλά συγχαρητήρια! Πρέπει να πετάς στα σύννεφα!
- Ξανθούλη…
- Μμμ;
- Αει στο διάολο νυχτιάτικα.
- Χαχαχα.
Ωραία. Το ‘χουμε. Έχουμε κάνει την κουβέντα περί ορκωμοσίας ήδη, ξέρει πολύ καλά ότι δεν είχα κανέναν ενθουσιασμό και ότι με το ζόρι πήγα αλλά μάλλον πιστεύει ότι είναι ιδιαίτερα διασκεδαστικό να κάνει λες και κατέκτησα το διαγαλαξιακό πρωτάθλημα. Του φυσάω τον καπνό στη μούρη. Δεν πτοείται.
- Λοιπόν, τι πίνουμε;
Έχει σκύψει και καλά να δει τι πίνουμε, αλλά βασικά ακουμπάει το μάγουλό του στο δικό μου. Τα γένια του μου σηκώνουν την τρίχα και αυτομάτως σκέφτομαι ιδρώτες και αγκομαχητά και τα σχετικά, αλλά επίσης αυτομάτως και με σηκωμένο το φρύδι κοιτάω την Ελευθερία που προσπαθεί να μη γελάσει. Ακούω τη φωνή της στο κεφάλι μου «Δεν πρόκειται να βγάλεις άκρη μαζί του ποτέ!» Ενδεχομένως.
- Εμείς πίνουμε τεκίλα. Εσείς που είστε και σε ηλικία εμφράγματος καλύτερα να πάτε στο κρεβατάκι σας σιγά σιγά.
Όχι θα τον άφηνα.
- Δε σου έχω πει να σταματήσεις να πίνεις αηδίες;
Όχι θα με άφηνε.

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

Αναπολώντας την Αθήνα

Κοιτάω κάτω. Οι μοβ σατινένιες γόβες μου με κοιτάνε κι αυτές και μου λένε «Άστο κοπελιά, δε το ‘χεις. Σήμερα δε το ‘χεις.» Τις αγνοώ. Κοιτάω τα μάτια μου στον καθρέφτη του οδηγού. «Το ‘χεις χάσει, το ξέρεις; Μιλάς με τα παπούτσια σου.» Πετάμε το τσιγάρο, φοράμε το γυαλί. Φύγαμε. Κατεβαίνουμε την εθνική όπως κάνουμε κάθε μέρα τα τελευταία έξι συναπτά έτη. Όπως πάντα υπάρχουν διάφοροι απίστευτοι τύποι δεξιά κι αριστερά που λατρεύω να τους παρατηρώ (αλλά μη φύγουμε και σε κανένα διάζωμα). Οι οδηγοί νομίζουν ότι είναι αόρατοι, λες και τα αυτοκίνητα είναι φτιαγμένα από συμπαγές μπετόν. Γελάω μόνη μου πάλι. Φτάνω μετά από 45 λεπτά (γιατί δεν έχει κίνηση και γιατί όταν είμαι μόνη στο αυτοκίνητο – πάντα δηλαδή – τρέχω σαν τρελλή) παρατηρώντας με στερεοσκοπική όραση μη μας την πέσει κανένας πολjιτσμάνος, γιατί εννοείται δεν κυκλοφορούμε στο δακτύλιο σήμερα. Βρίσκω να παρκάρω στη Σίνα και κάνω νοερό memo να παίξω λόττο αύριο. Κατεβαίνω, παίρνω τις σακούλες στο ένα χέρι, τον καφέ στο άλλο, ψιλοτρέχω γιατί έχω αργήσει και πάντα πάντα πάντα μετά από τρία λεπτά γυρνάω πίσω γιατί δε θυμάμαι αν κλείδωσα. Κάπου στο μεσοδιάστημα πάντα πάντα πάντα χτυπάει το κινητό, χαίρομαι, σκέφτομαι ότι είναι ο μπάρμαν με κανά χαζό σχολιάκι για να ξεαγχωθώ, αλλά φυσικά όχι μόνο δεν είναι ο μπάρμαν, αλλά όταν επιτέλους βρίσκω το τηλέφωνο έχει σταματήσει να χτυπάει κι υπάρχει από ένα άγνωστο σταθερό ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή του στυλ «Έλα, εγώ είμαι, πάρε με.» χωρίς βέβαια να πει ποιος είναι και κάθομαι σαν την ηλίθια κάθε φορά ν’ αναρωτιέμαι ποιο υπερφίαλο εγωκεντρικό ον με πήρε. Αίσχος.

Μπαίνω στο Ροζ. Επικρατεί το ίδιο χάος όπως κάθε μέρα. Ενθουσιώδη σχολιάκια ακούγονται από την ομήγυρη αλλά δε μασάω, είναι οι γόβες, είναι πάντα οι γόβες. Τους κοιτάω επιτιμητικά. Άλλοι σφουγγαρίζουν, άλλοι μαζεύουν τα πάντα που είναι πεταμένα παντού, άλλοι διαβάζουν το κείμενο, άλλοι ράβουν ξηλωμένα ρούχα, άλλοι τεντώνονται, χασμουριούνται και πίνουνε καφέ και λένε για την εξεταστική που δε λέει να τελειώσει ποτέ. Αυτοί ακριβώς οι τελευταίοι με το που με βλέπουν σηκώνονται και τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις χωρίς λόγο κατά την ταπεινή μου άποψη, γιατί εγώ είμαι πααααρα πολύ γλυκιά όπως όλοι ξέρουμε, αλλά αυτοί σκέφτονται «Μαλάκες πάμε να κάνουμε καμμιά δουλειά γιατί άμα βάλει τις φωνές πάλι θα την κόψω κομματάκια.» Κοιτάω πλαγίως τη Μαριλένα που γελάει κάτω από τα μουστάκια της και λέει «Πραγματικά έπρεπε να είχες διαλέξει άλλο επάγγελμα.»

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Αντί να κοιμάμαι θυμάμαι

Δεν έχω μεθύσει ποτέ. Η τουλάχιστον, δεν έχω μεθύσει ποτέ τόσο ώστε να χάσω τον έλεγχο, να μη θυμάμαι. Φοβάμαι πάρα πολύ. Να χάσω τον έλεγχο, εννοώ. Δεν ξέρω πως μπορεί ν’ αντιδράσω, δεν ξέρω τι μπορεί να κάνω κι αυτό με τρομάζει. Κάθομαι απλώς, ελαφρώς ζαλισμένη, και κοιτάω όσους είναι μεθυσμένοι με φοβερή περιέργεια. Τις κινήσεις τους, τις αντιδράσεις τους, τα λόγια τους. Έχω δει μεθυσμένους πανευτυχείς, που γελούν και χορεύουν και φωνάζουν δυνατά χωρίς να τους νοιάζει τι σκέφτονται όσοι τους βλέπουν. Έχω δει μεθυσμένους με μάτια χαμένα να κοιτάνε το απόλυτο κενό, ανίκανοι να τινάξουν το τσιγάρο που καίγεται ανάμεσα στα δάχτυλά τους. Έχω δει μεθυσμένους να μη μπορούν να κρατηθούν και να τρέχουν να ξεράσουν στο κοντινότερο μπαλκόνι ή νεροχύτη. Έχω δει μεθυσμένους να κάνουν φιλοσοφικές συζητήσεις και να προσπαθούν να πείσουν τους πάντες ότι είναι μια χαρά. Εγώ δεν ξέρω σε ποια κατηγορία ανήκει ο μεθυσμένος εαυτός μου. Ίσως μάθω κάποια μέρα.

Θυμάμαι. Ήμασταν σπίτι σου, στο κρεβάτι σου. Κεριά αναμμένα. Ποτήρια κρασιού άδεια στο κομοδίνο. Η μουσική έπαιζε ακόμα. Νερά στο πάτωμα. Δε θυμάμαι τι ώρα ήταν, πάντως ήταν νύχτα. Δε σε αγγίζω, κι όμως σε νιώθω πάνω μου παντού. Εσύ θυμάσαι; Νομίζω ότι κοιμάσαι. Δεν κοιμάσαι όμως. Ανασηκώνεσαι στο κρεβάτι, βάζεις το μαξιλάρι στην πλάτη σου. Αρχίζεις να μιλάς. Δε δίνω και πολλή σημασία σε ότι λες, είμαι ακόμα χαμένη στο διάστημα. Μέχρι που μου πετάς τη βόμβα. Η ηχώ της αντηχεί σε κάθε μήκος και πλάτος του μυαλού μου, την ακούω από μακριά και νομίζω στην αρχή ότι με κοροϊδεύεις. Γυρνάω και σε κοιτάω. Έχεις σταυρωμένα τα χέρια και κοιτάς κάτω. Μιλάς σοβαρά λοιπόν. Νομίζω ότι αυτό που έπαθα ήταν η πρώτη – και μοναδική – κρίση πανικού που έχω πάθει ποτέ. Δεν είναι απλώς ότι δεν το χωράει το μυαλό μου. Αυτό που ένιωσα ήταν λες και ένας δυνατός σεισμός κατέστρεψε όλο τον κόσμο μου. Μετά από κάτι τέτοιο, δε μπορεί να υπάρξει πια ζωή. Αρνούμαι να το επεξεργαστώ, αρνούμαι να μιλήσω, δε μπορώ καν ν’ ανασάνω. Σηκώνομαι σαν τρελλή κι αρχίζω να ντύνομαι. Δεν κουνιέσαι καθόλου, είσαι ακόμα με τα χέρια σταυρωμένα και το μόνο που λες είναι «Σταμάτα. Άκουσέ με λίγο.» Εγώ όμως δε θέλω ν’ ακούσω τίποτα. Θέλω να πάω κάπου, οπουδήποτε, προκειμένου να σταματήσει η καρδιά μου να σκίζεται σε κομμάτια. Βγαίνω από το δωμάτιο και μόνο τότε αποφασίζεις να με ακολουθήσεις. Θυμάσαι; Φτάνω στην πόρτα και μετά βίας βάζω τα παπούτσια μου. Έχεις σταθεί στην κάσα της πόρτας με τα χέρια σταυρωμένα και μου λες «Σταμάτα. Άκουσέ με λίγο.» Δε μπορώ πια να κρατηθώ, δε μπορώ πια να κάνω τίποτε άλλο από το ν’ αρχίσω να ουρλιάζω σαν παράφρων, να σε κατηγορώ με ό,τι λέξεις μου έρχονται στο κεφάλι, να σε βρίζω για τα σκατά που έχεις στο κεφάλι σου, για το αβυσσαλέο θράσος και τη σκληρότητα που πρέπει να ‘χει ένας άνθρωπος για τολμήσει να ξεστομίσει κάτι τέτοιο. Εσύ ωστόσο όχι μόνο δεν έχεις βγει εκτός εαυτού, όχι μόνο δεν εξάπτεσαι και δε φωνάζεις, αλλά με τα χέρια πάντα σταυρωμένα με κοιτάς στα μάτια και μου λες «Σταμάτα. Άκουσέ με λίγο.» Τότε συνέβη. Για πρώτη και τελευταία φορά. Έχασα το χρόνο, έχασα την υπομονή μου, έχασα ό,τι ανθρώπινο υπάρχει μέσα μου, κράτησα μόνο την οργή και το παράπονο και άρχισα να σπάω τα πάντα. Ό,τι υπήρχε στο δωμάτιο και μπορούσε να γίνει κομμάτια το έσπασα. Και ούρλιαζα. Και έσπαζα. Τα πάντα. Από τη μία άκρη στην άλλη. Ποτήρια και πιάτα και ρολόγια και λάμπες και μπουκάλια και διακοσμητικά και κορνίζες και κρύσταλλα και βάζα, όλα έπεφταν στο πάτωμα σε μια βροχή από γυάλινες σταγόνες. Κι όμως. Δεν κουνιέσαι ούτε χιλιοστό. Με παρακολουθείς ήρεμος να καταστρέφω τα πάντα και να ουρλιάζω και το μόνο που κάνεις είναι να επαναλάβεις «Σταμάτα. Άκουσέ με λίγο.» Έχω ξεμείνει από γυαλικά, από αξιοπρέπεια, από φωνή, από δάκρυα, από δύναμη, από υπομονή, ανοίγω την πόρτα και φεύγω τρέχοντας. Κατεβαίνω τη σκάλα και φτάνω στην είσοδο σα να με κυνηγάνε χίλιες ύαινες. Παλεύω ν’ ανασάνω, να ηρεμήσω, να πολεμήσω τους κεραυνούς μες το κεφάλι μου και να σκεφτώ λογικά. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, πάντως δε τα κατάφερα. Απ’ ό,τι και να είσαι φτιαγμένος, σε θέλω. Κάθε σκέψη μου σε αφορά, δε μπορώ να φύγω. Όταν το σαράβαλο κορμί μου φτάνει πίσω στην πόρτα σου, δε χρειάζεται να χτυπήσω. Είναι ανοιχτή και είσαι εκεί και με περιμένεις.

Θυμάσαι;

Ξημερώνει…και χιονίζει πάλι. Όλα είναι λευκά έξω. Πάω για ύπνο.

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

Διαφάνεια

Σήμερα θυμήθηκα κάτι που σκεφτόμουν πριν πολύ καιρό…πώς θα ήταν ο κόσμος αν όλοι οι τοίχοι ήταν διάφανοι; Είναι δυνατόν να έχουν περάσει τόσα χρόνια; Είναι δυνατόν να νομίζω ότι όλα αυτά συνέβησαν σε μια άλλη ζωή; Χρειάστηκε μόνο μια στιγμή για να θυμηθώ εκείνο το κορίτσι. Το κορίτσι με τα σγουρά μαλλιά και τη γαλλική μύτη, με τα παράξενα δαχτυλίδια και το μαύρο αντρικό παλτό…εκείνο το αφελές ονειροπαρμένο παιδί που πίστευε ότι μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο…εκείνο το παιδί που μόλις είχε μάθει να ερωτεύεται και πίστευε ότι το όνειρο μπορεί να κρατήσει για πάντα…πού πήγε αυτό το κορίτσι; Πού πήγε η καταιγίδα; Πού πήγαν οι αέρηδες που λυσσομανούσαν και οι κεραυνοί της, πού πήγε η περηφάνια και η φοβέρα της; Πώς κατάντησε ψιλόβροχο; Και…μπορεί το ψιλόβροχο να ξαναγίνει καταιγίδα; Μπορεί μέσα από τη λήθη ν’ αναστηθεί η θύμηση;

Πόσο καιρό είχαμε να μιλήσουμε; Δε θυμάμαι. Και βασικά, πόσο καιρό είχαμε να μιλήσουμε επί της ουσίας; Δεν είμαστε δυο απλοί γνωστοί, το ξέρω. Είσαι κομμάτι από μένα.

Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

Ξύπνα

Είμαι πολύ κουρασμένη. Πρέπει να πάρω αποφάσεις. Και γρήγορα. Πήγα στο Λονδίνο και το λάτρεψα. Το σπίτι μου θέλει καθάρισμα. Νιώθω ότι αιωρούμαι στο κενό. Δεν έχω τίποτα να πιαστώ. Δεν πέρασα καλά στην Ελλάδα τα Χριστούγεννα. Απογοητεύτηκα. Πρέπει να φύγω από ‘δω. Τη σιχάθηκα αυτή τη σχολή. Κι είχα έρθει με τόσο ενθουσιασμό…πρέπει να βγάλω επιτέλους τα σκουπίδια. Κουράστηκα να σπουδάζω, είναι καιρός να ζήσω. Μου λείπει η λιακάδα. Θέλω να λύσω τα μαλλιά μου και να βάλω τις πιτζάμες μου. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μου λείπει ο χορός, βλέπω στον ύπνο μου ότι χορεύω μόνη μου στη σκηνή κάτω από έναν προβολέα σ’ ένα τεράστιο άδειο θέατρο. Το ρακούν φεύγει για τρία χρόνια στη Γενεύη. Δεν ξέρω ακόμα αν μπορώ να ζήσω μ’ αυτό. Θέλω ένα πολύωρο αφρόλουτρο. Θέλω πανικό και πυροτεχνήματα. Ακούω τα Φώτα των Archive. Μου θυμίζουν τις πρόβες στο Μουσικό και μου ξεσκίζουν την καρδιά και νιώθω ότι δε μπορώ ν’ αναπνεύσω. Νιώθω την ανάγκη να ουρλιάξω. Ούτε αυτό δε μπορώ να κάνω πια. Ο Δάσκαλος θα γίνει μπαμπάς. Μου λείπει ο Τόμυ. Θέλω χρόνο. Πρέπει να φτιάξω το ποδήλατό μου. Έχουμε την παρουσίαση την Παρασκευή κι έχουμε λιώσει στο διάβασμα. Πρέπει να βρω πρακτική. Πρέπει ν’ αρχίσω την πτυχιακή μου. Πρέπει να περάσω όλα τα μαθήματα, δε θ’ αντέξω να ξαναδώσω στην επαναληπτική. Τι κάνει το αδέρφι μου; Τι κάνει η Μαρίνα; Τι κάνει ο Φάνης; Τι κάνει ο Παναγιώτης; Τι κάνει ο Κωνσταντίνος; Τι κάνει ο Τα Ρε Κομμένα; Τι κάνει η Αίθρα; Όντως…τι κάνει η Αίθρα; Πήγα στη τζενεράλε των παιδιών…μου λείπει το θέατρο, μου λείπει η σκηνή, μου λείπουν οι πρόβες, τα κοστούμια, το μακιγιάζ. Μου λείπει η αναμονή, το τρέξιμο, ο χαμός, η φασαρία, η ακαταστασία στα καμαρίνια. Δε θέλω να πάω για μάθημα αύριο. Πρέπει να πάω στην τράπεζα. Μου λείπει το άγχος πριν την πρεμιέρα, οι κρυφές ματιές από τα καμαρίνια, η Μαριλένα, η βαριά, τεράστια, σφιχτή, μαύρη μακριά φούστα μου με τις τέσσερις σειρές άσπρα βολάν που κάθε μέρα ξηλωνόταν και κάθε μέρα την έραβα. Μου λείπει ο Χρήστος με τον Αποσπερίτη πριν την έναρξη. Ο Μιχάλης σε ρόλο stage manager.Η Μαρία με το άγχος της, η Στέλλα με τα γέλια, η Σοφία με τις τσαχπινιές. Ο Θέμης και η Ειρήνη αργούν πάντα. Η Μάρω βάφει τον Παντελή. Ο Γιώργος βάζει πούδρα στο στήθος του. Η Φοίβη βάφει τα μάτια της. Η Ευγενία ασπρίζει τα μαλλιά της. Η Ελένη είναι πανέμορφη. Η Κατερίνα έχει φανταστικά μάτια. Βάφω τα μάτια του Χρήστου και του πιάνω με παραμάνα το ζωνάρι. Η Όλγα χαμογελάει. Φτιάχνω ρυτίδες στο μέτωπο της Αθηνάς. Τα μάτια μου είναι βαμμένα μαύρα και βυσσινί, τα χείλη μου κατακόκκινα. Βάζω το τεράστιο λευκό λουλούδι στα μαλλιά μου, κουμπώνω σφιχτά τα παπούτσια του φλαμένκο και ξέρω ότι σε πέντε λεπτά ξεκινάμε. Τελευταία τζούρα, τελευταία μολυβιά, τελευταίο αστείο. Η Μαριλένα λέει σκατά και φεύγει. Ο Μιχάλης λέει όλοι στο κέντρο. Αγκαλιαζόμαστε, κλείνουμε τα μάτια και αναπνέουμε. Δε μιλάει κανείς. Ο Θέμης σβήνει τα φώτα. Ησυχία. Είμαι ένα βήμα πριν την πόρτα της σκηνής. Λύνω τα βολάν της φούστας μου που πέφτουν βαριά στο πάτωμα μ’ ένα θρόισμα. Ο Παντελής μ’ αγκαλιάζει, τον σφίγγω με όλη μου τη δύναμη. Βαθιά ανάσα. Ξεκινάει η κιθάρα και ξέρω ότι ο Χρήστος έχει βγει στη σκηνή και με περιμένει. Ξέρω ότι η σκηνή είναι σκοτεινή και τη φωτίζει μόνο ο γαλάζιος προβολέας. Τη στιγμή πριν βγω ξέρω ότι κρατάω όλο τον κόσμο στο ρυθμό των καρφιών των παπουτσιών μου. Είμαι ελαφριά και μπορώ να καταφέρω τα πάντα. Και θα χορέψω για τα πάντα. Για τη ζωή μου, για τους καημούς μου, για τα όνειρά μου, για τις λύπες και τις χαρές αυτού του κόσμου, για όσα έχουν σημασία, για τους ανθρώπους που αγαπάω και γι’ αυτούς που μισώ, για όσα ήρθαν και για όλα όσα δεν ήρθαν, για το αύριο το σήμερα και το χθες, για τον ουρανό και τη γη και τ’ αστέρια και κάθε ηλιαχτίδα, για το χρόνο που περνάει, για ό,τι δε μπορώ ν’ αλλάξω…έλα…
Ένα βήμα. Βγαίνω στη σκηνή.
Ξύπνα. Πρέπει να βάλω πλυντήριο.

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

Μπανανία

Βλέπω εικόνες και δεν πιστεύω στα μάτια μου. Οι εφημερίδες και τα κανάλια εδώ οργιάζουν. Λένε ότι η Ελλάδα είναι όμηρος των κουκουλοφόρων, ότι έχει βυθιστεί στην αναρχία και ότι το κράτος αδρανεί. Λένε ότι τα γεγονότα θυμίζουν Μάη του ‘68, ότι θυμίζουν τις εξεγέρσεις στο Παρίσι και τη Λυών του Δεκέμβρη του 2006. Λένε ότι τέτοιο χάος τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μόνο στη Λατινική Αμερική και στο Ιράκ όταν έπεσε ο Σαντάμ. Βλέπω το πλιάτσικο, τις φωτιές, τις φλόγες που φτάνουν μέχρι τον ουρανό. Λένε ότι τα επεισόδια είναι αποτέλεσμα συσσωρευμένης οργής χρόνων, ότι κάτι τέτοιο ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι θα συμβεί. Βλέπω το μαλάκα το δημοσιογράφο του CNN να λέει «teenager allegedly killed by the police» και «ancient tradition that doesn’t allow the police to enter the universities» και φρίττω. Βλέπω τον τζιτζιφιόγκο το βουλευτή της ΝΔ να λέει ότι ο μπάτσος προσελήφθη επί ΠΑΣΟΚ και ότι άρα φταίει το ΠΑΣΟΚ. Δεν ξέρω τι να πω...εγώ σκέφτομαι τη μάνα αυτού του παιδιού...Σκέφτομαι τους μπάτσους που δέρνουν τη μέρα τα δεκαπεντάχρονα και τη νύχτα αφήνουν τους κουκουλοφόρους να τα κάνουν όλα μπουρδέλο και δε δίνουν φράγκο...Πώς είναι δυνατόν να σηκώνεις το χέρι και να πυροβολείς ένα παιδί; Ένα παιδάκι ρε πούστη...τι ζώα είναι αυτά; Είναι δυνατόν τέτοιοι ούγκανοι να κρατάνε όπλα; Τι διάολο, σκατά έχουν στο κεφάλι τους;

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

Τιτανικός και κόκκινα φουστάνια

Περνάμε σκατοπερίοδο του κερατά. Αυτό. Εκεί που σιχτιριάζαμε με τις 8 ώρες μάθημα τη μέρα, τώρα έχουμε 11. Χαρές και πανηγύρια.

Σήμερα το πρωί λοιπόν 9 η ώρα με τη δροσούλα (-3 βαθμοί) είχαμε πληροφορική. Πάνω στο εικοσάλεπτο έχω φρικιάσει με το powerpoint και αφαιρούμαι πλήρως θυμούμενη τα γεγονότα της Παρασκευής, ώσπου κάποια στιγμή αντιλαμβάνομαι ότι γελάω σα το απροσάρμοστο στα μουλωχτά κι ο Τούρκος που κάθεται ακριβώς απέναντι με κοιτάει περίεργα. Σίγουρα έχει ήδη μια υποψία ότι δεν πάω καλά, σήμερα τον αποτέλειωσα. Σου λέει άμα διασκεδάζει αυτή έτσι με το powerpoint, πάω να φωνάξω αυτούς με τ’ άσπρα να την πάνε για θεραπεία!!!

Τώρα που το σκέφτομαι, δεν είναι και πολύ δύσκολο να με περάσει κανείς για ψυχασθενή αυτή την περίοδο.

Την περασμένη Παρασκευή λοιπόν είχαμε κανονίσει να αγνοήσουμε τα deadline και να πάμε σε μια βραδιά salsa να χορέψουμε. Ήμουνα σπίτι και πριν αρχίσω να ετοιμάζομαι είπα να κατεβάσω τα σκουπίδια πριν βγάλουν πόδια και φύγουν μόνα τους. Βγαίνω από το ασανσέρ (με φόρμα και φούτερ) και τσουπ! να ‘σου ο πώς-τον-λένε πρώτη μούρη στο καβούρι (τώρα που το σκέφτομαι δουλεύει άπειρες ώρες αυτό το παιδί). Τι κάνεις, καλά; καλά, εσύ καλά; καλά πολύ κρύο σήμερα, ναι, άσε παγώσαμε και όλα καλά με το internet; ναι το ‘παμε και μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα και μετά θες να πάμε για ποτό απόψε; Εκεί ξύπνησα το μογγολάκι και κατάλαβα ότι μιλάγαμε ήδη κανα εικοσάλεπτο στο διάδρομο και ότι κάτι παίζει εδώ ρε βλήμα. Ναι, βεβαίως να πάμε για ποτό, ωραία σε μια ώρα θα ‘ρθω να σε πάρω και αυτά. Η ώρα που μεσολάβησε πραγματικά έπρεπε να είχε κινηματογραφηθεί, γύριζα στο σπίτι σα το σίφουνα, να μαζέψω, να κάνω επιτέλους μπάνιο, να ετοιμαστώ, να πάρω τις τρελές τηλέφωνο να τους πω ότι δε θα πάω στη σάλσα και θα σας εξηγήσω αργότερα και τα λοιπά. Τώρα που το γράφω και το ξανασκέφτομαι, πραγματικά δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς έγινε. Φόρεσα το δεν-αποτυχαίνει-ποτέ κόκκινο φουστάνι μου, ήρθε, βγήκαμε έξω και χιόνιζε του κερατά, μέχρι να πάμε στο αυτοκίνητο είχαμε γίνει άσπροι και γελάγαμε σαν τα βλαμμένα.

Τι έγινε ρε παιδιά; Εγώ για σάλσα δε θα πήγαινα; Πως βρεθήκαμε στην αναπαράσταση της Winslet και του DiCaprio στη σκηνή με την άμαξα στον Τιτανικό;

Γελάς ε; Τώρα που το γράφω και το ξανασκέφτομαι, κι εγώ.