Στο δωμάτιό μου ξεκουράζονται χαλαρά οι κούτες με τα πράγματά μου που έφερα από τη Γαλλία. Πού και πού με κοιτάνε απορημένες, ρωτάνε αν έχω σκοπό να τις ανοίξω. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω. Δεν αποφασίζω να τις ανοίξω γιατί δεν ξέρω αν θα μείνω. Δεν ξέρω αν αυτό το σπίτι θα γίνει σπίτι μου. Δεν ξέρω αν θέλω να γίνει σπίτι μου.
Ο καιρός περνάει πολύ γρήγορα τώρα τελευταία. Άρα περνάω καλά μάλλον. Δεν έχω τις παρέες μου, δεν έχω καν κάποιον να μιλάει τη γλώσσα μου∙ αλλά ίσως αυτό να μην έχει & πολλή σημασία.
Είμαι ξαπλωμένη στο χορτάρι με κλειστά μάτια και νιώθω στο δέρμα μου τον ήλιο να παίζει κρυφτό με τα σύννεφα. Το χορτάρι γαργαλάει τις παλάμες μου. Ένα πράσινο ζωύφιο χοροπηδάει στα δάχτυλά μου. Ξέρω ότι είσαι εκεί. Νιώθω την αύρα σου γύρω μου παντού. Ξέρω ότι οι κατάμαυρες ίριδες των ματιών σου με παρακολουθούν.
Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009
Σάββατο 20 Ιουνίου 2009
Διάλογος 4
- Ζέστη.
- Μμμ. Σε λίγο θα ρίξει καρέκλες πάλι.
- Τι αισιοδοξία θέ μου.
- Γι’ αυτό με λατρεύεις.
- ……βαριέμαι.
- Μπα; Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε.
– Λέω να πάω καμμιά βόλτα.
- Στο καλό.
- Τι; Πες μου ότι δε θα ‘ρθεις. Πες το μου κι αυτό.
- Δε θα ‘ρθω.
- Ιχιχιχιχιχιχιχιχι
- Τι γελά’ ρε μογγολάκι;
- Με τα χάλια σου.
- Μια χαρά είναι τα χάλια μου σε σύγκριση με τα δικά σου.
- Ναι αλλά εγώ είμαι και γαμώ τα παιδιά.
- Γάμησέ τα είσαι.
- Α πάγαινε ρε.
- Τι θα γίνει μ’ εκείνη τη βόλτα;
- Φύγαμε.
( Καμμιά κίνηση)
- Μμμ. Σε λίγο θα ρίξει καρέκλες πάλι.
- Τι αισιοδοξία θέ μου.
- Γι’ αυτό με λατρεύεις.
- ……βαριέμαι.
- Μπα; Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε.
– Λέω να πάω καμμιά βόλτα.
- Στο καλό.
- Τι; Πες μου ότι δε θα ‘ρθεις. Πες το μου κι αυτό.
- Δε θα ‘ρθω.
- Ιχιχιχιχιχιχιχιχι
- Τι γελά’ ρε μογγολάκι;
- Με τα χάλια σου.
- Μια χαρά είναι τα χάλια μου σε σύγκριση με τα δικά σου.
- Ναι αλλά εγώ είμαι και γαμώ τα παιδιά.
- Γάμησέ τα είσαι.
- Α πάγαινε ρε.
- Τι θα γίνει μ’ εκείνη τη βόλτα;
- Φύγαμε.
( Καμμιά κίνηση)
Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009
Διάλογος 3
- Γιατί σπουδάζουμε;
- Ποιοι;
- Γενικά ρε παιδί μου. Γιατί σπουδάζει ο κόσμος;
- Για να έχει δικαιολογία που δε δουλεύει και να καταναλώνει το πατρικό εισόδημα χωρίς τύψεις.
- Λες;
- Κανονικά.
- Και μετά γιατί δουλεύουμε;
- Γιατί νομίζουμε ότι έτσι θα βγάλουμε λεφτά.
- Κι αφού δε βγάζουμε γιατί δεν τα παρατάμε; Γιατί μένουμε στα ίδια μετά για μια ζωή;
- Γιατί μετά βολεύεσαι ρε. Βολεύεσαι να γκρινιάζεις για τη μιζέρια σου & ουσιαστικά βαριέσαι να κυνηγήσεις κάτι άλλο.
– Δηλαδή πρέπει να τα παρατήσω και να ψάξω κάτι άλλο;
- Όχι. Όχι ακόμα. Είναι νωρίς για σένα. Περίμενε λίγο να δεις πού θα σε πάει.
- Μάλιστα.
- Ρε, φρικιάζεις πάρα πολύ. Δε χρειάζεται να φρικιάζεις τόσο.
- Ναι αλλά τα χρόνια περνάνε και μάλιστα γρήγορα.
- Δεν έχει να κάνει αυτό. Τα χρόνια θα περάσουν ότι και να κάνεις. Οπότε μη τα περνάς μες τον πανικό.
- Καλά.
- Καλάμια.
- Ποιοι;
- Γενικά ρε παιδί μου. Γιατί σπουδάζει ο κόσμος;
- Για να έχει δικαιολογία που δε δουλεύει και να καταναλώνει το πατρικό εισόδημα χωρίς τύψεις.
- Λες;
- Κανονικά.
- Και μετά γιατί δουλεύουμε;
- Γιατί νομίζουμε ότι έτσι θα βγάλουμε λεφτά.
- Κι αφού δε βγάζουμε γιατί δεν τα παρατάμε; Γιατί μένουμε στα ίδια μετά για μια ζωή;
- Γιατί μετά βολεύεσαι ρε. Βολεύεσαι να γκρινιάζεις για τη μιζέρια σου & ουσιαστικά βαριέσαι να κυνηγήσεις κάτι άλλο.
– Δηλαδή πρέπει να τα παρατήσω και να ψάξω κάτι άλλο;
- Όχι. Όχι ακόμα. Είναι νωρίς για σένα. Περίμενε λίγο να δεις πού θα σε πάει.
- Μάλιστα.
- Ρε, φρικιάζεις πάρα πολύ. Δε χρειάζεται να φρικιάζεις τόσο.
- Ναι αλλά τα χρόνια περνάνε και μάλιστα γρήγορα.
- Δεν έχει να κάνει αυτό. Τα χρόνια θα περάσουν ότι και να κάνεις. Οπότε μη τα περνάς μες τον πανικό.
- Καλά.
- Καλάμια.
Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009
Διάλογος 2
- Με γουστάρει λες;
- Μπαρδόν;
- Λέω, εσύ τι λές; Με γουστάρει;
- Έτσι πιστεύεις;
- Απάντησέ μου ρε παιδί μου.
- Να σου πω μια ριζοσπαστική ιδέα; Γιατί δε τον ρωτάς επιτέλους να τελειώνουμε; Έλεος!
- Αυτό αποκλείεται.
- Όμορφα. Κάτσε λοιπόν βράσε στο ζουμί σου και σκάσε.
- Δε με βοηθάς.
- Εσύ δε σε βοηθάς.
- Εσύ δηλαδή θα τον ρώταγες.
- Εγώ θα του την είχα πέσει στεγνά χρόοοοοονια τώρα. Κότα.
- Τι λε’ ρε παιδί μου. Έχω μια μάντρα στο αυτοκίνητο.
- Κορόιδευε. Εμένα δε με τσούζει που δεν ξέρω, δε γυρίζω εγώ μες το κουβάρι μου.
- Μπαρδόν;
- Λέω, εσύ τι λές; Με γουστάρει;
- Έτσι πιστεύεις;
- Απάντησέ μου ρε παιδί μου.
- Να σου πω μια ριζοσπαστική ιδέα; Γιατί δε τον ρωτάς επιτέλους να τελειώνουμε; Έλεος!
- Αυτό αποκλείεται.
- Όμορφα. Κάτσε λοιπόν βράσε στο ζουμί σου και σκάσε.
- Δε με βοηθάς.
- Εσύ δε σε βοηθάς.
- Εσύ δηλαδή θα τον ρώταγες.
- Εγώ θα του την είχα πέσει στεγνά χρόοοοοονια τώρα. Κότα.
- Τι λε’ ρε παιδί μου. Έχω μια μάντρα στο αυτοκίνητο.
- Κορόιδευε. Εμένα δε με τσούζει που δεν ξέρω, δε γυρίζω εγώ μες το κουβάρι μου.
Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009
Διάλογος 1
- Δεν είμαι καλά.
- Σώωωωωπα
- Όχι αλήθεια. Δεν είμαι καλά.
- Αλήθεια. Ποτέ δεν είσαι καλά.
- Σκάσε
- Τι να σκάσω; Αφού πάντα κάτι σου φταίει.
- Δεν είναι έτσι.
- Αλλά; Πώς είναι; Μια είσαι μόνη σου και θες παρέα, μια έχεις παρέα και θες να είσαι μόνη σου. Μια δεν έχεις ελεύθερο χρόνο και γκρινιάζεις ότι δεν προλαβαίνεις και μια έχεις ελεύθερο χρόνο και γκρινιάζεις ότι βαριέσαι. Είσαι στην Ελλάδα και μιζεριάζεις γιατί θες να πας Γαλλία. Πας Γαλλία και μιζεριάζεις γιατί θες να πας Αγγλία. Πας Αγγλία και μιζεριάζεις γιατί δεν ξέρεις πού θες να πας. Παράτα με. Κουράστηκα.
- Δε σε παρατάω. Χρειάζομαι κάποιον να μιλάω.
- Έχεις πολύ κόσμο διαθέσιμο άμα θες να μιλήσεις.
- Ναι αλλά δεν είναι εδώ. Δε μπορούν να καταλάβουν.
- Δεν τους αφήνεις να καταλάβουν.
- Δε μπορώ. Τα είπαμε αυτά.
- Δεν είπαμε. Εσύ είπες ότι δε τους αφήνεις να δουν τι είσαι. Γι’ αυτό κάθεσαι και πρήζεις εμένα.
- Θες να τους αφήσω να δουν τι είμαι;
- Μπα; Από πότε σε νοιάζει τι θέλω εγώ; Αφού τα δικά σου θα κάνεις πάλι στο τέλος.
- Δεν είναι αλήθεια. Πάντα σκέφτομαι και τους άλλους.
- Αυτό λέω κι εγώ.
- Σώωωωωπα
- Όχι αλήθεια. Δεν είμαι καλά.
- Αλήθεια. Ποτέ δεν είσαι καλά.
- Σκάσε
- Τι να σκάσω; Αφού πάντα κάτι σου φταίει.
- Δεν είναι έτσι.
- Αλλά; Πώς είναι; Μια είσαι μόνη σου και θες παρέα, μια έχεις παρέα και θες να είσαι μόνη σου. Μια δεν έχεις ελεύθερο χρόνο και γκρινιάζεις ότι δεν προλαβαίνεις και μια έχεις ελεύθερο χρόνο και γκρινιάζεις ότι βαριέσαι. Είσαι στην Ελλάδα και μιζεριάζεις γιατί θες να πας Γαλλία. Πας Γαλλία και μιζεριάζεις γιατί θες να πας Αγγλία. Πας Αγγλία και μιζεριάζεις γιατί δεν ξέρεις πού θες να πας. Παράτα με. Κουράστηκα.
- Δε σε παρατάω. Χρειάζομαι κάποιον να μιλάω.
- Έχεις πολύ κόσμο διαθέσιμο άμα θες να μιλήσεις.
- Ναι αλλά δεν είναι εδώ. Δε μπορούν να καταλάβουν.
- Δεν τους αφήνεις να καταλάβουν.
- Δε μπορώ. Τα είπαμε αυτά.
- Δεν είπαμε. Εσύ είπες ότι δε τους αφήνεις να δουν τι είσαι. Γι’ αυτό κάθεσαι και πρήζεις εμένα.
- Θες να τους αφήσω να δουν τι είμαι;
- Μπα; Από πότε σε νοιάζει τι θέλω εγώ; Αφού τα δικά σου θα κάνεις πάλι στο τέλος.
- Δεν είναι αλήθεια. Πάντα σκέφτομαι και τους άλλους.
- Αυτό λέω κι εγώ.
Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009
Τρίτη 12 Μαΐου 2009
Συμπράγκαλα
Τελευταία νύχτα που είμαι μόνη στο σπιτάκι μου. Αηδόνια έξω. Απαλό κιτρινωπό φως του δρόμου. Ησυχία. Κρασάκι. Μουσικούλα παίζει σιγανά. Ο γείτονάς μου της απέναντι πολυκατοικίας που όλο το χειμώνα τον κατασκοπεύω αλλά δε τον έχω γνωρίσει ποτέ κάθεται ακόμα στο παράθυρο με τη λάμπα και γράφει. Όπως πάντα. Φεύγει κάθε Παρασκευή απόγευμα και γυρίζει κάθε Κυριακή απόγευμα. Πόσο χρονών είναι; Από πού είναι; Πώς τον λένε; Τι δουλειά κάνει; Δε θα μάθω ποτέ…
Το μπουρνούζι μου κρέμεται στο μπάνιο. Ο κίτρινος κάδος μου είναι στο χωλ. Οι αφίσες και οι φωτογραφίες μου στον τοίχο. Τα πολύχρωμα μαξιλάρια από δω κι από κει. Η μικρή μου μάγισσα κρέμεται στο γραφείο και τα σακκουλάκια με το τσάι στα ντουλάπια της κουζίνας. Το ψάθινο πιάτο με τα κεριά στο τραπέζι. Τα γλαστράκια στο κομοδίνο. Τα γάντια και οι μπουτονιέρες μου στην κουρτίνα. Η μικρούλα βιολετί λάμπα δίπλα στον υπολογιστή. Το πορτοκαλί στριφογυριστό τασάκι υπομένει καρτερικά τόνους τσιγάρα. Οι παντόφλες με τους ροζ Σνούπι πεταμένες άτσαλα. Τα άπλυτα στην τεράστια τσάντα κάτω από το γραφείο. Το πάνω ράφι του ντουλαπιού κάτω από το νεροχύτη γέρνει λίγο. Η μισοσπασμένη κούπα σε σχήμα καμηλοπάρδαλης που αρνούμαι να πετάξω. Το φούξια χαλάκι μπάνιου σε σχήμα ψαριού. Το πορτοκαλοκιτρινοκόκκινο πάπλωμα πάντα άστρωτο. Η κυπαρισσί κατσαρόλα. Η καφετιέρα. Η κουρτίνα του μπάνιου με τα δελφίνια. Το ταμπελάκι gone to the beach στο νιπτήρα. Οι μοβ βεντούζες σε σχήμα βάτραχου. Το κουτάκι από φαγιεντιανή που μου χάρισε η Φοίβη, το κερί του ρακούν, η αφιέρωση του Χρήστου. Ο πάπιος από τα παιδικά του Ικέα που χωράει τα πάντα κρεμασμένος στην πόρτα του μπάνιου. Το πρόγραμμα του δεύτερου εξαμήνου. Όλα. Όλα είναι στη θέση τους και σε κατάσταση αναμονής. Έτοιμα να μπουν σε κουτιά και να ξαναφύγουν. Μαζί μ’ εμένα. Προς τα πού πάω;
Το μπουρνούζι μου κρέμεται στο μπάνιο. Ο κίτρινος κάδος μου είναι στο χωλ. Οι αφίσες και οι φωτογραφίες μου στον τοίχο. Τα πολύχρωμα μαξιλάρια από δω κι από κει. Η μικρή μου μάγισσα κρέμεται στο γραφείο και τα σακκουλάκια με το τσάι στα ντουλάπια της κουζίνας. Το ψάθινο πιάτο με τα κεριά στο τραπέζι. Τα γλαστράκια στο κομοδίνο. Τα γάντια και οι μπουτονιέρες μου στην κουρτίνα. Η μικρούλα βιολετί λάμπα δίπλα στον υπολογιστή. Το πορτοκαλί στριφογυριστό τασάκι υπομένει καρτερικά τόνους τσιγάρα. Οι παντόφλες με τους ροζ Σνούπι πεταμένες άτσαλα. Τα άπλυτα στην τεράστια τσάντα κάτω από το γραφείο. Το πάνω ράφι του ντουλαπιού κάτω από το νεροχύτη γέρνει λίγο. Η μισοσπασμένη κούπα σε σχήμα καμηλοπάρδαλης που αρνούμαι να πετάξω. Το φούξια χαλάκι μπάνιου σε σχήμα ψαριού. Το πορτοκαλοκιτρινοκόκκινο πάπλωμα πάντα άστρωτο. Η κυπαρισσί κατσαρόλα. Η καφετιέρα. Η κουρτίνα του μπάνιου με τα δελφίνια. Το ταμπελάκι gone to the beach στο νιπτήρα. Οι μοβ βεντούζες σε σχήμα βάτραχου. Το κουτάκι από φαγιεντιανή που μου χάρισε η Φοίβη, το κερί του ρακούν, η αφιέρωση του Χρήστου. Ο πάπιος από τα παιδικά του Ικέα που χωράει τα πάντα κρεμασμένος στην πόρτα του μπάνιου. Το πρόγραμμα του δεύτερου εξαμήνου. Όλα. Όλα είναι στη θέση τους και σε κατάσταση αναμονής. Έτοιμα να μπουν σε κουτιά και να ξαναφύγουν. Μαζί μ’ εμένα. Προς τα πού πάω;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)