Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Brainstorming




I’m just looking at the cursor flashing on my screen. I dream that words are gonna start writing themselves and that “Knock-knock Stormy” will appear and that I’ll grab it and let it carry me through a swirling vortex of psychedelic colours to a reality that isn’t this one.

I write in English now. Check me out. I catch myself speaking in English to even my fellow countrymen. Do I hate me for that? Maybe.

My room is slowly becoming an assortiment of stuff. All sorts of stuff. Books, DVDs, work stuff, gym stuff, shoes, cushions, clothes, bills, teddy bears, notes, jewelry, posters, hair products, tickets, phone chargers, ashtrays, hats, bathrobes, photos, souvenirs, mugs, fairy wings, shine-in-the-dark wigs and more shoes. I get angry, I realise I don’t need so much crap, I spend ages throwing away everything that, under careful consideration, classify as useless and then I accumulate even more stuff.

Lists are a very important thing these days. Grocery-shopping lists, to-pay lists, to-do lists, items-to-pack-in-my-suitcase lists, albums-to-listen lists, movies-to-watch lists, books-to-read lists. To hell with the lists. I must convince myself to burn them all.  

The fact that I need to be focused all the time and, more specifically, the realisation that I’m most certainly not, is finally catching up with me. I was standing at a bus-stop the other day. Actually, my body was at the bus stop. I was a million miles away. Anyway, this lady asks “Have you been here long?” and I simply reply “About three years”. I had to see the horror in her eyes to realise than I was being an idiot. See what I mean?

Also, it’s becoming imperative that I reorganise the archiving system of my brain, because the current one is basically useless. I have a superhuman storage capacity when it comes to song lyrics and book quotes, but I cannot for the life of me remember birthdays, dentist appointments, or to buy that damn bottle opener to replace the one I lost a year ago. Maybe I should keep the lists after all.

My brain has also gotten into the horrible habit of starting to analyse all sorts of problems I had, have or possibly will have, alongside with all sorts of existential and universal issues, when I want to sleep. “Oh excellent, I see you’re going to bed. Remember that thing that person said to you fifteen years ago? What was that all about? Shall we do something about it? Remember that thing that happened at work three months ago? Let’s see how we can torture you with it. You know that thing that will be the result of that other thing you’ve been postponing for the past year? Let’s think about that.”

Which is probably why, when I finally do manage to go to sleep, I find myself very unwilling to wake up. When I have no plans for the weekend, I’m perfectly comfortable to spend it all in bed. I have this sleeping mask that I put on when daylight fills the room. It’s quite funny actually because it tricks me to thinking it’s still dark, so I sleep some more and when I finally wake up I have no idea what day it is, let alone what time it is. That’s not a problem in England though because, generally, it’s so gloomy that you don’t know what time it is anyway. 

I’m not sure what I’m trying to say with all this. Maybe all I need is a mug of steaming hot milk.

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

The morning after.


Ξυπνάω στο κρεββάτι μου. Καλό σημάδι αυτό. Διψάω τρομερά και νιώθω το στόμα μου σα να έχω φάει χώμα. Κακό σημάδι αυτό. Βγάζω τη μάσκα και διαπιστώνω ότι είναι μέρα. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω α) ότι κάποιος αναπνέει δίπλα μου και β) τη λευκή φούστα και την άσπρη περούκα που φωσφορίζει στο σκοτάδι στο πάτωμα. Φλασιά πυραμίδα πλαστικά ποτήρια με διάφορα ποτά, δέκα στο σύνολο και κίτρινα μπαλάκια του γκολφ που πρέπει να σουτάρεις μέσα σε ένα από τα ποτήρια προκειμένου να πιει η άλλη ομάδα και η Έλσπεθ φοράει χριστουγεννιάτικα στολίδια στα μαλλιά της. Ανασηκώνω ελαφρώς το πάπλωμα και διαπιστώνω ότι δίπλα μου κοιμάται ένας κλόουν. Αναρωτιέμαι λίγο ποιος είναι αυτός ο κλόουν. Φλασιά κάποια στιγμή όλοι αποφασίσανε να ανταλλάξουν στολές με όλους. Ο Κονραντ ήρθε δεινόσαυρος, μετά ντύθηκε χορεύτρια φλαμένκο και μετά φόρεσε τα ρόλερ της Κατ και τράκαρε, με πρόγραμμα, με όλες τις κάσες του σπιτιού. Αποφασίζω ότι δε θα ασχοληθώ με τον κλόουν αλλά θα πιω νερό οπωσδήποτε. Σηκώνομαι και εντοπίζω μια γενναία μελανιά στο πόδι μου. Πρωτοφανές. Το σπίτι είναι φοβερά ήσυχο και μυρίζει ιδρώτα και αλκοόλ.

Στη μπανιέρα μου βρίσκω μια κοπέλα ντυμένη πρόβατο να κοιμάται. Ο θόρυβος της πόρτας την ξυπνάει. Την καλημερίζω, αν και δεν έχω ιδέα τι ώρα είναι, και η φάτσα μου είναι μάλλον αρκετά απορημένη, γιατί μου εξηγεί ότι ήθελε να κάνει αφρόλουτρο αλλά μάλλον κοιμήθηκε στην πορεία. Κοιτάω τη φάτσα μου στον καθρέφτη. Παραπλεύρως του καθρέφτη εντοπίζω μπύρα και σπίρτα. Το μαλλί μου πετάει προς όλες τις κατευθύνσεις και στη μια πλευρά του διακρίνω σκόνη. Παρατηρώ καλύτερα. Αλεύρι που έχει κολλήσει ωραιότατα στη λακ. Φόραγα λακ κάτω από την περούκα; Φλασιά είχαμε δυο μάγειρες στο πάρτυ που είχαν βουτήξει τις μούρες τους στο αλεύρι. Για την ακρίβεια, τους φύσαγα αλεύρι από τη χούφτα μου στη μούρη. Το μέτωπό μου έχει ασημόμαυρο γκλίτερ. Ποιος φόραγε ασημόμαυρο γκλίτερ; Επίσης σε λίγο θα σκοντάψω στους μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια μου. Πονάω και μόνο στη σκέψη του να χτενίσω τα μαλλιά μου. Τα μαζεύω σ’ ένα θλιβερό κότσο, ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου και πίνω λαίμαργα. Κατεβαίνω.

Το πάτωμα της κουζίνας είναι ένας υπέροχος καμβάς από μπύρα, κρασί, αλεύρι, κάποιου είδους σφολιάτα, γρασίδι, χαρτοπόλεμο, τόνικ και σοκολάτα. Σε κάθε επιφάνεια βρίσκονται ταψιά, γλυκά, ποτήρια, κουτιά μπύρας, πιάτα, μπουκάλια, τσιπς, ένα καπέλο, ένα άηποντ κι ένα τούβλο. Κυριολεκτώ. Ένα τούβλο.

Το πάτωμα του σαλονιού είναι δημοφιλές. Τα μαξιλάρια από τις πολυθρόνες είναι σκορπισμένα στο πάτωμα και πάνω τους κοιμάται κόσμος. Ανάσκελα, μπρούμυτα και εμβρυακά. Η μπαλκονόπορτα είναι ανοιχτή και έξω στο γρασίδι βρίσκω άλλον έναν να ροχαλίζει. Είναι ξαπλωμένος στο στρώμα θαλάσσης (πού σκατά βρέθηκε αυτό;). Φλασιά ο Φρέηζερ, ο Σάημον, ο Πι-Μπι, η Κάρολαην και η Έλσπεθ τραγουδάνε με όλη τους τη δύναμη και με φοβερή παραφωνία We Come From The Land Down Under. Αν και η τελευταία είναι μισή Αγγλίδα και μισή Σκωτσέζα. Από την άλλη βέβαια σιγά μην ήταν βέρτζιν η Μαντόνα ή Στάγκερ Λη ο Κέηβ.

Πίσω στην κουζίνα το πρόβατο έχει ανοίξει το ψυγείο, κοιτάει τα περιεχόμενα με βλέμμα απαθές και με ρωτάει αν έχουμε μπέηκον. Στη συνέχεια εισβάλλει στην κουζίνα ο Φρέηζερ μεγαλοφώνως και μας λέει ότι ήταν και γαμώ τα πάρτυ αυτό. Σε αντίθεση με μένα και το πρόβατο, δεν φαίνεται ότι είναι με ελάχιστες ώρες ύπνου των οποίων προηγήθηκε δεκάωρο πιώμα και μαϊμουδιές πάσης φύσεως. Αν εξαιρέσεις βέβαια ότι το μόνο που φοράει είναι ένα μποξεράκι, κι αυτό ανάποδα. Φλασιά ο Φρέηζ με παίρνει να χορέψουμε και γρήγορα αντιλαμβάνομαι ότι αυτό που θεωρεί χορό περιλαμβάνει σάλτα από το τραπεζάκι του καφέ στην πολυθρόνα, τον καναπέ, το πάσο και τούμπαλιν. Στριφογυρίζω στην κουζίνα επιθεωρώντας το χάος μέχρι που ζαλίζομαι και μυρίζω κάτι δυνατό. Φέρνω το ποτήρι που κρατάω στη μύτη μου. Ούζο. Φλασιά όταν τελείωσε το Γιαγκερμάηστερ η παλιοφριτέζα ο Άλεξ αποφάσισε να φτιάξει τα υπόλοιπα Γιάγκερμπομς με ούζο. Τι κάφρος. Στο τέταρτο απ’ αυτά νομίζω έκανα force shutdown. Πριν απ’ αυτό πρόσφερα κεκάκια σ’ όλη την ομήγυρη και μάλλον επέμεινα λίγο παραπάνω σ’ όποιους δύο χαμουρεύονταν στη σκάλα. Τι ζώο. Στο μεταξύ, στο εξαιρετικό χανγκοβεριασμένο παρόν μας, ο Φρέηζ και το πρόβατο τηγανίζουν αυγά, μανιτάρια, λουκάνικα, ντομάτες και μπέηκον. Ταυτοχρόνως χορεύει υπό μια μουσική υπόκρουση που βρίσκεται αποκλειστικά στο κεφάλι του. Εμφανίζεται η Έλσπεθ με μια φάτσα που υποδηλώνει εξαντλημένη χαζοχαρουμενίαση. Κρατάει δυο παυσίπονα, μου προσφέρει το ένα, και στη συνέχεια καταπιάνεται με το μάζεμα. Στο μεταξύ, μάλλον από τη μυρωδιά του φαγητού, αρχίζει να ξυπνάει κι άλλος κόσμος. Αργά, με τεντώματα, χασμουρητά, εκφράσεις κουρασμένης έκπληξης και βαθιές αναπνοές. Γελάω ηλίθια ενώ η Έλσπεθ μαζεύει ποτήρια από τα πιο απίθανα μέρη και τα φέρνει δέκα δέκα στο νεροχύτη. Χαίρομαι ιδιαίτερα για την εργασιακή της εμπειρία ως μπαργούμαν. 

Χτυπάει το κουδούνι και πάω ν’ ανοίξω. Είναι ο Κόνραντ. Φοράει ένα μπλε πουλόβερ, ένα κολάν με φλούο τυρκουάζ, μωβ και φούξια ρίγες και αυτές που κάποτε ήταν οι υπέροχες γκέτες μου. Πλέον είναι ένα ζευγάρι βρεγμένα κουρέλια, γαρνιρισμένα με λάσπες και γρασίδι, δεδομένου ότι δε φοράει παπούτσια. Με κοιτάει μ’ ένα τρόπο που με κάνει να με κοιτάξω κι εγώ, οπότε και διαπιστώνω ότι φοράω μόνο το ένα μανίκι της μπλούζας μου. Το άλλο κρέμεται άδειο, αφού πέρασα το ένα χέρι και το κεφάλι μου στην ίδια τρύπα. Oh well. Με αγκαλιάζει πιο δυνατά απ΄ όσο αντέχω, γελάει λες και έβαλε γκολ στον τελικό του Μουντιάλ και εισέρχεται στην κουζίνα φωνάζοντας στο αυτί του Φρέηζ ότι σκόραρε δυόμισι φορές χτες βράδυ. Δέχεται συγχαρητήρια και αναλαμβάνει τα υπόλοιπα αυγά. Βάζω καφέ για μας τους παλιούς που το κάνουμε σωστά και νερό για τα φρίκουλα που επιβιώνουν με τσάι. Καταφτάνει και ο Πι-Μπι με ένα τεράστιο χασμουρητό, φοράει ακόμα την ποδιά του σεφ και ξεκινάει να λέει κάτι που δεν καταλαβαίνω. Όχι ότι τον καταλαβαίνω στα κανονικά του (ή στα δικά μου). Η Έλσπεθ φέρνει το τελευταίο ποτήρι το οποίο, μετά από μια μανούβρα ο σκοπός της οποίας παραμένει ανεξιχνίαστος, σκάει με ελεεινό πάταγο στο πάτωμα. Μια ματιά στους παρευρισκόμενους αρκεί για να δω ότι είμαστε όλοι ξυπόλητοι. Αναστενάζω και ξεκινάω να μαζέψω τα γυαλιά, μια που η Έλσπεθ έχει μείνει παγωτό να κοιτάει την απώλεια. Το πρωινό μοιράζεται ισομερώς σε μια ντουζίνα πιάτα και σε όποιον βρίσκεται τριγύρω. Ο Φρέηζ μου χώνει ένα πιάτο στη μάπα και μου επισημαίνει ότι είναι ώρα για φαί, όχι για κωλοφάκην καθάρισμα. Μάλλον είμαι σε καλύτερη κατάσταση απ’ ότι νομίζω, γιατί αντιλαμβάνομαι πως όντως πεινάω.   

Σύντομα είμαστε δέκα άτομα καθισμένα στο μπιχλέ πάτωμα μασουλώντας και με μια κούπα μπροστά μας ο καθένας. Περνάει κάμποση ώρα, κατά την οποία ξαναγεμίζουμε τις κούπες και τα πιάτα μας και γελάμε σαν καθυστερημένα συζητώντας τις χορευτικές φιγούρες του τύπου με την ουλή του οποίου το όνομα μου διαφεύγει, τις μεθυσμένες αηδίες μου, τα σκορ του Κόνραντ και την σύσσωμη καραόκε εκτέλεση (στα δύο μέτρα) του Living On A Prayer στις τέσσερις το πρωί, η οποία προκάλεσε την οργισμένη επίσκεψη του γείτονα ο οποίος, αφού κανείς δεν άκουγε να του ανοίξει την πόρτα την οποία χτύπησε επανειλημμένα, πήδηξε το φράχτη, μπήκε στο σπίτι από τη μπαλκονόπορτα και απείλησε ότι θα καλέσει την αστυνομία αν δε σταματήσουν τα ουρλιαχτά. Κάπου εκεί με έπιασε η τέταρτη ούζομπομ και δε θυμάμαι τη συνέχεια, η οποία ήταν ένα τελευταίο καραόκε (My Heart Will Go On) και μετά διαλυθείτε ησύχως. Η Έλσπεθ μου εξηγεί ότι μετά κι απ’ αυτό το Ρακούν με βρήκε στο μπάνιο να γελάω ανεξέλεγκτα και με οδήγησε στο κρεββάτι μου. Στο μεταξύ, πίσω στο πάτωμα της κουζίνας, μπαινοβγαίνει κόσμος, τσιμπάνε από τα πιάτα μας, πηγαινοέρχονται στο μπάνιο και αναζητούν τα ρούχα τους τα οποία βρίσκονται πεταμένα στη σκάλα, το χωλ, το δωμάτιο του Φρέηζ και το σαλόνι. Οι περισσότεροι φεύγουν και μένουμε – σταθερά στο πάτωμα – ο Φρέηζ, η Έλσπεθ, ο Κόνραντ, ο Πι-Μπι, εγώ και το Ρακούν. Τελευταία εμφανίζεται η Κέιτυ, ντυμένη, βαμμένη και χτενισμένη στην τρίχα και τη μισώ απύθμενα. Κάποια στιγμή αποφασίζουμε να μεταφερθούμε στο σαλόνι, όπου βυθιζόμαστε στον καναπέ και τις πολυθρόνες, μοιραζόμαστε τις κουβέρτες και σύντομα μας έχει πάρει όλους ο ύπνος. Αποζητώ το κρεββάτι μου και σέρνομαι ως το δωμάτιό μου. Κάτω από το πάπλωμα βρίσκεται ακόμα ο κλόουν. Σηκώνω το πάπλωμα απ’ τη μούρη του. Φακ γηέα. 

Πάρτυ στο Baldreys Estate. Να το ξανακάνουμε.

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Μπιπ-μπιπ


Πόσο τα σπάνε οι Dresden Dolls. Πόσο. Δηλαδή εντάξει, είναι λίγο καταθλιψάρα. Αλλά τα σπάνε παρόλ’ αυτά. Ένα από τα τραγούδια που έχω φάει σκάλωμα τελευταία είναι αυτό που η τύπισσα έχει πάθει ψύχωση με το αμάξι του πρώην της και το ψάχνει κάπου στη Βοστόνη. Γιατί συνδέομαι. Εννοώ εντάξει, σκαλώνω με πολλά πράγματα, αλλά τα αυτοκίνητα των ανδρών που γουστάρω κατά καιρούς είναι τρελλό κόλλημα.

Πας (πάω) στο μαγαζί, και καλά κάνεις (κάνω) γύρους για να παρκάρεις, αλλά στην πραγματικότητα ψάχνεις (ψάχνω) να δεις (δω) αν το αμάξι του (του εκάστοτε «του») είναι ήδη εκεί. Η παλιά κόκκινη κάμπριο Toyota. Το σαράβαλο πράσινο Fiat, μαούνα-style. Το μπλε Vitara. Το μαύρο Forrester. Τρώω σκάλωμα με τα κωλωαυτοκίνητα. Αν είναι δυνατόν. Και αν και εφόσον το βρω, κάθομαι και το κοιτάω σα μαλάκας. Αμάξια μπορεί να κορνάρουν από πίσω, από δίπλα, κόσμος μπορεί να με κοιτάει περίεργα αν είμαι πεζή, γιατί στάνταρ φαίνεται σα να έχω σκοπό να σπάσω ας πούμε κανά παράθυρο και να το βουτήξω. Αλλά βασικά κατασκοπεύω. Τι έχει αλλάξει από την τελευταία φορά που το είδα; Α ναι, είναι πλυμένο (η Toyota και το Fiat αποκλείεται, τα άλλα δύο πλένονταν πού και πού). Έχει καινούρια βιβλία (το Vitara) ή σιντί (η Toyota και το Fiat) στο κάθισμα του συνοδηγού; Α, θαυμάσια. Μια φορά είδα ένα σαφώς γυναικείο φουλάρι στο κάθισμα του Forrester και κόντεψα να πεθάνω εκεί στη μέση του δρόμου που στεκόμουνα. Α, έχει παρκάρει λίγο στραβά. Που σημαίνει α) ότι βιαζότανε (η Toyota) ή β) ότι είναι ψιλολιώμα (το Vitara ή το Fiat). Τα τελευταία δύο είχαν συνήθως τρίχες στην πλάτη του οδηγού (καστανές σχετικά κοντές το ένα, μακριές σγουρές μαύρες το άλλο). Εισιτήρια από συναυλίες, συσκευασίες KitKat, σκυλοτροφές, ανεμιστήρες, φούτερ, σκληροί δίσκοι, πλαστικά ποτήρια με φραπέ ή φρέντο, αναψυκτικά ή ποτά, σημειώσεις, Old Holborn κίτρινοι, αναπτήρες, μερικές φορές κλειδιά ή κινητά. Ό,τι να ‘ναι. Ότι έχω κι εγώ στ’ αμάξι μου. Ό,τι έχουν όλοι στ’ αμάξια τους. Αλλά σε μένα τα αντικείμενα αυτά λέγανε ολόκληρες ιστορίες. Πραγματικά μερικές φορές δεν πάρκαρα καν, απλά κοιτούσα τα αυτοκίνητα για λίγο κι έφευγα.

Αναίσχυντη κατασκοπία. Θα έπρεπε να ντρέπομαι. Αλλά όχι. Τρώω σκάλωμα. Κι αναρωτιέμαι. Ψάχνουν (ψάχνανε μάλλον) κι αυτοί το μπλε Clio με τη γούβα στο πορτ-μπαγκάζ; Ε;

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011

Missed me?


Ο λαγός είναι ύποπτος. Το σκέφτηκα εξαρχής. Το σκέφτηκα αλλά δεν έκανα τίποτα γι’ αυτό. Γιατί; Γιατί είμαι μαλάκας με τα πράγματα στα οποία δε μπορώ ν’ αντισταθώ. Ένα απ’ αυτά είναι το μωβ. Ο λαγός λοιπόν, που είχε το μέγεθος ας πούμε μεταξύ αγελάδας και πολύ χοντρής αγελάδας, που ήταν τόσο αφύσικα άσπρος και που ακόμα και ο τρόπος που στέκονταν τ’ αυτιά του ήταν ύποπτος, αποφάσισα ότι ήταν άκακος, χάρη στις εκπληκτικές μωβ βούλες που έσπαγαν την ασπρίλα του τριχώματός του.

Λέει ότι εδώ και χρόνια κατοικεί στη δεξιά φλούο πορτοκαλοπρασινοφούξια γόβα μου,  ότι σκεπάζεται με την επίσης δεξιά μου κάλτσα με τα μπλε καρώ, κι ότι είναι αντερκάβα σε μυστική λαγοαποστολή. Αυτό πρέπει έως ένα βαθμό να είναι αληθές, μια που την εν λόγω κάλτσα την έχω χάσει από καιρό, και τις προαναφερθείσες γόβες τις αγόρασα σε μια κρίση ελεκτρο-fashion μανίας και δεν παίζει να τις έχω φορέσει ποτέ σε φάση.

Στη συνέχεια λέει ότι έχει πλήρη εξουσιοδότηση από τους ανωτέρους του (κι εδώ εύχομαι κάπου στο πίσω μέρος του μικρού μου μυαλού να μην είναι μεγαλύτεροι απ’ τον ίδιο) να επιτάξει τα εσώρουχά μου. Και για να δω τι καλός που είναι, λέει ότι δε θα τα επιτάξει όλα. Τα μαύρα θέλει οπωσδήποτε και τα μωβ. Αυτό σημαίνει ότι θα μείνω με ... για να δούμε ... περίπου τρία σετ εσώρουχα. Το πολύ. Τα χρειάζεται λέει, είναι θέμα ζωής και θανάτου. Οι λαγοεπιστήμονες προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα καινούριο ύφασμα για εξελιγμένα αερόστατα, τα οποία θα χρησιμοποιήσουν για να δραπετεύσουν απ’ τον πλανήτη. Και θα μου κάνουν την τιμή να επιτάξουν τα δικά μου εσώρουχα για τις μελέτες τους. Επειδή προχτές αποφάσισα να πάρω μέρος στη μάζωξη των ψυχασθενών καρναβαλιστών του Λονδίνου και να παίξω «φύσα τη σφυρίχτρα μέχρι να φτύσεις πνεύμονα». Μάστα.

Επίσης παρακολουθεί τις δραστηριότητές μου μέσα από τη γόβα εδώ και κάποιο διάστημα. Είναι ιδιαιτέρως δυσαρεστημένος με τις ηλεκτρονικές μου αγορές, καθώς και με τα τηλεοπτικά προγράμματα που παρακολουθώ. Αφενός λέει, αυτές οι Αγγλικές αρχαιολογίες που πήγα και ξέθαψα προβλήθηκαν περί μία δεκαετία νωρίτερα. Αφετέρου, το γεγονός ότι χρησιμοποιώ το Άμαζον (το λογαριασμό του οποίου επίσης σκοπεύει να επιτάξει, για το δικό μου καλό) προς  απόκτηση των εν λόγω αρχαιολογιών, καθώς και του πράσινου τισερτίου με τους κεραυνούς, μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα.

Κι εδώ κάπου με χτυπάει η υστερική υστερία, ο πανικόβλητος πανικός, η τρελλή τρέλλα. Του λέω ότι δε με νοιάζει, ότι πάρτα όλα, τα εσώρουχα, το Άμαζον, την κάλτσα και τη δεξιά γόβα, αν θες και τη σφυρίχτρα από το καρναβάλι και το εισητήριο του τγαμ της Λυών, την αφίσα του Johnny και της Florence, τα δαντελωτά γάντια, όλα, αλλά για όνομα του Δία, βγάλε το σκασμό! Σηκώνει το αριστερό αυτί και σχολιάζει ότι η εξέλιξη αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Έχω καταπιεί το σεισμό, έχω λαχανιάσει σα να ‘χω τρέξει μαραθώνιο, και πιάνομαι από το καλώδιο του πιστολακίου. Τι μαλάκας. Το πιστολάκι απογειώνεται από το ράφι παρασέρνοντας μαζί του το μουσικό κουτί, τον Τατή, τον Αιχμάλωτο του Αζκαμπάν, τη σφήκα που σκότωσα προχτές και το στρατιωτικό μπερέ του αδερφιού μου που βούτηξα την τελευταία φορά που τον είδα. Όλα μαζί σκάνε στο κεφάλι μου κι εγώ σκάω στο πάτωμα. Ο λαγός καγχάζει. «Τον έχεις δει πώς είναι; Σαν ... » αυτό μόνο προλαβαίνει να πει πριν συρθώ από τη χαραμάδα της πόρτας και ορμήξω στη σκάλα. Στο δρόμο πέτυχα την Τίρζα την αράχνη που κάποτε κυνηγούσα να σκοτώσω με τις ώρες αλλά πλέον έχω παραιτηθεί. Της λέω ότι αν ξεπαστρέψει το λαγό θα της προσφέρω όλη τη σοφίτα για την υπόλοιπη ζωή της. Το σκέφεται λίγο, φωνάζει το σύζυγο και τα τέκνα (το ένα εκ των οποίων επτάποδο το άμοιρο, ενδεχομένως να του έκοψα το όγδοο πόδι με τη μύτη της ασημί γόβας, δεν είμαι βέβαιη, ήμουν υπό την επήρρεια) και αναλαμβάνουν δράση.  Στο μεταξύ αρπάζω τη βούρτσα της τουαλέτας, κατρακυλάω τις σκάλες κι ορμάω στην κουζίνα ψάχνοντας το κουτί με τις καραμέλες με σκοπό να βουλώσω τ’ αυτιά μου. Εντωμεταξύ η μάχη επάνω μαίνεται, ο σαματάς που κάνουν είναι εκκωφαντικός. Πού και πού ακούω το επτάποδο αραχνοπαίδι («Φάτονα Βρασίδα, φάτονα!») αλλά γενικά ακούω ένα παινδαιμόνιο, τούβλα, πόδια, τρίχες, ιστοί, μωβ βούλες, καδρόνια, σπάηντερμεν και μισό λαγοαυτί κατρακυλούν τις σκάλες και διαλύουν τη στοίβα με την αλληλογραφία του προηγούμενου ενοικιαστή που μαζεύω στωικά και αρνούμαι να πετάξω.

Και ξαφνικά όλα σωπαίνουν. Όλες οι εικόνες εξαφανίζονται. Το μόνο που υπάρχει είναι η Θεία Μουσική που έρχεται από το σαλόνι. Τη σκηνή που παίζει την ξέρω απέξω. Ο Άραγκορν πάει να βρει το στρατό των νεκρών, μαζί με το νάνο και το ξωτικό. Την έχω δει εκατό φορές. Ακούω τι λέει στο σκελετοφάντασμα βασιλιά πριν του το πει. Ακούω τα κρανία να κατακλύζουν τη σπηλιά πριν τα κρανία κατακλύσουν τη σπηλιά. Βλέπω τα πρόσωπά τους χωρίς να τα βλέπω. Κι έχω μείνει στην κουζίνα αλοιφή, με τις καραμέλες και τη βούρτσα της τουαλέτας ανά χείρας, κι όταν πλέον ο λαγός με ενάμισο αυτί ορμάει στην κουζίνα με λεκέδες αίμα και αράχνες-χαλκομανία να σκεπάζουν τις βούλες του, με αρπάζει απ΄το λαιμό και με καρφώνει στο πάτωμα με αβυσσαλλέο μίσος, είναι πλέον πολύ αργά για ν’ αντιδράσω. Γιατί, όπως προείπα, είμαι μαλάκας με τα πράγματα στα οποία δε μπορώ ν’ αντισταθώ.  Κι όπως αποχαιρετώ τη ζωή, το κίτρινο καπάκι του μεταλλικού κάδου που χρησιμοποιώ για κομοδίνο εισέρχεται γκαζωμένο στην κουζίνα σα φρίσμπι και αποκεφαλίζει το λαγό. 

Ανασαίνουμε τώρα. Η πρώτη μου σκέψη είναι ότι, αν καθαριστεί, το άσπρο τρίχωμα με τις μωβ βούλες θα κάνει μια γούνα μούρλια.  Η δεύτερη απορία μου είναι αν το καπάκι είναι ας πούμε ζωντανό ή αν κάποιος το πέταξε. Σηκώνομαι στους αγκώνες και βλέπω στην κουπαστή της σκάλας το επτάποδο, με τα δύο πόδια σταυρωμένα, τσιγαράκι, καπελάκι μαφιόζου χαμογελάκι γαμαωδέρνουλα, να μου κλείνει ένα από τα δε-ξέρω-κι-εγώ-πόσα μάτια του.

Γενικά δε βαριέμαι πάντως.

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011


Δεν ξέρω αν φταίει ο καιρός ή αν φταίνε όσα είπες…μπορεί να φταίνε και όσα περίμενα να ακούσω και δεν τα είπες! Πάντως είπες πολλά δεν νομίζεις; Μήπως έπρεπε να κρατηθείς; Και αν ναι, τότε πού περίπου έπρεπε να σταματήσεις το παραλήρημά σου; Θυσίες μου λες ότι έκανες! Έκανες, λες, θυσίες πολλές. Κι εγώ ντρέπομαι να σου πω πως δεν έκανες τίποτα…χωρίς να ακουστεί εγωιστικό γιατί δεν το ξεστόμισα ποτέ…χωρίς να φανεί κουραστικό γιατί ποτέ δεν το άκουσες να το λέω… Και ξέρεις κάτι; Δεν είναι ποτέ πιο εύκολο…Ποτέ. Πονάει κάθε φορά πιο πολύ…ξέρεις κάτι; Με απογοήτευσες και με κούρασες… Έχω αλλάξει, πρέπει να το καταλάβεις. Κι εσύ τι διαβάζεις τόση ώρα; Δεν καταλαβαίνεις πως ίσως δεν θέλω να καταλάβεις… Να ακούσεις θέλω! Ξημέρωσε… Πάω για ύπνο… Τα λέμε 

Κυριακή 29 Μαΐου 2011

There's a drumming noise inside my head that starts when you're around


Η καρδιά μου χτυπάει γρήγορα, ανεξέλεγκτα. Το είχα ξεχάσει ότι μπορεί. Πεταλούδες ξυπνάνε μετά από πολύ καιρό χαμηλά στην κοιλιά μου, τινάζουν τη σκόνη από τα φτερά τους, πετάνε ξανά, τρελλά. Το είχα ξεχάσει ότι ήταν εκεί. Το μυαλό μου δε μπορεί να σταθεί πουθενά. Η μάλλον μπορεί. Ξέρει τι θέλω να σκέφτομαι και δε μ’ αφήνει να το διώξω. Παίζει κρυφτό μαζί μου και διασκεδάζει που προσπαθώ μάταια να το μαζέψω. Το είχα ξεχάσει ότι είναι φευγάτο. Το σώμα μου χορεύει σε κάθε ευκαιρία. Με μουσική και χωρίς μουσική. Είχα ξεχάσει ότι κάποιες φορές νιώθω ωραία όταν δεν ανήκει σε μένα. Το πρόσωπό μου καίει. Η φωτιά ανάβει από μόνη της από στάχτες που νόμιζα ότι δε θα ζεσταθούν ξανά. Είχα ξεχάσει ότι η φλόγα δε σβήνει ποτέ.

Έλα.

Here we go.

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Βρουμ βρουμ


Γράφω, σβήνω, ξαναγράφω, μουτζουρώνω. Η ίδια δουλειά εδώ και βδομάδες. Δε μ’ αρέσει τίποτα. Μισώ τη συννεφιά, την υγρασία, το γραφείο και όλο τον κόσμο και μένα μαζί. Προσπαθώ να διοχετεύσω την οργή δημιουργικά. Στη δουλειά, στο δωμάτιό μου, στα γραφτά μου. Αλλά γίνεται αυτό; Δε ξέρω. Αγοράζω ξανά ρούχα και βάφω ξανά τα μαλλιά μου και τρέχω ξανά στο γυμναστήριο. Δεν αλλάζει τίποτα. Ή μήπως αλλάζει κάτι;

Βγαίνω έξω, μιλάω, χορεύω, φωνάζω. Πίνω. Πολύ. Το κεφάλι μου γίνεται σβούρα και γελάω υστερικά και τρεκλίζω στα ψηλά τακούνια μου. Για έναν άνθρωπο με το δικό μου σωματότυπο δεν είναι δύσκολο να φανώ προκλητική. Υπάρχουν στιγμές που με κοιτάνε όλοι. Άλλες φορές μ’ αρέσει η προσοχή κι άλλες ψάχνω να βρω ό,τι πιο αδιάφορο και ουδέτερο υπάρχει στη ντουλάπα μου, ώστε να μη με προσέξει κανείς.

Όταν πίνω ο κόσμος αλλάζει. Μεταμορφώνεται σε μια εθνική οδό που τα αυτοκίνητα τρέχουν με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Σε σωματίδια που εκρήγνυνται στο διάστημα. Στο χάος που επικρατεί σ’ ένα χρηματιστήριο. Στον πανικό ενός γραφείου εφημερίδας. Τα πάντα τρέχουν και τρέχω κι εγώ μαζί. Ποτά, κουβέντες, ρυθμοί, φώτα, τσιγάρα, πρόσωπα, χορός. Όλα γίνονται ταυτόχρονα. Όλα θέλω να τα κάνω ταυτόχρονα. Και όταν γυρίσω σπίτι τα πάντα χορεύουν μες το κεφάλι μου. Θυμάμαι πράγματα που έχω θάψει από καιρό, ανθρώπους που έχω ξεχάσει, μέρη και κουβέντες και εικόνες που έχω διαγράψει από τη μνήμη μου. Λυπάμαι λίγο. Χαίρομαι λίγο. Αρπάζω το τηλέφωνο για να συνδέσω μια φωνή με τις ξεχασμένες μνήμες. Κοιτάω το όνομα στην οθόνη. Το βάζω στο αθόρυβο και θάβομαι κάτω από το πάπλωμα.

Και μέσα από τον ίλιγγο της μέθης έρχεται η αδράνεια. Η τρομερή ησυχία. Τα πάντα όλα βγάζουν το σκασμό. Με αγκαλιάζει σφιχτά, δε μ’ αφήνει να φύγω. Αλλά δε δυσανασχετώ. Παραδίνομαι απόλυτα και κοιμάμαι για δεκατέσσερις ώρες.

Με αποδέχομαι σιγά σιγά. Μπορεί. Μπορεί και όχι.